Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ έχει δημιουργήσει ένα κλίμα αβεβαιότητας στη Γηραιά Ήπειρο σχετικά με το μέλλον της βορειοατλαντικής συμμαχίας. Η εκπεφρασμένη επιδίωξη της νέα αμερικανικής κυβέρνησης να στρέψει την προσοχή της στην ανάσχεση της Κίνας, την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία και την απόκτηση νέων εδαφών και φυσικών πόρων στη Βόρειο Αμερική, διαμορφώνει ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον για την ΕΕ.
Ενδεχόμενη απόσυρση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ή μια αισθητή μείωση της στρατιωτικής τους παρουσίας στην ανατολική πτέρυγα του, θα δημιουργούσε ένα σημαντικό κενό ασφάλειας. Η αβεβαιότητα γύρω από τις αμερικανικές προθέσεις δημιουργεί την ανάγκη για μια αναθεώρηση της αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτής της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας, η Γαλλία είναι μια χώρα που επιδιώκει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Γαλλία που είναι η μόνη πυρηνική δύναμη εντός της ΕΕ μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ξοδεύει περίπου 5,6 δις ευρώ για τη συντήρηση των 290 πυρηνικών της όπλων και δαπανά το 15% του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού της για τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών της δυνατοτήτων. Η Γαλλία φαίνεται πρόθυμη να παράσχει εγγυήσεις ασφαλείας στα κράτη της ανατολικής Ευρώπης, γεγονός που θα δρούσε αποφασιστικά υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών αυτών και κατ’ επέκταση υπέρ της ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρκετοί παρατηρητές όμως παραθέτουν ως αντεπιχείρημα το εάν και κατά πόσον η Γαλλία είναι όντως πρόθυμη να υπερασπιστεί τους συμμάχους της, εφόσον η πυρηνική αποτροπή αποτύχει. Όπως και στην περίπτωση των ΗΠΑ, έτσι και στη Γαλλία, ο πρόεδρος είναι εκείνος που αποφασίζει για τη χρήση του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας. Όμως, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η Γαλλία έχει περισσότερα κίνητρα να υπερασπιστεί τους συμμάχους της λόγω τόσο της γεωγραφικής εγγύτητας, όσο και των στενών οικονομικών δεσμών.
Στο πλαίσιο της λογικής της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης που υποστηρίζει το Παρίσι, εφόσον ληφθεί συλλογικά η ανάλογη πολιτική απόφαση, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια υπό ευρωπαϊκό έλεγχο δομή έξω από το πλαίσιο του ΝΑΤΟ, το οποίο θα λειτουργεί στα πρότυπα της Ομάδας Πυρηνικού Σχεδιασμού της συμμαχίας. Επιπρόσθετα, η Γαλλία θα μπορούσε να συμπεριλάβει τους ευρωπαίους εταίρους της στα πυρηνικά της γυμνάσια με απώτερο στόχο την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών στρατών σε αυτό τον τομέα και να αναπτύξει μαχητικά Rafale, τα οποία μπορούν να φέρουν πυρηνικούς πυραύλους, σε διάφορα σημεία της Ευρώπης, ώστε να δημιουργήσει μια συνθήκη «στρατηγικής ασάφειας» για τη Ρωσία. Εφόσον παρθεί η απόφαση ώστε τμήμα της πυρηνικής αποτρεπτικής ισχύος της Γαλλίας να αναπτυχθεί σε έδαφος άλλων ευρωπαϊκών κρατών, τα κράτη αυτά θα μπορούσαν να συμβάλουν παρέχοντας κεφάλαια για τη συντήρηση και αναβάθμιση της γαλλικής αποτρεπτικής ικανότητας.
Στις 9 Μαΐου, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μαζί με τον Πολωνό πρωθυπουργό Ντόναλντ Τούσκ, υπέγραψαν συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχθεί κάποια επίθεση. Αξιοσημείωτο είναι όμως πως στη συμφωνία δεν γίνεται καμία αναφορά στη γαλλική πυρηνική αποτροπή. Δύο ημέρες νωρίτερα, ο Γάλλος πρόεδρος συμφώνησε με το νέο Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μέρτς στη σύσταση ενός γαλλογερμανικού συμβουλίου άμυνας και ασφάλειας, το οποίο θα συνεδριάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα και θα παίρνει αποφάσεις για την αντιμετώπιση κοινών απειλών.
Η Ρωσία όμως δεν είναι μόνη χώρα που συνιστά απειλή για κράτη μέλη της ΕΕ. Η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη και την απειλή που προέρχεται από την Τουρκία, η οποία κατέχει το ήμισυ σχεδόν της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1974 και απειλεί με κήρυξη πολέμου την Ελλάδα σε περίπτωση που ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο. Η υβριδική επίθεση που εξαπέλυσε η Τουρκία κατά της Ελλάδας την άνοιξη του 2020, εργαλειοποιώντας το μεταναστευτικό ζήτημα και η ακόλουθη στρατιωτική κρίση το θέρος του ίδιου έτους, δείχνουν ότι η τουρκική απειλή δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Η Τουρκία όμως δεν αποτελεί απειλή μόνο με συμβατικούς όρους. Η Άγκυρα δεν έχει κρύψει ότι έχει και πυρηνικές φιλοδοξίες. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου με ρωσική συνδρομή και μεταφορά τεχνογνωσίας, η Τουρκία σχεδιάζει την κατασκευή ακόμα δύο σταθμών πυρηνικής ενέργειας στη Σινώπη και στην ανατολή Θράκη, με την συνδρομή και της Κίνας. Παρότι επισήμως η Τουρκία αρνείται ότι θέλει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, υπάρχουν βάσιμοι προβληματισμοί ότι αποκτώντας τις υποδομές και την τεχνογνωσία, η χώρα θα κινηθεί εν τέλει προς αυτή την κατεύθυνση για να υποστηρίξει τις αναθεωρητικές γεωπολιτικές της φιλοδοξίες και τη στρατηγική της αυτονομία.
Συμπερασματικά, η νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ουάσιγκτον αναμένεται να δημιουργήσει νέες προκλήσεις αλλά και νέες ευκαιρίες για κρατικούς δρώντες της Γηραιάς Ηπείρου, οι οποίοι θα κληθούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες ώστε να καλύψουν το κενό που αφήνουν πίσω τους οι ΗΠΑ. Η Γαλλία αυτή τη στιγμή φαίνεται πως είναι η μόνη ευρωπαϊκή δύναμη με τη φιλοδοξία και τις δυνατότητες να αναλάβει έναν μεγαλύτερο ρόλο στην Ευρώπη, συνεπικουρούμενη όμως από τη Γερμανία, προκειμένου να διατηρηθούν οι ισορροπίες εντός της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, οι διαμορφωτές της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας εκτός από τη Ρωσία, δεν θα πρέπει να παραβλέψουν και τον αναθεωρητικό και αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στα ανατολικά και νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρώπης αναδύονται δυνάμεις, οι οποίες εάν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και αποφασιστικά, θα δημιουργήσουν νέο πλέγμα απειλών και προκλήσεων για την ασφάλεια και τη σταθερότητά της Ηπείρου.