Οι επιστήμονες ανακάλυψαν νέα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ο αυτισμός μπορεί να έχει τις ρίζες του στον τρόπο με τον οποίο έχει εξελιχθεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
«Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι ορισμένες από τις ίδιες γενετικές αλλαγές που καθιστούν τον ανθρώπινο εγκέφαλο μοναδικό κάνουν επίσης τους ανθρώπους πιο νευροδιαφορετικούς», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Alexander L. Starr.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αναφέρει το Newsweek, περίπου ένα στα 31 παιδιά – περίπου το 3,2% – έχει διαγνωστεί με διαταραχή αυτιστικού φάσματος (ΔΑφ), σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Η ΔΑΦ είναι μια σύνθετη αναπτυξιακή πάθηση που επηρεάζει περίπου ένα στα 100 παιδιά παγκοσμίως, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Περιλαμβάνει επίμενος δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία και αλληλεπίδραση, καθώς και περιορισμένα και επαναλαμβανόμενα πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων ή δραστηριοτήτων. Ο όρος «φάσμα» χρησιμοποιείται επειδή η ΔΑΦ επηρεάζει κάθε άτομο διαφορετικά, με ποικίλους βαθμούς δυσκολιών και δυνατοτήτων.
Σε αντίθεση με άλλες νευρολογικές παθήσεις που παρατηρούνται σε ζώα, ο αυτισμός και η σχιζοφρένεια φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό μοναδικές για τους ανθρώπους, πιθανώς επειδή περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά όπως η παραγωγή και η κατανόηση του λόγου που είναι είτε αποκλειστικά είτε πολύ πιο προηγμένα στους ανθρώπους από ό,τι σε άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος και η γενετική αλλαγή
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην αλληλούχιση RNA ενός κυττάρου έχουν επιτρέψει στους επιστήμονες να εντοπίσουν μια εξαιρετική ποικιλομορφία τύπων εγκεφαλικών κυττάρων.
Παράλληλα, γενετικές μελέτες μεγάλης κλίμακας έχουν αποκαλύψει σαρωτικές αλλαγές στον ανθρώπινο εγκέφαλο που δεν παρατηρούνται σε άλλα θηλαστικά. Αυτά τα γονιδιωματικά στοιχεία εξελίχθηκαν ραγδαία στον Homo Sapiens, παρά το γεγονός ότι παρέμειναν σχετικά σταθερά σε όλη την υπόλοιπη ιστορία των θηλαστικών.
Αναλύοντας δείγματα εγκεφάλου από διαφορετικά είδη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο πιο συνηθισμένος τύπος νευρώνων του εξωτερικού στρώματος – γνωστοί ως νευρώνες L2/3 IT – υπέστησαν ιδιαίτερα γρήγορη εξέλιξη στους ανθρώπους σε σύγκριση με τους πιθήκους. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτή η ταχεία μετατόπιση συνέπεσε με σημαντικές αλλοιώσεις στα γονίδια που συνδέονται με τον αυτισμό – πιθανώς διαμορφωμένες από φυσικούς παράγοντες επιλογής μοναδικούς για το ανθρώπινο είδος.
Γιατί συνέβησαν αυτές οι αλλαγές;
Παρόλο που τα ευρήματα υποδεικνύουν έντονα την εξελικτική πίεση που ασκείται στα γονίδια που σχετίζονται με τον αυτισμό, το εξελικτικό όφελος για τους προγόνους του ανθρώπου παραμένει αβέβαιο.
Η ομάδα πίσω από την έρευνα σημείωσε ότι πολλά από αυτά τα γονίδια συνδέονται με την αναπτυξιακή καθυστέρηση, η οποία μπορεί να έπαιξε ρόλο στον βραδύτερο ρυθμό της μεταγεννητικής ανάπτυξης του εγκεφάλου στους ανθρώπους σε σύγκριση με τους χιμπατζήδες.
Η μοναδική ανθρώπινη ικανότητα για ομιλία και γλώσσα – που συχνά επηρεάζεται από τον αυτισμό και τη σχιζοφρένεια – μπορεί επίσης να συνδέεται.
Μια πιθανότητα είναι ότι η εξέλιξη των γονιδίων που σχετίζονται με τον αυτισμό επιβράδυνε την πρώιμη ανάπτυξη του εγκεφάλου ή επέκτεινε την γλωσσική ικανότητα, επεκτείνοντας το χρονικό παράθυρο για μάθηση και σύνθετη σκέψη στην παιδική ηλικία.
Αυτή η εκτεταμένη ανάπτυξη μπορεί να προσέφερε ένα εξελικτικό πλεονέκτημα, καλλιεργώντας πιο προηγμένες δεξιότητες συλλογισμού.