Η πολιτική χειραγώγηση δεν χρειάζεται πλέον αφίσες, τηλεοπτικά σποτ ή στρατιές επικοινωνιολόγων. Αρκεί μια σύντομη συνομιλία με chatbots. Νέες επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη έχει πλέον τη δύναμη να μεταβάλλει ουσιαστικά τις πολιτικές απόψεις των πολιτών, σε βαθμό που ξεπερνά την παραδοσιακή προεκλογική προπαγάνδα. Και το πιο ανησυχητικό: αυτή η επιρροή ασκείται συχνά αθόρυβα, με ευγένεια, λογικά επιχειρήματα και μια φαινομενική ουδετερότητα που την καθιστά ιδιαίτερα πειστική.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του Πανεπιστημίου Κορνέλ που δημοσιεύθηκαν στα επιστημονικά περιοδικά Nature και Science, ακόμη και μία μόνο αλληλεπίδραση με ένα chatbot μπορεί να μετατοπίσει τις πολιτικές προτιμήσεις ενός ψηφοφόρου έως και 15 ποσοστιαίες μονάδες. Οι συμμετέχοντες, σχεδόν 6.000 πολίτες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Πολωνία, κλήθηκαν να βαθμολογήσουν την προτίμησή τους προς πραγματικούς υποψηφίους και στη συνέχεια συνομιλούσαν με ένα chatbot που είχε σχεδιαστεί ώστε να υποστηρίζει έναν συγκεκριμένο πολιτικό. Μετά τη συνομιλία, πολλοί άλλαξαν αισθητά την αρχική τους στάση.

Advertisement
Advertisement

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συμμετείχαν περισσότεροι από 2.300 ψηφοφόροι, η τεχνητή νοημοσύνη που προωθούσε την Κάμαλα Χάρις κατάφερε να μετακινήσει τους ψηφοφόρους του Ντόναλντ Τραμπ σχεδόν τέσσερις μονάδες προς την αντίπαλη κατεύθυνση. Αντίστροφα, chatbot που ευνοούσε τον Τραμπ επηρέασε ψηφοφόρους της Χάρις, αν και σε μικρότερο βαθμό. Τα αποτελέσματα αυτά θεωρούνται εντυπωσιακά αν αναλογιστεί κανείς ότι οι παραδοσιακές πολιτικές διαφημίσεις συνήθως μεταβάλλουν τις απόψεις λιγότερο από μία μονάδα.

Η αποτελεσματικότητα των chatbot δεν βασίζεται σε επιθετική προπαγάνδα ή απροκάλυπτη χειραγώγηση, αλλά σε κάτι πολύ πιο ύπουλο: στην ικανότητά τους να συνθέτουν μεγάλες ποσότητες σύνθετων πληροφοριών και να τις παρουσιάζουν με τρόπο απλό, κατανοητό και πειστικό. Τα μοντέλα αυτά δείχνουν «ευγένεια», χρησιμοποιούν φαινομενικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα και προσαρμόζουν τον τόνο τους στον συνομιλητή. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση εμπιστοσύνης και διαλόγου που δύσκολα επιτυγχάνεται με τα παραδοσιακά μέσα προεκλογικής καμπάνιας.

Ωστόσο, εκεί ακριβώς εντοπίζεται και ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Όσο πιο «φορτωμένα» με πληροφορίες ήταν τα επιχειρήματα των chatbot, τόσο πιο πειστικά αποδεικνύονταν, αλλά τόσο πιο συχνά παρήγαγαν ανακριβείς ή παραπλανητικές δηλώσεις. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, στην προσπάθειά τους να απαντήσουν πειστικά και ολοκληρωμένα, έφταναν σε ένα σημείο όπου εξαντλούσαν τα αξιόπιστα δεδομένα και άρχιζαν να «συμπληρώνουν τα κενά» με ψευδείς πληροφορίες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε και το εύρημα ότι τα chatbot που υποστήριζαν δεξιούς πολιτικούς παρήγαγαν, κατά μέσο όρο, περισσότερες ανακρίβειες σε σχέση με εκείνα που υποστήριζαν αριστερούς υποψηφίους. Το στοιχείο αυτό ευθυγραμμίζεται με προηγούμενες έρευνες για τη διάδοση παραπληροφόρησης στα κοινωνικά δίκτυα, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί συνειδητά με πολιτική «προτίμηση». Αντίθετα, φαίνεται πως αντανακλά τα μοτίβα πληροφόρησης που ήδη κυκλοφορούν στο ψηφιακό περιβάλλον.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το αποτέλεσμα μελετών που έδειξαν ότι τα πιο «ισχυρά» και μεγαλύτερα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να μετακινήσουν στάσεις ψηφοφόρων έως και 25 ποσοστιαίες μονάδες όταν έχουν εκπαιδευτεί ειδικά για πειστικό λόγο. Σε τέτοιο βαθμό επιρροής, η έννοια της ελεύθερης και ανεπηρέαστης πολιτικής κρίσης τίθεται πλέον υπό σοβαρή αμφισβήτηση.

Το παράδοξο είναι ότι η ίδια τεχνητή νοημοσύνη που μπορεί να ενισχύσει την παραπληροφόρηση, φαίνεται ταυτόχρονα να μειώνει την πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας. Σε ξεχωριστή μελέτη, διαπιστώθηκε ότι οι πολίτες ήταν λιγότερο επιρρεπείς σε ακραίες και αβάσιμες θεωρίες όταν συνομιλούσαν με chatbot, ακόμη και όταν πίστευαν ότι μιλούν με ανθρώπινο «ειδικό». Αυτό δείχνει ότι η πειθώ δεν προκύπτει από το κύρος της πηγής, αλλά από τη δομή και τη ρητορική των επιχειρημάτων.

Το μεγαλύτερο ερώτημα που αναδύεται πλέον δεν είναι αν τα chatbots μπορούν να επηρεάσουν τις εκλογές, αλλά πόσο προετοιμασμένες είναι οι δημοκρατίες να αντιμετωπίσουν αυτή τη νέα, αόρατη μορφή πολιτικής επιρροής. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η μελέτη αυτών των φαινομένων είναι απαραίτητη ώστε να δημιουργηθούν σαφή ηθικά και θεσμικά όρια στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην πολιτική επικοινωνία.

Σε έναν κόσμο όπου η πολιτική συζήτηση περνά ολοένα και περισσότερο μέσα από αλγορίθμους, η μεγαλύτερη πρόκληση ίσως δεν είναι να περιοριστεί η τεχνολογία, αλλά να εκπαιδευτούν οι πολίτες ώστε να αναγνωρίζουν πότε η άποψή τους είναι αποτέλεσμα ελεύθερης σκέψης και πότε προϊόν ενός πειστικού, αλλά ενδεχομένως παραπλανητικού, ψηφιακού συνομιλητή.