Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: η πρόκληση της μεθόδου - Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη (Εκδόσεις Τόπος)

Βιβλιοπαρουσίαση
.
.
.

Λίγα λόγια σχετικά με το βιβλίο του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη.

«Οι έννοιες», έγραψε ο νομπελίστας φυσικός George Thomson είναι «ιδέες που ονοματίζονται· καθορίζουν τα ερωτήματα που θέτουμε και τις απαντήσεις που παίρνουμε».

Οι μελετητές δημιουργούν λέξεις (εννοιολογούν) για να μας πουν τι «βλέπουν» στην πραγματικότητα, να στρέψουν την προσοχή μας σε ό,τι θεωρούν ενδιαφέρον και κρίσιμο.

Είτε όμως το συνειδητοποιούν είτε όχι, αυτό απηχεί τις αξίες τους, τις κανονιστικές και ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.

Τις αξίες αυτές πρέπει να τις γνωρίζουμε και να τις αποτιμούμε, όμως αυτό για το οποίο τους κρίνουμε είναι τα ερευνητικά αποτελέσματα του έργου τους: το αν και κατά πόσον ο τρόπος με τον οποίο θέτουν και πραγματεύονται τα ερωτήματα προωθεί και διευρύνει τους γνωστικούς μας ορίζοντες ή ‒αντίθετα‒ τους συρρικνώνει.

Με βασικό όπλο αρχές της κλασικής μεθοδολογίας, το βιβλίο αυτό επιχειρεί να αντιμετωπίσει την παρατεταμένη γνωστική δυστοκία που παρατηρείται σε τρείς κομβικές περιοχές της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης: στην τρέχουσα βιομηχανία των «λαϊκιστικών σπουδών», στους τρόπους με τον οποίους προσεγγίζονται τα προβλήματα της δημοκρατικής λειτουργίας, και στις ερμηνείες που προκρίνονται για να εξηγηθεί η αποτυχία των νέων αριστερών κομμάτων να αντισταθούν στην κατίσχυση του δόγματος ΤΙΝΑ.

Υποστηρίζεται πως ενώ οι κυρίαρχες προσεγγίσεις λειτουργούν ως πρώτης τάξεως ιμάντες μεταβίβασης και διάχυσης των δυο βασικών αξιακών κινήτρων που τις συνέχουν (είτε της νεοσυντηρητικής υπεράσπισης της μεταδημοκρατίας είτε της προβολής του νέου ρεφορμισμού ως της μόνης δυνατής απάντησης στην ολοένα εντεινόμενη συστημική κρίση), εκβάλλουν εντούτοις σε μια κοινωνική επιστήμη με αποκαρδιωτικά ερευνητικά αποτελέσματα.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου αναδεικνύει και καυτηριάζει τα πολλαπλά ερευνητικά αδιέξοδα των κυρίαρχων εννοιολογήσεων του «λαϊκισμού», και εισηγείται την άποψη πως ο όρος είναι χρήσιμο να ονοματίζει τη σημασία «ψευδείς επικλήσεις του λαϊκού».

Το δεύτερο μέρος αξιοποιεί την εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να αναδείξει τη σημασία των περιεχομένων πολιτικής στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κρίση των κομμάτων.

Στο πλαίσιο αυτό κατατίθενται επίσης επιχειρησιακά προσανατολισμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γραφειοκρατικοποίησης, καθώς και προβληματισμοί αναφορικά με την πρόκληση της δημοκρατικής επέκτασης και εμβάθυνσης.

Ακολουθεί προδημοσίευση μέρους του βιβλίου

Το ως τα τώρα άκρως µεθοδολογικό ιδίωµα αυτών των γραµµών δεν πρέπει να οδηγήσει στο συµπέρασµα πως το ανά χείρας πόνηµα αποτελεί µεθοδολογική πραγµατεία – είναι απερίφραστα ένα βιβλίο συγκριτικής πολιτικής κοινωνιολογίας (αν και το δεύτερο δεν µπορεί παρά να είναι αλυσιτελές χωρίς το πρώτο). Καταπιάνεται βέβαια επισταµένα µε πλειάδα µεθοδολογικών ζητηµάτων, όµως το πράττει για να αντιµετωπίσει καταµέτωπο δύο προβληµατικές έννοιες (τον «λαϊκισµό» και τη «νέα» ή «ριζοσπαστική Αριστερά») καθώς και –διάστικτα– να ανασκευάσει ψευδείς ορθοδοξίες που ανακύπτουν από παρατεταµένες σιωπές σε τοµείς της σύγχρονης δηµοκρατικής θεωρίας.

Επεκτείνοντας προβληµατισµό που, σε πρόδροµη µορφή κατατέθηκε σε δύο προηγούµενες δηµοσιεύσεις (Σεφεριάδης 2018, Seferiades 2020), το βιβλίο περιλαµβάνει δύο µέρη: το εκτενέστερο πρώτο καταπιάνεται µε τον «λαϊκισµό» και το δεύτερο µε τις επεξηγηµατικές ανεπάρκειες του µοντέλου του «κόµµατος καρτέλ» υπό το φως της εµπειρίας ΣΥΡΙΖΑ.

Καθώς τα ειδικά περιεχόµενα του κάθε µέρους παρουσιάζονται παρακάτω, στα αντίστοιχά τους προλεγόµενα, το υπόλοιπο αυτού του εισαγωγικού κεφαλαίου επιχειρεί έναν µεταθεωρητικό αναστοχασµό του εγχειρήµατος: στόχος δεν είναι τόσο η παρουσίαση των επιχειρηµάτων που κατατίθενται, όσο η διερεύνηση των γνωστικών τους προϋποθέσεων και του χαρακτήρα της συζήτησης στην οποία φιλοδοξούν να συµµετάσχουν.

Το πρώτο µέρος, που διερευνά τον «λαϊκισµό» ως έννοια και ερευνητική πρακτική, επιχειρεί να αναδείξει τις υποκείµενες κανονιστικές επιδιώξεις των υφιστάµενων προσεγγίσεων ως µέσο για να κατανοήσει και ερµηνεύσει την επιθετική επανάκαµψη αυτής της έννοιας κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Μπορεί βέβαια κανείς να αναρωτηθεί: µα χρειάζεται µια τέτοια ερµηνεία; Απαντώ πως χρειάζεται (και µάλιστα επιτακτικά), διότι έστω και συνοπτική αποτίµηση της ερευνητικής χρησιµότητας και χρηστικότητας του «λαϊκισµού» αποκαλύπτει µια έννοια εξαιρετικά προβληµατική και πληµµελή, µια «έννοια-χοάνη», που στην ασαφή και ατελέσφορη γενικότητά της όχι µόνο νέα γνωστικά βήµατα δεν µας βοηθά να πραγµατοποιήσουµε, αλλά και µας απειλεί µε γνωστική παλινδρόµηση.

Στη βάση της κυρίαρχης προσέγγισης, σύµφωνα µε την οποία «λαϊκισµός» είναι η µανιχαϊκή αντιπαράθεση του «καλού λαού» ενάντια στις «κακές ελίτ» χωρίς όµως εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωµάτων της µειοψηφίας (προσέγγιση που, όπως θα δούµε, µας εµφανίζεται σε δύο εκδοχές, µία νεοσυντηρητική και µία αριστερόστροφη), αυτό που επιτυγχάνεται δεν είναι η αναλυτική ευκρίνεια αλλά η κανονιστική ελευθεριότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι µελετητές διακρίνουν «λαϊκισµούς» σχεδόν παντού, ρητά ή υπόρρητα, χαρακτηρίζοντάς τους (πότε αρνητικά ως «απειλές», πότε θετικά ως «ελπίδες») ανάλογα µε την κανονιστική τους προδιάθεση.

Το αναλυτικό αποτέλεσµα είναι κάποτε φαιδρό («λαϊκιστές» ανακηρύσσονται µε συνοπτικές διαδικασίες ο Orbán, το Occupy Wall Street, η Narodnaya Volya του ρωσικού 19ου αιώνα, ο Jeremy Corbyn, ο Hugo Chavez, αλλά, όπως θα δούµε, και ο ίδιος ο Augusto Pinochet), είναι όµως και τραγικό, κατά το ότι µε την πρακτική αυτή όχι µόνο πιστοποιείται η φυγή από το µείζον καθήκον της διερεύνησης του ακριβούς χαρακτήρα και των περιεχοµένων πολιτικής όλων αυτών των πολιτικών ρευµάτων, των ιδιαίτερων κοινωνικών τους βάσεων και των αποτελεσµάτων τους, αλλά και επέρχεται ευρείας κλίµακας νοητική, γλωσσική, συνεπώς και γνωστική σύγχυση.

Το «δεξιός λαϊκιστής» που απειλεί να εκτοπίσει το «ακροδεξιός» οδηγεί τον νου µακριά από καταστατικά γνωρίσµατα αυτού του χώρου (την εµµονική προσήλωση στην ατζέντα «νόµος και τάξη», την προνοµιακή µεταχείριση στο µεγάλο κεφάλαιο και τη λυσσώδη πάταξη του ελεύθερου συνδικαλισµού), υπέρ του πορώδους πρωτόλειου «µανιχαϊκή επίκληση στον λαό».

Αντίστοιχα ισχύουν και για το «αριστερός λαϊκιστής» που προτείνεται ως υποκατάστατο παλαιότερων –αν και, στην ακαδηµαϊκή βιβλιογραφία, ακόµη λιγότερο αφοµοιωµένων– όρων, όπως «αριστερός»-«δεξιός ρεφορµιστής», «κεντριστής» ή «επαναστάτης».

Για τους σκοπούς της έρευνας που προτείνεται, όλοι αυτοί είναι –ή καλούµαστε να τους προσεγγίσουµε ως να είναι– περίπου το ίδιο: ο Οµπάµα και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Τσίπρας και ο Perón, οι Αγανακτισµένοι των Πλατειών και οι Ισπανοί αναρχοσυνδικαλιστές του Μεσοπολέµου είναι όλοι τους «αριστεροί λαϊκιστές».

Και βέβαια δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή ότι οι ανεπίγνωστες και ερευνητικά στέρφες αυτές συζεύξεις συνιστούν το «καλό σενάριο»· στο κατά πολύ συνηθέστερο κακό, όλες οι παραπάνω µορφές –τόσο οι «δεξιές» όσο και οι «αριστερές»– ανέµελα και απροσχηµάτιστα εξοµοιώνονται, αφού τόσο οι «αριστεροί» όσο και οι «δεξιοί» συχνά-πυκνά επικαλούνται τον «λαό». ∆εν πρόκειται για απλώς βάναυση διατάραξη κρίσιµων σηµασιολογικών πεδίων (συµµεταβλητών και γειτνιαζόντων όρων που αποτελούν σύστηµα), στην πραγµατικότητα είµαστε αντιµέτωποι µε ένα εγχείρηµα ολοσχερούς διαµελισµού τους.

Στη σκιά αυτών των απογοητευτικών και επικίνδυνων πρακτικών έχει σηµασία –και πάλι– να αναρωτηθεί κανείς επισταµένα: Γιατί; Γιατί τόσος «λαϊκισµός»;

Υποστηρίζω –και το πρώτο µέρος του βιβλίου επιχειρεί εκτενώς να καταδείξει– πως η απάντηση είναι αφόρητα κανονιστική.

Η βιοµηχανία του «λαϊκισµού» δεν τροφοδοτείται από την ερευνητική ποιότητα των αποτελεσµάτων της, αλλά από την εξαιρετική της εµβέλεια και αποτελεσµατικότητα ως ιµάντας µεταβίβασης συγκαλυµµένων –ισχνά ή επιτηδευµένα– κανονιστικών επιδιώξεων: είτε της προάσπισης της µεταδηµοκρατίας (της συρρικνωµένης και ολοένα συρρικνούµενης δηµοκρατίας στα χρόνια του καπιταλισµού της καταστροφής) είτε της προβολής του νέου ρεφορµισµού που προώθησαν και εξακολουθούν να προωθούν τα κόµµατα της λεγόµενης «νέας» ή «ριζοσπαστικής Aριστεράς» (επιτοµές του «αριστερού λαϊκισµού») ως της µόνης δυνατής επιλογής για τα σύγχρονα µετασχηµατιστικά διαβήµατα.

Πρόκειται για διάσταση τόσο έντονη, που φέρνει στον νου εκείνο το σύµπλεγµα γνωστικών και κανονιστικών κινήτρων που –όχι µόνο στον ελληνικό χώρο– χαρακτήριζαν παλαιότερες επιστήµες, όπως η λαογραφία, που µέχρι το πρώτο µισό του 20ού αιώνα θεωρούνταν «εθνική επιστήµη». Παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούµε εν τάχει το πώς.

Προτού διαχυθεί στο σώµα της κοινωνικής και πολιτισµικής ανθρωπολογίας, η λαογραφία δεν επιδίωκε την καταγραφή, κατανόηση και ερµηνεία των κοινωνικών συσσωµατώσεων του ελληνικού χώρου, αλλά την εξεύρεση πειστηρίων περί της αδιάσπαστης συνέχειας του έθνους από την αρχαιότητα µέχρι τις µέρες µας.

Τα ερευνητικά αποτελέσµατα, βέβαια, κάθε άλλο παρά εντυπωσιακά ήταν. Όπως έγραψε η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος (2001/19781: 44-45) σε ένα κλασικό κείµενο, η κατάταξη των λαογραφικών πηγών δηµιούργησε κατηγορίες που δεν ανταποκρίνονται σε καµία πραγµατικότητα. Το ζωντανό σώµα κάθε τόπου –ο οργανισµός της ελληνικής κοινότητας– διαµελίστηκε για να τοποθετηθεί στις δελτιοθήκες [µε τέτοιο τρόπο που] χάθηκε… από τα µάτια µας η εικόνα του συνόλου.

Αυτή η εικόνα του πραγµατικού… παραµερίστηκε προς όφελος µιας άλλης εικόνας του εθνικού συνόλου, που προβλήθηκε συστηµατικά… [µε στόχο την ανάδειξη] του εθνικού χαρακτήρα των Ελλήνων, της ψυχής… του ελληνικού λαού, της ψυχής των Πανελλήνων.

Για να αντιµετωπίσουν και ανασκευάσουν αυτή την ερευνητική πενία (που όµως µακροηµέρευε λόγω της ιδεολογικής και κανονιστικής της εµβέλειας), νεότεροι λαογράφοι-ανθρωπολόγοι, όπως η ίδια η Κυριακίδου-Νέστορος και ο Στάθης ∆αµιανάκος (1987), καθώς και ανθρωπολογικά προσανατολισµένοι ιστορικοί της λογοτεχνίας όπως ο Αλέξης Πολίτης (1999), στράφηκαν επισταµένα όχι τόσο –και πάντως όχι µόνο– στο ίδιο το λαογραφικό ερευνητικό σώµα, όσο στις συνθήκες παραγωγής του: στους γνωστικούς και κανονιστικούς µηχανισµούς (το Wertbeziehung) που ωθούσαν τους πρώιµους λαογράφους (αλλά και ιστορικούς, όπως ο Ζαµπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος) στις εννοιολογικές και ερευνητικές τους πρακτικές: το «φάντασµα του Fallmerayer», τις ανάγκες του δυτικότροπου «ιθαγενούς ροµαντισµού» και, αργότερα, τις προσταγές της αναδυόµενης «Μεγάλης Ιδέας».

Είναι ελπιδοφόρο, και υπήρξε γνωστικά ευεργετικό, ότι, κατά το µάλλον ή ήττον, οι προσπάθειες των νέων λαογράφων-ανθρωπολόγων τελεσφόρησαν: οι παλιές εθνοροµαντικές έννοιες και τα θεωρητικά σχήµατα σταδιακά ξεπεράστηκαν, νέες ταξινοµήσεις επιχειρήθηκαν, και νέα ερευνητικά ερωτήµατα τέθηκαν. Μπορεί άραγε να γίνει κάτι παρόµοιο µε τις σύγχρονες «λαϊκιστικές σπουδές» –τόσο τις νεοσυντηρητικές όσο και τις αριστερόστροφες– που, σε παγκόσµια κλίµακα, επιτελούν σήµερα λειτουργίες αντίστοιχες µιας ιδεολογικά «εθνικής επιστήµης» (είτε για την υπεράσπιση της µεταδηµοκρατίας είτε για την υποστασιοποίηση του νέου ρεφορµισµού);

Το ανά χείρας βιβλίο φιλοδοξεί να αποτελέσει συµβολή προς µια τέτοια κατεύθυνση.

Ανασκοπώντας κανονιστικά κριτήρια υπό τη σκιά της τρέχουσας ερευνητικής πενίας, µείζων στόχος είναι να προκληθεί προβληµατισµός σε ολόκληρο το γνωστικό φάσµα που καλύπτουν οι «λαϊκιστικές σπουδές», από την ίδια την έννοια στην έρευνα και στη συνέχεια στη θεωρία. ∆εν είναι βέβαια δυνατόν να καλυφθούν πλήρως τα πάµπολλα ερευνητικά κενά που οι υφιστάµενες προσεγγίσεις αφήνουν.

Όµως αυτό που επιδιώκεται δεν είναι διόλου υποδεέστερο. Η επανεννοιολόγηση του «λαϊκισµού» που εισηγούµαι (ως ψευδούς επίκλησης του λαϊκού) αποσκοπεί στην ανασκευή ανεπαρκών εννοιολογήσεων και θεωρητικών σχηµάτων συνδυαστικά µε την κατά­θεση γνωστικών «κατευθυντήριων γραµµών»-προϋποθέσεων ή αναγκαίων συνθηκών για νέα έρευνα – έρευνα που εξαιτίας αυτών των εµποδίων ως επί το πλείστον δεν γίνεται· έρευνα που, στο µεγαλύτερο µέρος της, µένει ακόµη να γίνει.

Παρεµφερείς είναι και οι γνωστικοί στόχοι του δεύτερου –κατά πολύ συντοµότερου– µέρους του βιβλίου, που ασχολείται µε τις ελλείψεις του µοντέλου του «κόµµατος καρτέλ», και έχει ως εστία περίπτωσης την εµπειρία του ΣΥΡΙΖΑ.

Το παράδοξο µε την περίπτωση του µοντέλου αυτού είναι η εξαιρετικά έντονη απόκλιση ανάµεσα στην περιγραφική και την επεξηγηµατική του επίδοση.

Ενώ η πρώτη (η περιγραφική) είναι αξιοσηµείωτα ακριβής, εφοδιάζοντας έτσι τη γνωστική µας φαρέτρα µε πολύτιµα ερευνητικά εργαλεία για την ανάλυση της σύγχρονης κοµµατικής δυστοπίας και της κρίσης αντιπροσώπευσης που χαρακτηρίζουν τη µεταδηµοκρατία, η δεύτερη (η επεξηγηµατική) τείνει απροσδόκητα και αχρείαστα να µας τα αφαιρεί.

Στο περιγραφικό κοµµάτι, ο ερευνητής µαθαίνει πού και πώς να ψάξει (και να περιγράψει) τους µηχανισµούς µέσω των οποίων τα κόµµατα αποµακρύνονται από τις κοινωνικές τους βάσεις, γραφειοκρατικοποιούνται, και στη συνέχεια παραβιάζουν τις προεκλογικές τους εξαγγελίες, όµως, στη συνέχεια, στο επεξηγηµατικό σκέλος, η εξέλιξη αυτή τείνει να παρουσιάζεται ως περίπου αναπόφευκτη νοµοτέλεια-απόρροια του λεγόµενου «µεταβιοµηχανικού συνδρόµου» (έννοια που, όπως ο «λαϊκισµός» και η «εθνική ψυχή», κατά κανόνα χρησιµοποιείται εµβαλωµατικά και κατά το δοκούν).

Πρόκειται για εγχείρηµα που, για να υποστηριχθεί επιστρατεύεται µια χαρακτηριστικά σχηµατική –πραγµατολογικά και θεωρητικά έωλη– Ιστορία µε τρόπο που διαστρέφει (όταν δεν αγνοεί πλήρως) πρόσφατα ευρήµατα. Όµως αυτό είναι ένα µόνο από τα προβλήµατα που εµφανίζονται, ενδεχοµένως όχι το πλέον σηµαντικό.

Κύριο θύµα της επεξηγηµατικής αφλογιστίας του µοντέλου είναι –και πάλι– το ερευνητικό βλέµµα, που ωθείται να κατευθυνθεί µακριά από το µείζον ζήτηµα των περιεχοµένων πολιτικής που, όπως υποστηρίζω, πρέπει άµεσα να διερευνηθούν προκειµένου να κατανοήσουµε το φαινόµενο της γραφειοκρατικοποίησης. Από τη χαµένη αυτή ερευνητική ευκαιρία εκπηγάζουν και άλλες.

Έχοντας περιβληθεί το ένδυµα της θεωρητικής αυθεντίας, προωθείται, π.χ., η άποψη ότι τα σύγχρονα κόµµατα γραφειοκρατικοποιούνται προκειµένου να διευρύνουν την εκλογική τους επιρροή ή για να επιβιώσουν ως οργανισµοί: η κατάρα της γραφειοκρατικοποίησης –όπως γράφεται χαρακτηριστικά– µετατρέπεται έτσι σε ευλογία.

Συνισταµένη αυτών των θεωρητικών και εµπειρικών λαθροχειριών είναι, βέβαια, µια ακόµη εκδοχή του δόγµατος ΤΙΝΑ, της άποψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, ότι τελικά τίποτε δεν µπορεί να γίνει ώστε να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα της καρτελοποίησης – ούτε οι πολιτικές του καταβολές ούτε βέβαια και οι οργανωτικές του απολήξεις.

Υπό το κέλυφος του κανονιστικού αγνωστικισµού (µε τους εισηγητές του µοντέλου να διστάζουν να κατονοµάσουν την καρτελοποίηση ως παθογένεια), επέρχεται έτσι µια άκρως ιδεολογική κανονικοποίηση του προβληµατικού.

Η εµπειρία της διαδροµής του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική σκηνή (αλλά και άλλων παρεµφερών κοµµάτων διεθνώς) είναι στο πλαίσιο αυτό αποκαλυπτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε στην εξουσία όχι γιατί προσαρµόστηκε στις ιδεολογικές προσταγές του προϋπάρχοντος καρτέλ κοµµάτων (Ν∆ και ΠΑΣΟΚ) όπως προβλέπει το µοντέλο, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: διότι πιστοποιώντας µαχητικές κινηµατικές δράσεις, επέτυχε να εκφράσει πολιτικά τις πάνδηµες κοινωνικές διεκδικήσεις που ξέσπασαν ενάντια στην παρατεταµένη λιτότητα.

Και αν στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ καρτελοποιήθηκε ο ίδιος µε ταχύτητα που µπορεί και να είναι ιστορικά ανεπανάληπτη, είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτό δεν οφείλεται σε κάποιες νεφελώδεις όψεις του «µεταβιοµηχανικού συνδρόµου», στην κοινωνία της αφθονίας ή, πολύ περισσότερο, στο τέλος των τάξεων και των ιδεολογιών. Οφείλεται, αντίθετα, στο πολιτικό σκεπτικό της ηγεσίας του που, για να προωθηθεί και να κυριαρχήσει, απαιτούσε πρώτιστα την κατάλυση της εσωτερικής κοµµατικής δηµοκρατίας.

Οι ακριβείς µηχανισµοί και οι τρόποι µε τους οποίους η δραµατική αυτή εξέλιξη συντελέστηκε αποτελούν ερευνητικά ερωτήµατα πρώτης γραµµής, που η εξέτασή τους µπορεί να ρίξει νέο φως σε κλασικά ζητήµατα της πολιτικής κοινωνιολογίας, από τον «σιδηρού νόµο της ολιγαρχίας» του Michels µέχρι και το «σιδερένιο κλουβί της ορθολογικότητας» του Weber.

Είναι όµως έρευνα που, σε µεγάλο βαθµό εξαιτίας των επεξηγηµατικών ανεπαρκειών του µοντέλου «καρτέλ», ατυχώς δεν πραγµατοποιείται – τουλάχιστον όχι στον βαθµό και στην έκταση που πρέπει και πάντως όχι µε τους θεωρητικούς ορίζοντες που της αρµόζουν.

∆εν διατείνοµαι βέβαια πως το βιβλίο καλύπτει εξ ολοκλήρου το µεγάλο αυτό ερευνητικό κενό.

Θα το θεωρώ όµως µείζον επίτευγµα αν αποτελέσει συµβολή στο άνοιγµα της συναφούς συζήτησης στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ρεύµατος επανάκαµψης της πολιτικής (ως στρατηγικού σώµατος ιδεών µε µετασχηµατιστική επίδραση στις κοινωνικές εξελίξεις και τα ισοζύγια) – µιας πολιτικής που δεν θα γίνεται αντιληπτή µόνον ως αντανάκλαση της κοινωνίας, αλλά και ως βασικός παράγοντας διαµόρφωσής της.

Πρόκειται για γνωστική επιδίωξη που, σαν κόκκινο νήµα, συνδέει αµφότερα τα µέρη του βιβλίου και παραπέµπει ευθέως σε ζητήµατα θεωρίας στο κύριο πεδίο του γράφοντος, τη Συγκρουσιακή Πολιτική

Δημοφιλή