Συναισθηματικοί, αλλά όχι περισσότερο από τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο οι Ελληνες σύφωνα με νέα μελέτη

Της ομότιμης καθηγήτριας του Παντείου, Ιωάννας Τσιβάκου.
U.Ozel.Images via Getty Images

Είναι οι Eλληνες έντονα συναισθηματικός λαός; Μία συχνά διατυπωμένη κριτική εναντίον των Ελλήνων ότι παίρνουν αποφάσεις με γνώμονα το συναίσθημα και όχι την ορθολογικότητα που διαπνέει τον δυτικό άτομο μπαίνει στο επίκεντρο της έρευνας της ομότιμης καθηγήτριας του Παντείου, Ιωάννας Τσιβάκου, στο νέο βιβλίο της με τίτλο «Συναίσθημα και ορθολογικότητα: Η ελληνική εμπειρία».

H κ. Τσιβάκου εκκινεί την ανάλυσή της από τη διαδεδομένη αντίληψη πως οι Έλληνες είναι λαός συναισθηματικός, ανίκανος να συνδυάσει την ορθολογική σκέψη με τις συναισθηματικές εξάρσεις του. Όπως σημειώνεται στην έκδοση, αυτή η αντίληψη «καλλιεργήθηκε από ένα μέρος διανοητών και πολιτικών, οι οποίοι, έχοντας ως πρότυπο το άτομο των δυτικών χωρών, κατέληξαν πως ο σύγχρονος Έλληνας παρέμεινε δέσμιος παραδοσιακών νοοτροπιών και συμπεριφορών αταίριαστων για τον πολίτη ενός εκσυγχρονισμένου κράτους». Μάλιστα, ο όρος «συναισθηματικός» χρησιμοποιείται υποτιμητικά, «θέλοντας να δηλώσει πως ο ελληνικός λαός διακατέχεται από έντονο αυθορμητισμό και ευσυγκινησία κατά τη λήψη κυρίως των πολιτικών του αποφάσεων».

«Στην απόφασή μου να ασχοληθώ με το ζήτημα της ικανότητας του Έλληνα να ελέγχει ή μη τα συναισθήματά του, παρακινήθηκα από ένα μέρος της ελληνικής πολιτικής σκέψης, η οποία ισχυρίζεται πως η κακοδαιμονία των κρατικών μας θεσμών οφείλεται εν πολλοίς σε μια παρωχημένη κουλτούρα, δέσμια ακόμη προνεωτερικών αξιών και συμπεριφορών. Αυτήν την άποψη θέλησα να αντιμετωπίσω», εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Τσιβάκου.

Όπως παρατηρεί η συγγραφέας, οι επικριτές του «συναισθηματικού» Έλληνα δεν αποσαφηνίζουν ότι η δυτική ορθολογικότητα που προκρίνουν είναι αυτή που δίνει έμφαση στα μέσα και όχι στον σκοπό, μία ορθολογικότητα που έχει ήδη επικριθεί και από τη φιλοσοφία αλλά και από την κοινωνιολογία, διότι οδηγεί στην απαξίωση του ανθρώπου και στον προσανατολισμό του προς μία ζωή χωρίς ιδανικά στραμμένη προς τον σκεπτικισμό και τον μηδενισμό. Κατά την κ. Τσιβάκου, η στάση του Έλληνα, που ερείδεται σε βαθιά αποτυπώματα του ελληνικού πολιτισμού, μπορεί να μην του επιτρέπει να θεμελιώνει λειτουργικούς θεσμούς, όμως του επιτρέπει να οικοδομεί μία ζωή εναρμονισμένη με τις βαθύτερες πεποιθήσεις του.

Στη μελέτη, η καθηγήτρια διαπιστώνει ότι οι αρνητικές αξιολογήσεις για τον ελληνικό συναισθηματισμό «δεν υποστηρίζονται από στατιστικά δεδομένα, παρά αντλούνται είτε από επιπόλαιες γνώμες ξένων αφηγητών είτε από περιορισμένες εμπειρίες των ίδιων των υποστηρικτών του ελληνικού συναισθηματισμού». Την ίδια ώρα, τα στοιχεία από διεθνείς έρευνες πάνω στις συναισθηματικές κλίσεις διαφόρων λαών, όπως της Gallup και της World Values Survey Association, καταδεικνύουν «πως οι απαντήσεις των Ελλήνων δεν διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες άλλων λαών». Όπως αναλύει η συγγραφέας, «οι σχολιαστές των ερευνητικών αποτελεσμάτων δικαίως επεσήμαναν πως ασφαλώς και υπάρχουν διαφορές σε συγκεκριμένα θέματα. Κάθε λαός θέτει τις δικές του προτεραιότητες, αλλά η ανάγνωση των αποτελεσμάτων συνολικά οδηγεί στην εικόνα ενός περίπλοκου κοινωνικού χάρτη, όπου οι ομοιότητες και διαφορές έρχονται να επιβεβαιώσουν την άποψη πως οι συναισθηματικές αντιδράσεις των ατόμων συνδέονται με τις ιστορικο-πολιτισμικές συνθήκες και, ακόμη, με τη συγκυριακή κατάσταση κατά τη στιγμή της έρευνας, γι′ αυτό και είναι μεταβαλλόμενες».

Αναλύοντας την προσωπική, κοινωνική και εθνική ταυτότητα, η μελέτη βοηθά να συνειδητοποιούμε τις αλληλεπιδράσεις τους και να κατανοήσουμε καλυτέρα τις διακυμάνσεις που υφίσταται η εθνική μας ταυτότητα εμπρός σε κρίσιμα συμβάντα, ιδίως κατά την ιστορική περίοδο των δύο τελευταίων αιώνων.

Πώς μετασχηματίστηκε, λοιπόν, η σχέση του Έλληνα με το συναίσθημα και τον ορθολογισμό κατά τη διάρκεια μίας δύσκολης περιόδου, όπως είναι η οικονομική κρίση, είναι η ερώτηση προς την συγγραφέα. «Όσο ένα άτομο ή ένας λαός βυθίζεται σε οικονομική κρίση που ανατρέπει τα δεδομένα της επιβίωσής του τόσο τα συναισθήματα του φόβου αυξάνουν», απαντά και εξηγεί: «Η κρίση ενίσχυσε συναισθήματα και ψυχολογικές καταστάσεις συγγενικές του φόβου, όπως είναι η ανησυχία, το άγχος, η αγωνία, ακόμη και ο πανικός. Οταν ένα άτομο ή ένας λαός βρίσκεται ενώπιον κινδύνων που απειλούν τη ζωή του, τα φοβικά συναισθήματα αυξάνουν, μειώνοντας αντίστοιχα την ορθολογική του σκέψη». Σε ατομικό επίπεδο, ο Έλληνας «κατέφυγε στην αναζωπύρωση των δεσμών της οικογένειας, της εκκλησίας και της κοινότητας, γεγονός που εμπόδισε την εξαθλίωσή του. Κατ′ αυτόν τον τρόπο, απέδειξε πως η πρόσδεσή του σε πατρογονικές πίστεις και συναισθήματα, εφόσον αξιοποιούνται με ορθολογική σκέψη που αποβλέπει σε σκοπούς και όχι σε μέσα, δεν είναι αρνητική, αλλά είναι ικανή να τον συνδράμει σε κρίσιμες στιγμές», προσθέτει η ίδια.

Αυτή η διαπίστωση της επιστροφής του Έλληνα στις πατρογονικές αξίες έρχεται δύο χρόνια μετά την προηγούμενη έρευνα της Ιωάννας Τσιβάκου «Ατομικισμός και φιλία: η ταυτότητα των νέων Ελλήνων», όπου η ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου αποδείκνυε ότι οι μορφωμένοι νέοι Έλληνες δίνουν έμφαση στην προσωπική επιτυχία, την αξιοκρατία και τη δικαιοσύνη, αλλά την ίδια ώρα απομακρύνονται από παραδοσιακές αξίες, όπως είναι η οικογένεια.

Τα δύο βιβλία της συγγραφέα έχουν, λοιπόν, μία συνέχεια: «Σκοπός μου με το έργο μου είναι να δείξω τις βαθύτερες αιτίες της δυσπραγίας μας, έτσι ώστε ο αναγνώστης, και ιδίως η νέα γενιά, να κατανοήσει πως μια ζωή έχει νόημα όταν η δράση μας περιλαμβάνει σκοπούς και ιδανικά που συγκροτούμε και πραγματώνουμε μαζί με τους άλλους και δεν περιορίζεται σε ατομικιστικά στεγανά», καταλήγει η κ. Τσιβάκου.

Πηγή: ΑΠΕ

Δημοφιλή