Δέκα μέρες μετά την αποκάλυψη της HuffPost για τον χωρισμό του από τη Μελίνα Νικολαΐδη, ο Δημήτρης Φιντιρίκος συνεχίζει τις καλοκαιρινές του διακοπές με καλούς του φίλους στη Σύρο, ένα νησί που επισκέπτεται κάθε χρόνο. Την ίδια στιγμή, εκείνη έχει επιστρέψει στην Ελλάδα μετά το ταξίδι- αστραπή που έκανε στο Λονδίνο για την αποφοίτησή της μαζί με τη μητέρα της Δέσποινα Βανδή και τον Βασίλη Μπισμπίκη.
Χωρίς να έχει κάνει ο ένας unfollow τον άλλον στο Instagram, ο Δημήτρης Φιντιρίκος και η Μελίνα Νικολαΐδη φαίνεται πως έχουν γυρίσει πλέον οριστικά σελίδα στην προσωπική τους ζωή. «Πέρασαν 13 μήνες μαζί που ήταν πολύ ευτυχισμένοι, δεν υπάρχουν πικρά αισθήματα και δεν μετανιώνει κανείς από τους δύο γι’ αυτή τη σχέση» λέει άνθρωπος από το περιβάλλον του πρώην ζευγαριού. «Ο Δημήτρης φέρθηκε πολύ όμορφα στη Μελίνα, δεν έδωσε ποτέ κανένα δικαίωμα, απλά όταν εκείνη πήρε άλλες αποφάσεις για το μέλλον της, εκείνος, πολύ τίμια, προτίμησε να απομακρυνθεί».
Δημήτρης Φιντιρίκος: Έκανε πρόταση γάμου στη Μελίνα Νικολαΐδη;
Τις τελευταίες μέρες κυκλοφορούν έντονες φήμες ότι ο Δήμητρης Φιντιρίκος, σε μία τελευταία προσπάθεια να σώσει τη σχέση του με τη Μελίνα, της έκανε πρόταση γάμου. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της HuffPost, η πρόταση αυτή δεν έγινε ποτέ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε βαθιά αισθήματα για εκείνην.
«Χώρισαν γιατί πριν από λίγο καιρό εκείνη αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της στο Λονδίνο» αναφέρει η ίδια πηγή. Εκείνος φυσικά δεν προσπάθησε να την αποτρέψει από το να κυνηγήσει τα όνειρά της, «απλά ξεκαθάρισε ότι το θέμα της απόστασης- και μάλιστα για δεύτερη συνεχή χρονιά- ήταν κάτι που δεν τον έκανε χαρούμενο. Ήταν ειλικρινής. Αν δεν είχαν αλλάξει αυτά τα δεδομένα θα ήταν ακόμα μαζί».

Όταν ο Δημήτρης Φιντιρίκος μιλούσε για την απώλεια του πατέρα του
«Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών. Πάντα παίρνω το μέρος του αδύναμου, οπότε στη συγκεκριμένη συνθήκη στήριξα τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ναυτιλιακός πράκτορας. Είχαμε πάντα περίεργη σχέση» έχει εξομολογηθεί ο Δημήτρης Φιντιρίκος στο περιοδικό ΟΚ! το 2021.
«Στα 24 μου, ένα βράδυ, μου τηλεφώνησε και μου είπε μόνο ασθμαίνοντας “έλα”. Δεν γνώριζα καν πού μένει. Έμαθα από φίλους πού είναι το σπίτι του, έτρεξα εκεί, σκαρφάλωσα από τους σωλήνες της αποχέτευσης στον δεύτερο όροφο, έσπασα την μπαλκονόπορτα και τον βρήκα στο πάτωμα σε κωματώδη κατάσταση. Ταυτόχρονα είχε έρθει η αστυνομία επειδή νόμιζαν ότι έκανα διάρρηξη. Επειδή ήταν διαβητικός, θεώρησα ότι είχε πάθει υπογλυκαιμικό σοκ. Ήταν 3.00 τα ξημερώματα, δεν εφημέρευε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο κοντά και τα ιδιωτικά δεν μας δέχονταν γιατί έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το πρωί να δουν τα λογιστήριά τους αν είχε ιδιωτική ασφάλεια. Έμεινε σε κώμα για τρεις μήνες, μέχρι που έφυγε.
Ήταν πολύ δύσκολο να τον βλέπω έτσι, έναν άνθρωπο που ουσιαστικά δεν είχα περάσει χρόνο μαζί του τα τελευταία χρόνια. Τη μία μέρα οι γιατροί με ρωτούσαν αν θέλω να δώσω τα όργανά του γιατί δεν έχει πιθανότητες να ζήσει –είχα πει αμέσως “ναι”–, την άλλη μου έλεγαν ότι ο οργανισμός του αντέδρασε και την επομένη, επειδή είχαν περάσει πολλές μέρες από το εγκεφαλικό επεισόδιο, ότι δεν θα επανερχόταν κανονικά ποτέ. Τότε είπα ότι αν ήταν να έμενε για πάντα φυτό, καλύτερα να έφευγε έχοντας ζήσει μια ζωή περήφανος και όρθιος.
Έτσι είμαι κι εγώ, δεν ήθελα ποτέ να σκύψω το κεφάλι μου σε κανέναν, αλλά να κοιτάζω τους άλλους στα μάτια. Είμαι ευγνώμων που μεγάλωσα με δυσκολίες. Η μητέρα μου ήταν οδοντίατρος, καθηγήτρια πανεπιστημίου. Πρωί μεσημέρι πανεπιστήμιο, το βράδυ ιατρείο. Ουσιαστικά η γιαγιά μου με μεγάλωσε. Ήταν ο άνθρωπος που υπεραγαπούσα, ήταν όλη μου η ζωή, μητέρα και πατέρας μαζί.
Ο πατέρας μου με αγνοούσε, δεν βοηθούσε καθόλου και η μητέρα μου εργαζόταν όλη μέρα γιατί είχε πάθος με τη δουλειά της και ήταν γυναίκα καριέρας. Εγώ πίστευα ότι αν έβγαζα χρήµατα, θα σταµατού σε εκείνη να δουλεύει και θα την έβλεπα παραπάνω. Αυτό φυσικά δεν συνέβη. Όταν της το ζήτησα, δεν το έκανε γιατί αυτό ήταν το πάθος της. Είχε πελάτες χρόνια και δεν ήθελε να τους αφήσει».