Πενήντα χρόνια χωρίς τον Βασίλη Αυλωνίτη - Σπάνιο φωτογραφικό υλικό

Η κίνηση του, οι γκριμάτσες και οι μορφασμοί του αποτελούν σημεία αναφοράς για τον ίδιο και τις κωμωδίες στις οποίες πρωταγωνίστησε.

Αρκούσε μια σκηνή από την «Ωραία των Αθηνών», ένα πλάνο από το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» και ένα μόνο κάδρο από την «Καφετζού» - εκείνο στο τέλος μαζί με την Γεωργία Βασιλειάδου στην καρέκλα του οδοντιάτρου - για να καταλάβεις το αστείρευτο, έμφυτο ταλέντο, το θεϊκό χάρισμα του Βασίλη Αυλωνίτη.

Ενός γίγαντας της κωμωδίας, του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που αγαπήθηκε τόσο όταν ήταν στις δόξες του, όσο και μετά το θάνατό του, μέσα από τις ταινίες του στην τηλεόραση.

Ο Αυλωνίτης είχε όλα τα χαρακτηριστικά των μεγάλων κωμικών που μπορούσαν με το τίποτα να χαρίσουν το γέλιο, να συγκινήσουν, να επικοινωνήσουν με το λαό, να περάσουν από το δράμα στην κωμωδία με μία σύσπαση του προσώπου, ένα βλέμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πηγαίου ταλέντου που ποτέ δεν σπούδασε ηθοποιία, δικαιώνοντας τον θρυλικό Βιττόριο Γκάσμαν που έλεγε «θα βρεις περισσότερο ταλέντο σε μία λαϊκή αγορά της Νάπολη από όλο το Χόλιγουντ».

Συμπληρώνοντας μισό αιώνα από τον αιφνίδιο θάνατό του στις 10 Μαρτίου 1970, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε πώς μπήκε στο χώρο του θεάματος, πώς γλύτωσε από μια «τρομοκρατική» επίθεση της εποχής του Μεσοπολέμου, το πάθος του για τα άλογα, που τον ανάγκασαν να παίξει σε απαράδεκτες ταινίες για να πληρώσει τα χρέη του και φυσικά τις κορυφαίες του στιγμές στη μεγάλη οθόνη.

Από πλακατζής θιασάρχης

Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1904 στο Θησείο. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογενείας. Ο πατέρας του, τους εγκατέλειψε και πριν τελειώσει το δημοτικό αναγκάστηκε να δουλέψει σε διάφορες δουλειές, για να βοηθήσει την μητέρα του. Με την ολοκλήρωση του στρατιωτικού του, έπιασε δουλειά ως βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο «Έντεν» στο Θησείο.

Μετά το τέλος των παραστάσεων, ο θίασος πήγαινε στο κοντινό ταβερνάκι. Από κοντά και ο Αυλωνίτης, που εξελίχθηκε στον «πλακατζή» της παρέας. Ο θεατρικός επιχειρηματίας Θόδωρος Σκούρας δεν έχασε την ευκαιρία και μία μέρα τον έσπρωξε στη σκηνή. Αυτός όχι μόνο δεν σοκαρίστηκε από το γεγονός, αλλά με όπλο το αστείρευτο χιούμορ του και το έμφυτο ταλέντο του αυτοσχεδίασε, είπε τα δικά του και ανάγκασε τους θεατές της παράστασης να σηκωθούν και να τον καταχειροκροτήσουν. Είχε βρει θησαυρό. Έτσι, σε ηλικία 20 ετών θα πρωτοεμφανιστεί στην οπερέτα «Το κορίτσι της γειτονιάς» κερδίζοντας το χειροκρότημα.

Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ άρχισε το 1954 με τις ταινίες «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Δημόπουλου και «Η Ωραία των Αθηνών» του Τσιφόρου, όπου συνέθεσε ένα αχτύπητο δίδυμο με την Γεωργία Βασιλειάδου.

Το 1961, οι δυό τους παρέα με τον Νίκο Ρίζο φτιάχνουν ένα εκρηκτικό τρίο δημιουργώντας τον δικό τους θίασο που περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα και την Γερμανία, χαρίζοντας άφθονο γέλιο σε χιλιάδες ανθρώπους.

Ακολούθησαν άλλες οκτώ ταινίες της Φίνος Φιλμ, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, με πιο σημαντικές τις: «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα κι ο Κοντός», «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» και «Το Αμαξάκι», στην οποία είχε για μοναδική φορά σε ταινία της Φίνος Φιλμ – και μία από τις ελάχιστες γενικότερα – δραματικό ρόλο.

Να σημειωθεί πως παρά το γεγονός πως σήμερα η ταινία «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» θεωρείται μία από τις πιο αγαπημένες του Ελληνικού Κινηματογράφου, εντούτοις το 1961 που προβλήθηκε, ο κόσμος δεν την είδε με «καλό μάτι». Η ιδέα πως ένας οικογενειάρχης φλέρταρε συστηματικά και χωρίς ενδοιασμούς με άλλες γυναίκες, πήγαινε κόντρα στα ήθη της εποχής.

Η απήχηση που είχε ο Αυλωνίτης στο κοινό, τον έκανε μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια θιασάρχη. Το ισχυρότερο όπλο του ήταν ο αυτοσχεδιασμός και ειδικά στο απαιτητικό είδος της επιθεώρησης που ανέβαζε με το θίασο του. Πολλές φορές δεν χρειαζόταν ούτε κείμενο ούτε σκηνοθέτη για να κάνει τους θεατές να παραληρούν.

Το πηγαίο χιούμορ του, το ανεξίτηλο ταλέντο του και η ετοιμολογία του, τον οδηγούσαν συχνά σε αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι όχι μόνο δεν απορρίπτονταν από τους σκηνοθέτες, αλλά έδιναν χρώμα στα σενάρια και στους ρόλους του. Η κινησιολογία του, οι γκριμάτσες του και οι μορφασμοί του αποτελούν σημεία αναφοράς για τον ίδιο και τις κωμωδίες που έχει συμμετάσχει.

Γλυτώνοντας από θαύμα

Στις 22 Αυγούστου του 1931 κι ενώ έπαιζε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» που σατίριζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, φανατικός οπαδός των βενιζελικών εισέβαλε στο θέατρο πυροβολώντας προς τη σκηνή, σκοτώνοντας έναν τεχνικό, τραυματίζοντας θεατές, ενώ ο πρωταγωνιστής γλίτωσε από θαύμα. Ο Αυλωνίτης το πήρε προσωπικά - ειδικά για τον αδόκητο θάνατο του τεχνικού και είχε δηλώσει «Θα περάσουν πολλά χρόνια για να βγω σε αθηναϊκή σκηνή».

Η αρρώστια με τα άλογα

Όμως, ο Βασίλης Αυλωνίτης είχε κι ένα αρρωστημένο πάθος. Τον ιππόδρομο. Ο εθισμός του ήταν τόσο μεγάλος που παρά τις τεράστιες επιτυχίες του στο θέατρο και το σινεμά δεν του έμενε δραχμή. Προσπάθησε να τον βοηθήσει η αγαπημένη του φίλη Γεωργία Βασιλειάδου, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι υποσχέσεις και οι όρκοι γινόντουσαν θεατρικός αυτοσχεδιασμός και τα χρέη του μεγάλωναν πιο γρήγορα και από τη δημοφιλία του. Έτσι, αναγκάστηκε να ζητά δουλειές στο σινεμά, κυρίως ρολάκια, με λίγα χρήματα, τα οποία σκορπούσε αμέσως στα άλογα του ιπποδρόμου.

Γι αυτό τον λόγο οι επιτυχίες του στον κινηματογράφο δεν ήταν ανάλογες του ταλέντου του. Ακόμη και η μεγαλύτερη επιτυχία του, το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» ήρθε «κόντρα» στον Φίνο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της εποχής, αφού πίστευε ότι δεν έπρεπε να πάρει το ρόλο του Παυλάρα επειδή είχε παίξει εκείνη την εποχή σε κατώτερες του επιπέδου του ταινίες.

Πέρα από τις κλασικές κωμωδίες «Η Ωραία των Αθηνών», «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός», έπαιξε πολλές φορές και ρόλους συμπρωταγωνιστή, με εξαιρετική επιτυχία, όπως στην «Καφετζού», στο αριστουργηματικό «Το Αμαξάκι» σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και δίπλα στον μέγιστο Ορέστη Μακρή τον οποίο εγκαταλείπει για να γίνει ταξιτζής, λιγωμένος με τις ευκολίες του αυτοκινήτου και το «πουαμόρ»….

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολλές φορές έπεσε θύμα και της ανεπάρκειας των σκηνοθετών ή της επιλογής να τον φορτώνουν με άσκοπες ατάκες και γκριμάτσες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», θέλοντας να ικανοποιήσουν το κοινό που ήθελε σε κάθε σκηνή τον Αυλωνίτη. Πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι ακόμη και σε μέτριες ταινίες κατάφερνε αβοήθητος από σενάριο και σκηνοθέτη να μας κλέβει την καρδιά.

Τελευταία ταινία που έπαιξε ήταν η «Αριστοκράτισσα και ο Αλήτης» το 1970, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του,

Ο Αυλωνίτης έφυγε στις 10 Μαρτίου, παίρνωντας μαζί του την αγάπη του κόσμου.

Το 1970, ένα κρυολόγημα εξελίχθηκε σε βρογχοπνευμονία η οποία νίκησε την ταλαιπωρημένη υγεία του, αφήνοντας πίσω του μεγαλειώδης εμφανίσεις.

Προς τιμήν του μεγάλου αυτού κωμικού, το πρώην θέατρο Βεργή στην Αθήνα, ονομάστηκε θέατρο «Βασίλης Αυλωνίτης».

Με πληροφορίες από την Φίνος Φιλμ και το ΑΠΕ - ΜΠΕ

Δημοφιλή