Επιστήμονες συνέδεσαν για πρώτη φορά τον αντίκτυπο των κοινωνικών ανισοτήτων με τις δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο των παιδιών, ανεξαρτήτως ατομικού πλούτου.
Η μελέτη διενεργήθηκε στις ΗΠΑ και συμπεριέλαβε περισσότερα από 10.000 παιδιά και εντόπισε αλλαγές στην ανάπτυξη του εγκεφάλου τόσο σε πλούσιες όσο και σε χαμηλόμισθες οικογένειες, όταν ζούσαν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ανισότητας. Οι ίδιες περιοχές συνδέθηκαν επίσης με φτωχότερη ψυχική υγεία στα παιδια.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι «η ανισότητα δημιουργεί ένα τοξικό κοινωνικό περιβάλλον» που «κυριολεκτικά διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται οι νεανικοί εγκέφαλοι», όπως δήλωσαν οι ερευνητές.
Η έρευνα
Ειδικοί από το King’s College του Λονδίνου (KCL), το Πανεπιστήμιο του Γιορκ και το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ανέλυσαν εικόνες μαγνητικής τομογραφίας από 10.071 παιδιά ηλικίας 9 και 10 ετών σε 17 πολιτείες των ΗΠΑ, τα οποία συμμετείχαν στη μελέτη Ανάπτυξης Γνωστικών Δεξιοτήτων του Εφηβικού Εγκεφάλου (ABCD).
Η ερευνητική ομάδα μέτρησε την ανισότητα αξιολογώντας το πόσο ισότιμα κατανέμεται το εισόδημα στην κοινωνία. Πολιτείες με υψηλότερα επίπεδα ανισότητας ήταν η Νέα Υόρκη, το Κονέκτικατ, η Καλιφόρνια και η Φλόριντα, ενώ η Γιούτα, το Ουισκόνσιν, η Μινεσότα και το Βερμόντ παρουσίαζαν μικρότερα εισοδηματικά χάσματα.
Με τη βοήθεια των εικόνων τομογραφίας, οι επιστήμονες μελέτησαν την επιφάνεια και το πάχος περιοχών του εγκεφαλικού φλοιού – το εξωτερικό, «ρυτιδωμένο» στρώμα του εγκεφάλου – συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που σχετίζονται με τη μνήμη, την προσοχή, το συναίσθημα και τη γλώσσα. Εξέτασαν επίσης τις συνδέσεις μεταξύ διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου και τις αλλαγές στη ροή αίματος που υποδεικνύουν εγκεφαλική δραστηριότητα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά που ζούσαν σε περιοχές με μεγαλύτερη ανισότητα εμφάνιζαν μειωμένη επιφάνεια του φλοιού και αλλαγμένες συνδέσεις μεταξύ περιοχών του εγκεφάλου, ανεξαρτήτως ατομικών παραγόντων όπως το οικογενειακό εισόδημα ή το μορφωτικό επίπεδο.
Οι ειδικοί τόνισαν ότι τα ευρήματα, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature Mental Health, έδειξαν πως η εισοδηματική ανισότητα αποτελεί «έναν μοναδικό παράγοντα σε επίπεδο κοινωνίας που επηρεάζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την ψυχική υγεία, ανεξάρτητα από την ατομική κοινωνικοοικονομική κατάσταση».
Η Δρ Ντιβιανγκάνα Ράκες, από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών του KCL, δήλωσε:
«Δεν έχει να κάνει μόνο με το εισόδημα της κάθε οικογένειας, αλλά με το πώς κατανέμεται το εισόδημα σε όλη την κοινωνία. Τόσο τα παιδιά από πλούσιες όσο και από λιγότερο ευκατάστατες οικογένειες εμφάνισαν αλλαγμένη νευροανάπτυξη, και διαπιστώσαμε ότι αυτό έχει μακροχρόνιο αντίκτυπο στην ευημερία τους.»
Ψυχική υγεία
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης πώς αυτές οι αλλαγές στον εγκέφαλο μπορεί να επηρεάζουν την ψυχική υγεία. Χρησιμοποίησαν δεδομένα από ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν τα παιδιά σε ηλικία 10 και 11 ετών και βρήκαν ότι η ψυχική υγεία ήταν χειρότερη σε εκείνα που ζούσαν σε περιοχές με υψηλή ανισότητα.
Η καθηγήτρια Κέιτ Πίκετ, συν-συγγραφέας της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Γιορκ, δήλωσε ότι τα ευρήματα δείχνουν πως η μείωση των ανισοτήτων «δεν είναι απλώς θέμα οικονομίας – είναι επιτακτική ανάγκη για τη δημόσια υγεία».
Είπε:
«Οι αλλαγές στον εγκέφαλο που παρατηρήσαμε σε περιοχές που σχετίζονται με τη ρύθμιση του συναισθήματος και της προσοχής δείχνουν ότι η ανισότητα δημιουργεί ένα τοξικό κοινωνικό περιβάλλον που κυριολεκτικά διαμορφώνει το πώς αναπτύσσονται οι νεανικοί εγκέφαλοι, με συνέπειες για την ψυχική υγεία και επιπτώσεις που μπορεί να διαρκέσουν μια ζωή. Πρόκειται για μια σημαντική πρόοδο στην κατανόηση του πώς η ανισότητα σε κοινωνικό επίπεδο “εισχωρεί στο δέρμα” και επηρεάζει την ψυχική υγεία.»
Η Ρακές από πλευράς της συμπλήρωσε:
«Η προοδευτική φορολογία, η ενίσχυση των κοινωνικών παροχών και η καθολική πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανακούφιση των παραγόντων πίεσης που επηρεάζουν δυσανάλογα τα παιδιά σε πιο άνισες κοινωνίες. Πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της κοινότητας και επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές θα μπορούσαν επίσης να μετριάσουν τις επιζήμιες συνέπειες της ανισότητας, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και την κοινωνική συνοχή.»
Η Ράκες πρόσθεσε ότι μελλοντικές μελέτες θα μπορούσαν να επικεντρωθούν στις ανισότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο:
«Μας ενδιαφέρει να δούμε πώς συγκρίνονται αυτά τα ευρήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, αρκετές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου χαρακτηρίζονται από υψηλή εισοδηματική ανισότητα. Το Λονδίνο εμφανίζει σημαντική ανισότητα, με κατοίκους τόσο εξαιρετικά πλούσιους όσο και εξαιρετικά φτωχούς. Μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να εξετάσει την εισοδηματική ανισότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο σε επίπεδο νομού ή δημοτικού διαμερίσματος, ώστε να διερευνηθεί αν παρατηρούνται παρόμοια αποτελέσματα».
Πηγή: Guardian