Η δεκαετία 1912–1922 υπήρξε η πιο κρίσιμη περίοδος της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι ακολουθήθηκαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εθνικό Διχασμό και τέλος τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η οποία κατέληξε στην Καταστροφή του 1922. Στο πλαίσιο αυτών των γεγονότων, χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες και άμαχοι βρέθηκαν αιχμάλωτοι ή όμηροι ξένων δυνάμεων – όχι μόνο των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανών, Βουλγάρων, Οθωμανών), αλλά και της ίδιας της Αντάντ, με την οποία η Ελλάδα υποτίθεται πως ήταν σύμμαχος.
Η αιχμαλωσία δεν είχε πάντοτε τον ίδιο χαρακτήρα. Στην περίπτωση των Δυτικών Συμμάχων επρόκειτο κυρίως για πολιτική πίεση, ενώ στη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία οι συνθήκες άγγιζαν τα όρια της γενοκτονίας. Στο παρόν άρθρο εξετάζονται οι βασικές κατηγορίες Ελλήνων αιχμαλώτων την περίοδο 1912–1922, με παραδείγματα και βιβλιογραφικές αναφορές. Αιχμάλωτοι της Αντάντ Κατά τον Εθνικό Διχασμό, όταν η Ελλάδα βρισκόταν διχασμένη ανάμεσα στο στρατόπεδο του βασιλιά Κωνσταντίνου (ουδετερόφιλοι, με φιλογερμανική στάση) και του Ελευθερίου Βενιζέλου (φιλοσυμμαχικοί), σημειώθηκε η αποβίβαση γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Στις 18 Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1916 (Νοεμβριανά) ξέσπασαν αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων στρατιωτών και δυνάμεων της Αντάντ. Οι Σύμμαχοι, προκειμένου να κάμψουν την αντίσταση του βασιλικού καθεστώτος, προχώρησαν σε συλλήψεις Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών, τους οποίους μετέφεραν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γαλλία και κυρίως στην Κορσική. Ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος· μερικές εκατοντάδες θεωρούνται οι πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις. Οι συνθήκες κράτησης δεν ήταν ιδιαίτερα σκληρές· οι αιχμάλωτοι της Αντάντ χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο ως μοχλός πολιτικής πίεσης παρά ως εργατικό δυναμικό ή αντικείμενα εξόντωσης (Δαφνής, 1955).
Αιχμάλωτοι των Γερμανών
Το καλοκαίρι του 1916, οι δυνάμεις της Κεντρικής Συμμαχίας κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία. Η Μεραρχία Ανατολικής Μακεδονίας υπό τον στρατηγό Χατζόπουλο, αποκλεισμένη και χωρίς ενισχύσεις, παραδόθηκε στους Γερμανο-Βουλγάρους. Περίπου 6.500 Έλληνες στρατιώτες οδηγήθηκαν σιδηροδρομικά στη Γερμανία και κρατήθηκαν στο στρατόπεδο Γκέρλιτς (Σαξονία). Οι συνθήκες εκεί ήταν σαφώς καλύτερες από ό,τι στη Βουλγαρία. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι είχαν τη δυνατότητα να εργαστούν, να δημιουργήσουν θεατρικές ομάδες, ακόμη και να εκδώσουν εφημερίδα («Ο Στρατιώτης του Γκέρλιτς») ή να κάνουν ηχογραφήσεις όπως αυτή της πιθανής πρώτης ηχογράφησης με μπουζούκι , όπου τα παίζει ο Κ.Καλαμάρας και τραγουδά ” τη χήρα” ο ανιψιός του Παπαδιαμάντη Απόστολος: (1917 Γκέρλιτς Απόστολος Παπαδιαμάντης Χήρα να αλλάξεις το όνομα).
Ωστόσο, η πείνα και η νοσταλγία της πατρίδας προκάλεσαν αρκετούς θανάτους και βαριά ψυχολογικά τραύματα (Χατζηαναστασίου, 2016). Παρέμειναν αιχμάλωτοι μέχρι το 1919, γεγονός που δημιούργησε ένα ιδιότυπο «κενό γενιάς» στον ελληνικό στρατό.
Αιχμάλωτοι των Βουλγάρων
Αντίθετα με τους Γερμανούς, η στάση των Βουλγάρων απέναντι στους Έλληνες αιχμαλώτους ήταν εξαιρετικά σκληρή. Μετά την κατάληψη της Καβάλας (Σεπτέμβριος 1916), περίπου 7.000–8.000 Έλληνες στρατιώτες μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία. Παράλληλα, χιλιάδες άμαχοι από τη Μακεδονία και τη Θράκη εκτοπίστηκαν βίαια προς το εσωτερικό της χώρας (Καψάλης, 1999). Οι αιχμάλωτοι χρησιμοποιήθηκαν σε καταναγκαστικά έργα: οδοποιία, σιδηροδρομικά έργα, ορυχεία. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες: πείνα, βασανιστήρια, ελλιπής ιατρική περίθαλψη. Χιλιάδες Έλληνες πέθαναν, ενώ οι επιζώντες γύρισαν μετά το τέλος του πολέμου σε κακή κατάσταση.
Οι Βούλγαροι επιδίωκαν ουσιαστικά την αποψίλωση των ελληνικών πληθυσμών από τις περιοχές που εποφθαλμιούσαν (Δορδανάς, 2006).
Αιχμάλωτοι των Οθωμανών – Τούρκων
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων για την κατάληψη των οχυρών της Ηπείρου (π.χ. Αυλώνας, Ιωάννινα), οι Οθωμανοί συνέλαβαν Έλληνες στρατιώτες σε τοπικές αντιπαραθέσεις.
Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα στο εσωτερικό της οθωμανικής επικράτειας ή σε κοντινά φρούρια, όπου παρέμειναν μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (1913). Στις μάχες κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού (π.χ. μάχη του Σαρανταπόρου, Οκτώβριος 1912), Οθωμανοί αιχμαλώτισαν Ελληνες στρατιώτες που υπέκυψαν στην πολιορκία.
Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν κυρίως σε στρατόπεδα στη Θεσσαλονίκη (πριν απελευθερωθεί) ή σε οχυρά της Ανατολικής Μακεδονίας υπό οθωμανικό έλεγχο. Οι Οθωμανοί κρατούσαν αιχμαλώτους για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους, κυρίως για ανταλλαγή αιχμαλώτων μετά από μάχες. Δεν υπήρξαν μαζικές εκτελέσεις ή πορείες θανάτου όπως στη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά οι συνθήκες ήταν σκληρές: περιορισμένη τροφή, αρρώστιες και ψυχολογική πίεση.
Η πιο δραματική πτυχή αφορά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919–1922). Μετά τη συντριβή του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο–Σεπτέμβριο 1922, δεκάδες χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν από τον κεμαλικό στρατό. Οι εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό τους σε περίπου 30.000. Από αυτούς, περίπου 18.000 δεν επέστρεψαν ποτέ. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σε πορείες θανάτου προς το εσωτερικό της Ανατολίας, σε περιοχές όπως το Αφιόν Καραχισάρ, η Κιουτάχεια και το Εσκί Σεχίρ. Εκτελέσεις, πείνα, ασθένειες και κακουχίες οδήγησαν στη μαζική εξόντωση τους (Λεονταρίτης, 1977).
Το φαινόμενο αυτό συνδέεται ευθέως με την πολιτική εθνοκαθαρτικών πρακτικών του κεμαλικού καθεστώτος, η οποία στόχευε στον αφανισμό ή στον εκτουρκισμό των χριστιανικών πληθυσμών.
Συμπεράσματα
Η εμπειρία των Ελλήνων αιχμαλώτων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Καταστροφή αναδεικνύει τη διαφορετική στάση κάθε δύναμης απέναντι στους Έλληνες: Η Αντάντ τους χρησιμοποίησε για πολιτική πίεση, χωρίς μαζικές απώλειες. Οι Γερμανοί τήρησαν έναν περισσότερο «τυπικό» χαρακτήρα αιχμαλωσίας, με σχετικά ανεκτές συνθήκες (Γκέρλιτς). Οι Βούλγαροι επιδίωξαν την αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου μέσω απάνθρωπων εκτοπίσεων και καταναγκαστικών έργων. Οι Οθωμανοί – Τούρκοι προχώρησαν σε μαζική εξόντωση αιχμαλώτων, εντάσσοντας την πολιτική τους στο ευρύτερο πλαίσιο της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η μελέτη αυτών των περιπτώσεων είναι απαραίτητη όχι μόνο για την κατανόηση της ιστορίας των πολέμων, αλλά και για τη συλλογική μνήμη. Οι αιχμάλωτοι που επέστρεψαν μετέφεραν στις οικογένειες και στις κοινότητές τους τις μνήμες της οδύνης, ενώ οι χιλιάδες που χάθηκαν αποτελούν κομμάτι της ανείπωτης τραγωδίας του ελληνισμού στον 20ό αιώνα.
Βιβλιογραφία:
1. Λεονταρίτης, Γ. (1977). Η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα: ΜΙΕΤ. Αναλύει την εμπλοκή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, περιλαμβάνοντας τη στάση των Συμμάχων και τις συνέπειες για τον ελληνικό στρατό.
2. Δαφνής, Γ. (1955). Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Εξετάζει την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της Ελλάδας κατά τη διάρκεια και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αναφορά στους αιχμαλώτους πολέμου.
3. Καψάλης, Α. (1999). Η Ανατολική Μακεδονία υπό Βουλγαρική κατοχή, 1916–1918. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Μελετά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, εστιάζοντας στις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων.
4. Χατζηαναστασίου, Σπ. (2016). Οι Έλληνες αιχμάλωτοι του Γκέρλιτς. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Περιγράφει την εμπειρία των Ελλήνων αιχμαλώτων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκέρλιτς στη Γερμανία.
5. Δορδανάς, Στ. (2006). Η Κατοχή και οι Εβραίοι της Δράμας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Κυριακίδη. Αν και επικεντρώνεται στους Εβραίους της Δράμας, παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τις συνθήκες κατοχής και τις επιπτώσεις στους τοπικούς πληθυσμούς.
6. Βενιζέλος, Ελ. (1931). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Εκδόσεις Εστία. Προσωπική μαρτυρία του Ελευθερίου Βενιζέλου, που αναφέρεται σε στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής.
7. Απομνημονεύματα Ελλήνων αιχμαλώτων του κεμαλικού στρατού. Συλλογή προσωπικών αφηγήσεων Ελλήνων που αιχμαλωτίστηκαν από τον κεμαλικό στρατό κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας.