Ο υπουργός Υγείας του Ντόναλντ Τραμπ, ο αμφισβητίας των εμβολίων Ρόμπερτ Κένεντι ο νεότερος, ανακοίνωσε χθες Τρίτη πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ παύει να χρηματοδοτεί κάποιες έρευνες για την ανάπτυξη εμβολίων βασισμένων στο λεγόμενο αγγελιοφόρο RNA, πολλά υποσχόμενη τεχνολογία που πιστώθηκε πως έσωσε εκατομμύρια ζωές κατά τη διάρκεια της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
«Εξετάσαμε τα επιστημονικά δεδομένα, ακούσαμε τους ειδικούς και δρούμε», ανέφερε ο κ. Κένεντι σε ανακοίνωσή του, με την οποία γνωστοποίησε πως τερματίζονται 22 επενδύσεις, αθροιστικής αξίας «κάπου 500 εκατομμυρίων δολαρίων».
Οι χρηματοδοτήσεις αφορούσαν την ανάπτυξη εμβολίων κατά της γρίπης των πτηνών και της γρίπης των χοίρων, και είχαν διατεθεί ή όδευαν να διατεθούν σε γνωστούς ομίλους της φαρμακευτικής βιομηχανίας (συμπεριλαμβανομένων των Moderna, Pfizer, Sanofi).
Τα εμβόλια mRNA είχαν γεννήσει ελπίδες, ιδίως για την καταπολέμηση διαφόρων ιών, καθώς και του καρκίνου.
«Τα δεδομένα δείχνουν ότι τα εμβόλια αυτά δεν προστατεύουν αποτελεσματικά έναντι λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού όπως η COVID και η γρίπη», επιχειρηματολόγησε ο υπουργός Κένεντι, χωρίς να υπεισέλθει σε περισσότερες λεπτομέρειες.
Εξάλλου αμφισβήτησε την ασφάλειά τους, αναγγέλλοντας πως τα κεφάλαια θα ανακατευθυνθούν σε «πιο ασφαλείς» τεχνολογίες.
Οι χρηματοδοτήσεις που ακυρώνονται επρόκειτο να διατεθούν από την ισχυρή αμερικανική αρχή που είναι επιφορτισμένη να εξασφαλίσει στη χώρα τα μέσα για την αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων (BARDA). Δεν θα επηρεαστούν επενδύσεις άλλων υπηρεσιών υπαγόμενων στο αμερικανικό υπουργείο Υγείας.
Ο Ρόμπερτ Κένεντι τζούνιορ, που αμφισβητείται έντονα από ειδικούς, ιδίως εξαιτίας των αντιεμβολιαστικών απόψεων που εξέφραζε για χρόνια, προωθεί αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του αλλαγές εκ θεμελίων στην εμβολιαστική πολιτική των ΗΠΑ.
Για την επιστημονική κοινότητα, η τεχνολογία mRNA αποδείχτηκε επιτυχημένη, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο κατά την παγκόσμια πανδημία του νέου κορονοϊού, επιτρέποντας να αναπτυχθούν με ανεπανάληπτη ταχύτητα αποτελεσματικά εμβόλια. Ωστόσο έγινε στόχος διαφόρων εκστρατειών παραπληροφόρησης, που προκάλεσαν δυσπιστία σε πολλούς, στις ΗΠΑ και διεθνώς.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ-AFP