Η Λιλίκα Νάκου και οι γυναίκες της αμαρτίας

Γυναίκα πρωτοπόρος. Στη δεκαετία του ’30, δημοσιογραφούσε κι έγραφε για την εργαζόμενη γυναίκα, την παιδική εργασία, για τις πόρνες. Αυτές είναι οι ιστορίες της
Η Λιλίκα Νάκου σε νεαρή ηλικία
Η Λιλίκα Νάκου σε νεαρή ηλικία
.

Εισαγωγή

Η Λιλίκα Νάκου (1903-1989) ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας. Προερχόταν από πλούσια οικογένεια με υψηλό μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο, είχε ζήσει στο εξωτερικό, όπου σπούδασε και ήρθε σε επαφή με πνευματικούς ανθρώπους και προοδευτικές ιδέες. Υπήρξε δημοσιογράφος σε μία εποχή που το επάγγελμα ήταν ανδροκρατούμενο.

«Η ιστορία της σκλαβιάς της γυναίκας στην αστική οικογένεια και στη δουλειά είναι μια ιστορία ατέλειωτη. Το μόνο που μας μένει είναι ενωμένες να παλέψουμε, όσο μπορούμε, για να μορφώσουμε τις άλλες γυναίκες. Μόνο με τη δουλειά και τη μόρφωση θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και τι ακόμα πρέπει να κάνουμε».

Ήταν μέλος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, του πρώτου και αποκλειστικά φεμινιστικού σωματείου στην Ελλάδα, που από την ίδρυσή του, το 1920, λειτουργεί συνεχώς ως σήμερα, με διακοπή στις δύο δικτατορίες, του Μεταξά και των συνταγματαρχών.

Ο Αγώνας της Γυναίκας, εφημερίδα του Συνδέσμου για τα Δικαιώμα-τα της Γυναίκας,
Ο Αγώνας της Γυναίκας, εφημερίδα του Συνδέσμου για τα Δικαιώμα-
τα της Γυναίκας,
.

Η Λιλίκα Νάκου, στη δεκαετία του ’30, δημοσιογραφούσε στην Ακρόπολις, μια εφημερίδα με κοινωνικό πρόσωπο. Στην εποχή που το οχτάωρο και η ισότητα των φύλων βρίσκονταν στη σφαίρα της φαντασίας, η Νάκου ζητούσε να εφαρμοστεί το οχτάωρο κι έγραφε άρθρα για την εργαζόμενη γυναίκα, για την παιδική εργασία, για τις πόρνες.

.Συνέντευξη της Λιλίκας Νάκου στον Ριζοσπάστη
.Συνέντευξη της Λιλίκας Νάκου στον Ριζοσπάστη
.

Σε συνέντευξή της στον Ριζοσπάστη, στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματός του στη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας 1936, σκιαγράφησε τη γυναίκα στην Ελλάδα της εποχής και διατύπωσε ξεκάθαρες απόψεις:

«Εγώ η ίδια εργάζομαι, παλεύω και ξέρω από πείρα με τι κόπο η γυναίκα βγάζει το ψωμί της.

Η γυναίκα στην Ελλάδα, είτε υπάλληλος είναι είτε εργάτισσα του εργοστασίου ή της πένας, παντού και πάντα μάχεται. Δεν πρόκειται μόνο αν πληρώνεται λιγότερο από τον άντρα. Αυτό είναι ένα γεγονός που όλοι το ξέρουμε. Αλλά το ζήτημα είναι ότι ο άντρας, αντί να τη βοηθά, τη μάχεται. Και δεν είναι από επαγγελματική αντιζηλία. Όχι.

Τη γυναίκα ο αστός τη μάχεται έτσι από πρόληψη. «Η γυναίκα για την κουζίνα», έλεγε η γιαγιά του, έτσι λέει κι αυτός.

Και δυστυχώς άκουσα και καθηγητές ακόμη και δασκάλους και ανθρώπους μορφωμένους να το λένε.

Δεν καταλαβαίνουν πως οι όροι της ζωής άλλαξαν. Πως η γυναίκα, για να παραμείνει πρώτον στην κουζίνα, πρέπει να έχει να μαγειρέψει. Και πως αν δεν έχει λεφτά, η κουζίνα είναι ένα σωστό δράμα.

Η γυναίκα στην Ελλάδα βγήκε στη δουλειά από ανάγκη. Οι όροι της ζωής της είναι σκληρότατοι.

Η εργάτισσα ξέρουμε με τι όρους φριχτούς και τι μεροκάματα δουλεύει.

Για την κοπέλα τη μικροαστή επίσης το δράμα της είναι μεγάλο. Δουλεύει για 1500 δραχμές τον μήνα σε γραφεία. Τα δίνει ως επί το πλείστον όλα στο σπίτι. Δουλεύει και δεν απολαμβάνει καμία ελευθερία. Ο πατέρας, ο αδερφός δεν της επιτρέπουν ούτε μια εκδρομή να πάει μονάχη. Η οικογένεια τής βάζει στο κεφάλι πως πρέπει να παντρευτεί. Αλλά πώς να παντρευτεί; Χρήματα δεν έχει. Και ο μικροαστός δίχως παρά τη γυναίκα δεν τη θέλει.

Πρώτα το μετρητό. Πρώτα η προίκα, αυτό το αίσχος του αστικού πολιτισμού, που ύστερα από λίγα χρόνια θα ντρέπονται οι ίδιοι οι άντρες γι’ αυτό τους τον εξευτελισμό».

Αγγελίες γάμου του 1937. Ο θεσμός της προίκας είχε μεταβάλει τον γάμο σε χυδαία συναλλαγή.
Αγγελίες γάμου του 1937. Ο θεσμός της προίκας είχε μεταβάλει τον γάμο σε χυδαία συναλλαγή.
.

Πρωτοπορώντας ακόμα περισσότερο, η Λιλίκα Νάκου έγραφε για πρόσωπα και πράγματα που είδε, γνώρισε και ερεύνησε η ίδια. Τα δημοσιογραφικά κείμενά της, είναι διεισδυτικά, προοδευτικά, φεμινιστικά και φυσικά διαθέτουν λογοτεχνικές αρετές, καθώς ήταν λογοτέχνιδα και γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα.

Συγκλονιστικά είναι τα ρεπορτάζ της για τις γυναίκες των Βούρλων, του τεράστιου μπορντέλου της Δραπετσώνας με τις 72 (τουλάχιστον) πόρνες, οι οποίες βίωναν σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσης και εγκλεισμού.

.
.
.

Πέρα από τις πολύτιμες πληροφορίες που μας άφησε, με τα ρεπορτάζ της, έδωσε φωνή –ουσιαστικά δημόσιο λόγο– στις γυναίκες εκείνες, που είχαν μεγάλο καημό ότι η φωνή τους δεν ακουγόταν έξω από την πανύψηλη μάντρα του μπορντέλου, σαν να μην ήταν ζωντανές. Έγκλειστες εκεί υπήρχαν μόνον ως πρόκληση της ηθικής, αντικείμενα χλεύης και ως παραδείγματα προς αποφυγή. Κυρίως όμως ήταν αντικείμενα άγριας εκμετάλλευσης. Η Λιλίκα Νάκου δημοσίευσε τις προσωπικές τους ιστορίες, με τα λόγια που τις αφηγήθηκαν οι ίδιες, προβάλλοντας έτσι την ανθρώπινη και τραγική πλευρά τους.

Η Λιλίκα Νάκου στα Βούρλα με την Ασπασία την κουφή και την Ανθούλα.
Η Λιλίκα Νάκου στα Βούρλα με την Ασπασία την κουφή και την Ανθούλα.
.

«Δεν ήταν, βέβαια, διεστραμμένα πλάσματα. Ήταν πλάσματα δυστυχισμένα, θύματα, όχι τόσο της κακής τους μοίρας, αλλά της κακής σειράς των πραγμάτων».

Το μπορντέλο των Βούρλων ήταν μια μεγάλη κερδοσκοπική επιχείρηση, νόμιμη σε όλα της, στην οποία συμμετείχαν πολιτικοί, επιχειρηματίες και ο δήμος του Πειραιά. Ένας κόσμος με κοινωνική επιφάνεια και υπεράνω υποψίας κέρδιζε χρήματα εκμεταλλευόμενος το γυναικείο σώμα.

Ο Αγώνας της Γυναίκας κατηγορούσε ευθέως τον δήμο του Πειραιά για τη συμμετοχή του στην «επιχείρηση» των Βούρλων και τον απο καλούσε σωματέμπορο.
Ο Αγώνας της Γυναίκας κατηγορούσε ευθέως τον δήμο του Πειραιά για τη συμμετοχή του στην «επιχείρηση» των Βούρλων και τον απο καλούσε σωματέμπορο.
.

Γύρω από αυτή την επιχείρηση είχε οργανωθεί και ένας άλλος κόσμος που βιοποριζόταν και παρασιτούσε από τις έγκλειστες πόρνες. Νταβατζήδες, έμποροι ουσιών, παραβάτες του κοινού Ποινικού Δικαίου, προμηθευτές διάφορων ειδών, άνθρωποι των ποικίλων εξυπηρετήσεων. Οι μόνες που στάθηκαν άτυχες ήταν οι θεούσες, που πήγαιναν να κάνουν κατήχηση και να πουλήσουν θρησκευτικά βιβλία· αυτές οι κοπέλες των Βούρλων τις αντιμετώπιζαν με συνοπτικές διαδικασίες: φώναζαν «απάνω τους!» και τις πλάκωναν στο ξύλο.

Ακόμα και σήμερα τα Βούρλα παραμένουν ένα θέμα ελάχιστα γνωστό. Τα ρεπορτάζ της Λιλίκας Νάκου είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τους ερευνητές.

Πολλοί πίστευαν ότι οι πόρνες ήταν γυναίκες που από κουταμάρα και ανικανότητα έφταναν στο σημείο να πουλάνε το κορμί τους ή ήταν εκφυλισμένες. Η Νάκου δήλωσε:

«Πήγα στα Βούρλα και σε πολλούς οίκους ανοχής. Γνώρισα γυναίκες που η ψυχή τους δεν έχει καθόλου χαλάσει και που πιστεύουν και ελπίζουν για μια καλύτερη ζωή.

Δεν θα ξεχάσω μια κοπέλα, τη Θεανώ, στα Βούρλα, που φαινόταν έξυπνη και μου είπε: “Αν ήταν, κυρά μου, ο κόσμος φτιαγμένος αλλιώς, ίσως δεν θα ήμουν εγώ εδώ μέσα! Σάματι είμαι τόσο κουτή για να μην το καταλαβαίνω;” Να τι μου είπε το κορίτσι που διάβαζε, της άρεσε να γράφει και που μου εμπιστεύτηκε μια ωραιότατη σελίδα πάνω στην παιδική της ηλικία. Τη δημοσίευσα άλλωστε όπως ήταν. Η Θεανώ έγραφε τη ζωή της τα βράδια που κλείναν οι πόρτες των Βούρλων, όταν βρισκόταν μονάχη με τον εαυτό της».

Η Θεανώ γράφει τη ζωή της και κλαίει. Σκίτσο του Νάγου από την εφημερίδα Ακρόπολις.
Η Θεανώ γράφει τη ζωή της και κλαίει. Σκίτσο του Νάγου από την εφημερίδα Ακρόπολις.
.

Η Λιλίκα Νάκου δεν δεχόταν τον χαρακτηρισμό «εκφυλισμένες».

«Οι γυναίκες αυτές δεν είναι εκφυλισμένες. Είναι προ παντός δυστυχισμένες. Εργάζονται από ανάγκη.

Λόγου χάρη, τα κορίτσια που είδα στα Βούρλα, ήταν τα περισσότερα από χωριά, που κάποιος τις παρέσυρε. Να τι μου έλεγε ένα κορίτσι, ως 17 χρόνων, η Ανθούλα: “Είμαι από ένα χωριό της Μυτιλήνης. Στα χωράφια κυλίστηκα μ’ ένα αγόρι. Δεν καλοκατάλαβα στην αρχή τι μου συνέβηκε. Ήμουν τότε δεκατεσσάρων χρονών. Μόλις κατάλαβα, φοβήθηκα να γυρίσω σπίτι. Θα με σκότωνε ο πατέρας. Τότε κατέβηκα στη χώρα και ζητιάνευα. Μα πεινούσα. Τότε έμαθα πως υπάρχουν “σπίτια”. Πήγα και ζήτησα δουλειά. Ήμουν δεκαπέντε χρονών σαν μπήκα στο “σπίτι”. Από κει γνώρισα έναν σωματέμπορο. Αυτός μου έκανε τον καλό, πως τάχα με λυπόταν. Με τράβηξε από κει και μ’ έφερε στον Πειραιά. Δούλευα ως αδήλωτη. Τέλος μ’ έπιασε η αστυνομία και μ’ έφερε στα Βούρλα”.

Να, πάνω κάτω, η ιστορία των κοριτσιών που παρασύρονται. Είναι από άγνοια. Είναι γιατί δεν υπάρχει τίποτα για να τα σώσει. Άτομα μονάχα, μέσα σε μια κοινωνία εγωιστική και γιομάτη προλήψεις.

Τι φταίνε τώρα τα κορίτσια αυτά; Είναι θύματα και τίποτα άλλο. Γι’ αυτό, από όλες τις γυναίκες που πρέπει να νιώθει κανείς συμπόνια, είναι αυτές. Αλλά η συμπόνια μονάχη δεν ωφελεί βέβαια, το ξέρουμε. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα».

Η Λιλίκα Νάκου είχε την τόλμη και την κοινωνική ευαισθησία να πάει η ίδια σε στέκια του υποκόσμου και ύποπτα ξενοδοχεία του Πειραιά και να καταγράψει όσα είδε και άκουσε – πολύτιμο υλικό.

Γράφει σε κάποιο ρεπορτάζ της:

«Μα εγώ, εκτός από την εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων και ανθρώπων, ήθελα προπαντός να δω, αν ήταν δυνατόν, την ανθρώπινη ψυχή».

Έχοντας μελετήσει το βιβλίο της Αμερικανίδας δημοσιογράφου Έθελ Κεντ, γνώριζε ότι Πειραιάς ήταν ένα από τα δύο μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα «λευκής σαρκός» στον κόσμο, όπως ήταν παλιά η Γένοβα. Το άλλο ήταν το μακρινό Ρίο ντε Τζανέιρο.

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας, που ήξερε καλά πρόσωπα και κατατόπια του Πειραιά, της έδωσε χρήσιμες πληροφορίες και τη συνόδευσε σε αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε πάτο στην ιεραρχία του πληρωμένου έρωτα και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στο «αφισμένο σλέπι», που ήταν ένα άθλιο πλωτό μπορντέλο, μια μαούνα, όπου γυναίκες και πελάτες ήταν δυστυχέστατες υπάρξεις σε άκρα εξαθλίωση, ένα βήμα πριν τον θάνατο. Ο Καββαδίας το έκανε ποίημα και η Νάκου ρεπορτάζ.

Το σλέπι
Το σλέπι
.

Ίσως ήταν ο Καββαδίας που της σύστησε για συνοδό της την Κλάρα την κουτσή.

Η Κλάρα ήταν Ολλανδέζα, περίπου είκοσι πέντε χρονών, γυναίκα της πιάτσας, παλιά τρόφιμος των Βούρλων, παντρεμένη με έναν έμπορο ναρκωτικών. Μιλούσε πέντε-έξι γλώσσες και ήταν πολυταξιδεμένη (μέχρι την Κίνα είχε φτάσει η χάρη της) και ήξερε καλά την πιάτσα του Πειραιά.

Το ενδιαφέρον της Λιλίκας Νάκου δεν σταμάτησε στον Πειραιά. Έδωσε φωνή και στις κοπέλες που ζούσαν και δούλευαν σε «σπίτια», με μέγαιρες «θείες», οι οποίες τις εκμεταλλεύονταν, σ’ αυτές που έκαναν πεζοδρόμιο στο κέντρο της Αθήνας και σ’ εκείνες που δούλευαν στα ακριβά μπορντέλα της οδού Μάρνη και της Μιχαήλ Βόδα. Τις προσέγγιζε με ευγένεια και καλοσύνη, χωρίς να κρύβει τη δημοσιογραφική της ιδιότητα, δεν είχε κριτική διάθεσή απέναντί τους και κατανοούσε τη δυστυχία τους. Κι εκείνες άνοιγαν την καρδιά τους στη μοναδική γυναίκα που τις αντιμετώπιζε με ανθρωπιά.

Η Λιλίκα Νάκου δημοσίευσε τις μαρτυρίες τους δίνοντας φωνή σ’ αυτές τις υπάρξεις που η φωνή τους δεν ακουγόταν και ταράζοντας τη λιμνάζουσα ηθική μιας κοινωνίας με διπλή αντίληψη της ηθικής.

Στα επόμενα άρθρα, θα ακολουθήσουμε τη Λιλίκα Νάκου:

1. σ’ ένα καφενείο, ήσυχο την ημέρα, αλλά που αργά τη νύχτα μεταβαλλόταν σε στέκι υποκόσμου και παράνομων δοσοληψιών.

2. Θα δούμε από κοντά τη γνωριμία της με έναν σωματέμπορο διεθνούς φήμης.

3. Θα μπούμε μαζί της στο ξενοδοχείο που ο σωματέμπορος κρατούσε αιχμάλωτες τις κοπέλες-εμπορεύματα, πριν τις πουλήσει σε ξένα λιμάνια και

4. θα γνωρίσουμε τις δύο νεαρές Κινέζες, που ο σωματέμπορας είχε αγοράσει στην Κίνα και τις κρατούσε σκλάβες στον Πειραιά.

Δημοφιλή