Άκρως ενδιαφέροντα τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν στην έρευνα των PRORATA/Ινστιτούτου ΕΝΑ για την κεντροαριστερά.
Στην ερώτηση «ποιος ο λόγος πολυδιάσπασης της αριστεράς» τα μεγαλύτερα ποσοστά συγκεντρώνει η απάντηση «έχει φθαρεί το όραμα που χαρακτήριζε τον χώρο της Αριστεράς» (35%), ενώ σε απόσταση αναπνοής έπεται το «έχει απαξιωθεί συνολικότερα η έννοια της Αριστεράς λόγω του ΣΥΡΙΖΑ» (34%).
Στην ερώτηση, επίσης, του «σε ποιούς από τους παρακάτω στόχους θα πρέπει να εστιάσει η Αριστερά την επόμενη περίοδο» το 42% απαντάει «στη διαμόρφωση ενός ρεαλιστικού προγράμματος κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής» και το 26% «στη διαμόρφωση ενός νέου οράματος για τον κόσμο και την κοινωνία με στόχο τον σοσιαλισμό της εποχής μας». Αντίθετα, μόλις το 19% απαντάει «στην ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη».
Πως ερμηνεύονται αυτά τα ευρήματα:
1ον Ο Αλέξης Τσίπρας, που προκρίνει τον «νέο φορέα» και την «νέα/παλιά ηγεσία» το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που προκρίνει την εκδοχή της «ιστορικής ηγεσίας», και οι τριγύρω τους που συζητούν ζητήματα ενοποίησης/συμπόρευσης, κοινής ηγεσίας, όλοι τους μαζί έχουν πέσει έξω παταγωδώς: βρίσκονται εκτός συγκυρίας, και δεν έχουν καταλάβει καν το περιεχόμενο της κρίσης που διέρχεται η κεντροαριστερά που είναι υπαρξιακό, συναισθηματικής ταύτισης του δικού της κόσμου πρώτα, για να μην μιλήσουμε ευρύτερα για την κοινωνία και το σύνολο του εκλογικού σώματος.
2ον Τι σημαίνει αυτό το μόλις 19% που απαντάει «στην ήττα του Μητσοτάκη» όταν το ερώτημα αφορά στις άμεσες προτεραιότητες της Αριστεράς; Ότι η «γραμμή» της αντιδεξιάς, του αντιμητσοτακισμού, της «χειρότερης κυβέρνησης στην ιστορία», των «εγκληματιών», όλη αυτή η ρητορική που διαχέεται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, και μπερδεύει την αντιπολίτευση με τον ηθικό πανικό, κινείται αντίστροφα από τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της βάσης.
Η τακτική του «σκληρού ροκ» και η καλλιέργεια της μνησικακίας μπορεί να συγκεντρώνει λάικς και να μεταδίδεται με ανακοινοποιήσεις σε ψηφιακές φούσκες ομοϊδεατών, ωστόσο τα αποτελέσματα αυτής της απήχησης είναι παραπλανητικά. Ούτως ή άλλως τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης εκ της λειτουργίας τους ενισχύουν την πόλωση και τον εκτροχιασμό. Όμως ολότελα διαφορετική ιστορία είναι η πραγματικότητα, η κοινωνία, αλλά και συγκεκριμένα η κοινωνική βάση της κεντρο/αριστεράς. Και οι ανάγκες της κινούνται προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: αναζητείται λόγος και πράξης μιας ειλικρινούς ιδεολογικής υπέρβασης, θεωρητικής τόλμης, διατύπωσης ενός νέου οράματος. Μια ιδεολογική και πολιτική πυξίδα σ’ έναν κόσμο, που μοιάζει άκαρδος, αλλοπρόσαλλος, και επικίνδυνος. Εξέλιξη που οι κραυγές και τα «τι κάνετε ρε;!;!» που καθημερινά επαναλαμβάνουν οι διάφορες ναρκισσιστικές περσόνες του χώρου, καθιστούν ακόμα πιο μακρινή.
Όσο λοιπόν η κεντροαριστερά δεν κοιτάξει κατάματα την παρακμή, και το υπαρξιακό πρόβλημα που συνεπάγεται από αυτήν, μόνη προοπτική θα παραμένουν η στασιμότητα, το ανακάτεμα της τράπουλας, η πάλη για ηγεσία ενώ η βάση και το συνολικό πολιτικό αποτύπωμα του χώρου θα συρρικνώνεται μέσα στην κοινωνία.
Κεντροδεξιά εντροπία
Η κεντροδεξιά ας μην επιχαίρει, όμως. Το έλλειμμα οράματος, οι βαθύτερες των πρόσκαιρων και των ευκαιριακών ταυτίσεις της ελληνικής κοινωνίας με τις υφιστάμενες πολιτικές δυνάμεις, δημιουργούν ένα εμπόδιο που καθιστά εν γένει ανέφικτη οποιαδήποτε ουσιαστική μεταρρύθμιση και βαθύτερη αλλαγή.
Έτσι, η διαχειριστική επάρκεια, το στοιχείο που δίνει βάση στο επιχείρημα περί των καταλληλότερων της κυβέρνησης, φτάνει να αυτοαναιρείται καθώς το πρόβλημα του ελληνικού κράτους είναι μακρο-πολιτικό, όχι μικρο-διαχειριστικό.
Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω…
Το είδαμε με τα Τέμπη και τον σιδηρόδρομο, με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, στα ελληνοτουρκικά και τις παλινωδίες μεταξύ αποτροπής και κατευνασμού, ακόμα και με την περίφημη «αλλαγή υποδείγματος» της ελληνικής οικονομίας, που πρέπει να υπερβεί τον παρασιτισμό της, κάτι που εξαγγέλθηκε με θόρυβο την εποχή της έκθεσης Πισσαρίδη, για να παραμείνει έκτοτε μόνιμο ζητούμενο κι ένα στοιχείο ρητορικής, απλά.
Το βλέπουμε εντονότερα σε αυτήν την δεύτερη θητεία, η κυβέρνηση φαίνεται να επιδίδεται περισσότερο σε διαχείριση καθημερινότητας ή στο να διασκεδάζει επικοινωνιακά την δική της πολιτική εντροπία όπως εύστοχα έχει επισημανθεί. Πολιτική βάθους, πάντως, δεν διαθέτει.
Υπάρχει και κάτι επιπλέον. Μπορεί το κυβερνών κόμμα να πανηγυρίζει που υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται να έχει συγκροτήσει στους κόλπους του ένα μέτωπο του αστικού πολιτικού κόσμου «από τους τρείς του παλιού ΛΑΟΣ μέχρι το Ποτάμι και κομμάτια της ανανεωτικής αριστεράς» αφήνοντας έτσι τα κόμματα της αντιπολίτευσης με ένα εξαιρετικά φτωχό στελεχιακό δυναμικό.
Ωστόσο τι αντιπροσωπεύει στ’ αλήθεια η συσπείρωση αυτή, μαζί με την κατάρρευση των διαχωριστικών γραμμών του παλιού πολιτικού κόσμου που κρύβει στο υπόβαθρό της; Μήπως ότι το πολιτικό σύστημα τείνει προς την μονοπολικότητα, όπως θα ήθελαν πέριξ του Μαξίμου; Ή μήπως έχει δίκιο μια κριτική που προέρχεται από την δεξιά πτέρυγα τόσο εντός, όσο και εκτός ΝΔ, ότι αυτή έχει μεταβληθεί σε «Ποτάμι»;
Τίποτε από τα δύο. Πρόκειται για μια συσπείρωση του προ-μνημονιακού πολιτικού προσωπικού σε μια λίγο ως πολύ ενιαία βάση, οπωσδήποτε με σημαντικές διαφοροποιήσεις στα εθνικά θέματα, σε πολιτισμικά ζητήματα, ή στο μεταναστευτικό (πολύ ορατές μάλιστα στην περίπτωση κύρωσης του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια, που έγινε νόμος με την βοήθεια της αντιπολίτευσης).
Μια ενιαία βάση που προκύπτει ως έσχατη λύση, λόγω της δυστοκίας του υφιστάμενου πολιτικού κόσμου να πραγματοποιήσει υπερβάσεις, και να προχωρήσει σε ανανέωση του πολιτικού συστήματος.
Επομένως, δεν έχουν δίκιο ούτε οι σύμβουλοι πέριξ του πρωθυπουργού, ούτε η αμιγώς δεξιά.
Οι πρώτοι εγκλωβίζονται στην μικροπολιτική, αρκούμενοι στο γεγονός ότι η αντιπολίτευση έτσι όπως παρουσιάζεται και εκφράζεται τώρα, είναι τόσο απελπιστική που καταλήγει να ενισχύει την εντύπωση του μονόδρομου, καταλήγοντας να λειτουργεί σαν το βασικότερο… πλεονέκτημα του πρωθυπουργού. Την ίδια στιγμή όμως, δεν βλέπουν ότι η έλλειψη πολιτικής βάθους δημιουργεί συνθήκες «μεροδούλι διαχείρισης» που αναιρεί την υπόσχεση για τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα.
Όσο για την κριτική στην κυβέρνηση που έρχεται από τα δεξιά, υποτιμάει την παράμετρο που αφορά στην διαθεσιμότητα ενός πολιτικού προσωπικού που είναι ικανό να αντιπαρέλθει όχι μόνον τεχνοκρατικά την βάσανο της διακυβέρνησης, αλλά και να χαράξει πολιτική. Και από την τωρινή, ή την προηγούμενη σύνθεση του κοινοβουλίου (εκλογές 2019, διπλές του 2023), δεν φαίνεται καμία δύναμη από την αντιπολίτευση, ούτε δεξιότερα, ούτε αριστερότερα, να διαθέτει δυναμικό που να ανταπεξέλθει σε αυτήν την πρόκληση. Κάτι που αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη για το ότι δεν θα μπορέσει να υπάρξει καμία ανανέωση, αν πρώτα ο πολιτικός κόσμος δεν ανανεωθεί ο ίδιος.