Ο Mark, ένας έφηβος από τη Βρετανία, μίλησε δημόσια για τον εφιάλτη της εξάρτησής του από την κεταμίνη, μια ουσία που, όπως λέει, του στέρησε χρήματα, δουλειά και το όνειρο να γίνει διασώστης. Σήμερα, έχοντας συμπληρώσει 100 ημέρες «καθαρός» χάρη σε πρόγραμμα απεξάρτησης, κοιτά πίσω και περιγράφει πώς μια φαινομενικά αθώα δοκιμή στα 13 του χρόνια εξελίχθηκε σε πλήρη κατάρρευση.
Όπως θυμάται, όλα άρχισαν όταν έκανε παρέα με μεγαλύτερα παιδιά. «Στην αρχή δοκιμάζαμε χόρτο», λέει. Οι βόλτες στο πάρκο καπνίζοντας έγιναν ποτά, μετά μικροκλοπές από μαγαζιά για να αγοράζουν αλκοόλ ή αντικείμενα προς μεταπώληση.
Η μετάβαση σε σκληρότερα ναρκωτικά ήρθε σταδιακά: πρώτη επαφή με κοκαΐνη και κεταμίνη, έναν συνδυασμό που οι ίδιοι αποκαλούσαν «Calvin Klein». Στην αρχή μια μικρή ποσότητα κρατούσε μια εβδομάδα· σύντομα, όμως, δεν ήταν αρκετή. «Έφτασα να παίρνω έως και 11 γραμμάρια την ημέρα», παραδέχεται.
Η πρώτη φορά που δοκίμασε κεταμίνη ήταν σε ένα πάρτι. Εκεί είδε έναν χρήστη να ουρεί αίμα, σαφής προειδοποίηση για τη ζημιά που προκαλεί η ουσία στην ουροδόχο κύστη, αναφέρει Ladbible.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πτοήθηκε. Με την πρώτη ευκαιρία αγόρασε κεταμίνη αντί για αλκοόλ. Από τις μικρές δόσεις πέρασε γρήγορα στην καθημερινή χρήση, ακόμη και μέσα στις τουαλέτες του σχολείου, προσπαθώντας να μην υπερβεί το όριο ώστε να μη γίνει αντιληπτός.
Η κατάσταση ξέφυγε εντελώς στην περίοδο ανάμεσα στο σχολείο και στο κολέγιο, όταν είχε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, περισσότερα πάρτι και πιο σταθερή πρόσβαση σε ουσίες. Θυμάται περιστατικά όπου βρέθηκε να περπατά χαμένος στη μέση του δρόμου, χωρίς να γνωρίζει πού βρίσκεται.
Παράλληλα, προσπαθούσε να χτίσει μια «κανονική» ζωή. Έπιασε δουλειά και γράφτηκε στο κολέγιο για να σπουδάσει ώστε να γίνει παραϊατρικός ένα όνειρο ζωής. Όμως τα χρήματά του ξοδεύονταν σχεδόν αποκλειστικά στην κεταμίνη. Λίγο πριν την πρακτική του σε νοσοκομείο, εγκατέλειψε το κολέγιο. Τότε άρχισαν και οι πρώτες σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του: έντονοι πόνοι στην ουροδόχο κύστη, τόσο δυνατοί που «ούρλιαζε». Η συχνή απουσία και η επιδείνωση της κατάστασής του οδήγησαν και στην απόλυσή του.
Σήμερα, ολοκληρώνοντας την απεξάρτηση, προσπαθεί να χτίσει μια νέα αρχή. Όταν ρωτήθηκε αν μετανιώνει, απάντησε: «Ναι και όχι». Δεν μετανιώνει ότι δοκίμασε ως έφηβος, αλλά που πίστεψε ότι η χρήση ήταν κάτι φυσιολογικό.
«Μετανιώνω που μπήκα σε αυτό τον κύκλο. Που άφησα το κολέγιο. Που νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν φυσιολογικά», λέει. Θυμάται τη μητέρα του να κλαίει στην άκρη του κρεβατιού και την αδελφή του συντετριμμένη. «Έγινα τόσο αναίσθητος στον πόνο γύρω μου, που στο τέλος δεν άντεχα ούτε τον δικό μου».