H χρήση τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών και η πιο συστηματική ανάλυση του «τι δουλεύει», «τι όχι» και «πόσο καλά», γίνεται η νέα κανονικότητα στη δημόσια διοίκηση, αντικαθιστώντας τις ιδεολογικές εμμονές.
romrodinka via Getty Images

Μολότωφ. Επεισόδια. ΜΑΤ στο Κέντρο της Αθήνας. Ένας αστυνομικός φαίνεται σε ένα πλάνο να χτυπά βίαια ένα διαδηλωτή. Του επιτέθηκε ή ήταν σε άμυνα; Κι’ αν το έκανε, θα αντιδρούσε το ίδιο, αν ήξερε ότι παρακολουθείται;

Την ίδια στιγμή, στο Λονδίνο περιπολούν περίπου 22.000 αστυνομικοί, φορώντας κάμερες στη στολή τους. Αποτέλεσμα; 33% λιγότερες κατηγορίες εναντίον των αστυνομικών, χρήσιμο προανακριτικό υλικό για τη δίωξη βίαιων εγκλημάτων, αλλά χαμηλή αποτροπή εγκλημάτων. Που το ξέρουν οι Βρετανοί; Το μέτρησαν.

Πολιτικές που στον τόπο μας καθοδηγούνται από δογματισμούς και «ιδέες» πολιτικών, σε πολλές χώρες πια, καθοδηγούνται από δεδομένα. Όταν το 2013, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της, στράφηκε στη χρήση της συμπεριφορικής επιστήμης.

Η βασική ιδέα ήταν να χρησιμοποιήσουν οι σχεδιαστές πολιτικής και τα στελέχη του Δημοσίου, τα συμπεράσματα ερευνών προς μεγιστοποίηση του οφέλους από τη χρήση κρατικών πόρων. Η «άποψη» του πολιτικού, αντικαταστάθηκε τα από δεδομένα. Ο πρώτος τομέας που δοκιμάστηκε η προσπάθεια, ήταν η είσπραξη φόρων. Με ορισμένες αλλαγές στο λεκτικό κομμάτι μιας επιστολής προς τους φορολογούμενους, η Έκθεση για την αποδοτικότητα του προγράμματος ισχυρίζεται πως επιταχύνθηκε η είσπραξη 9 εκατ. λιρών.

Σταδιακά, ολοένα και περισσότεροι τομείς εντάχθηκαν στις έρευνες με πρώτους εκείνους της Υγείας, της Εκπαίδευσης, της καταπολέμησης του εγκλήματος, της Κοινωνικής Πρόνοιας κ.α. Η ειδική μονάδα που δημιουργήθηκε, δεν πήγε στα Υπουργεία να επιβάλει τη δική της ατζέντα. Το αντίθετο. Κατέγραφε τα προβλήματα που τα Υπουργεία αντιμετώπιζαν και πρότεινε δοκιμαστικές λύσεις.

Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε το δίκτυο “What Works. Στόχος ήταν να βελτιώσει τις επιδόσεις του κράτους, να μειώσει αχρείαστες δαπάνες ή να στρέψει σε πιο αποδοτική κατεύθυνση την κρατική χρηματοδότηση. Έτσι ξεκίνησαν να σχεδιάζονται δημόσιες πολιτικές, οι οποίες ήταν βασισμένες στα στοιχεία που έδιναν οι έρευνες, τις οποίες διεξήγαγε ο κρατικός μηχανισμός.

Είναι χαρακτηριστικό, πως μόνο στο σκέλος της Παιδείας, οι Βρετανοί έχουν διεξάγει 10.000 έρευνες, στις οποίες συμμετείχε σχεδόν το 1/3 των σχολείων και περίπου 1 εκατ. παιδιά. Μεταξύ άλλων, εντόπισαν πως: Οι επιδόσεις των μαθητών αυξάνονται, όταν ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη πέφτει κάτω από τους 20. Η ενημέρωση με sms των γονέων για τις ημερομηνίες των ερχόμενων τεστ, αυξάνει τις επιδόσεις στα μαθηματικά και παράλληλα μειώνει τις απουσίες. Επιπλέον, διέγνωσαν ότι συγκεκριμένες μέθοδοι διδασκαλίας έχουν αποτέλεσμα στις επιδόσεις, σε συγκεκριμένα μόνο μαθήματα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η χρήση τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών και η πιο συστηματική ανάλυση του «τι δουλεύει», «τι όχι» και «πόσο καλά», γίνεται η νέα κανονικότητα στη δημόσια διοίκηση, αντικαθιστώντας τις ιδεολογικές εμμονές.

Είναι μια τέτοια προσέγγιση το «φάρμακο για κάθε νόσο»; Προφανώς και όχι. Καλλιεργεί ωστόσο μια κουλτούρα για τη συνεχή βελτίωση της αποδοτικότητας των κρατικών δαπανών. Και αυτό αποτελεί από μόνο του κίνητρο για τα στελέχη του δημοσίου τομέα να καινοτομήσουν και να τεκμηριώσουν λύσεις που έχουν εντοπίσει μέσα από την εργασία τους, ότι «δουλεύουν».

Οι ελληνικές κυβερνήσεις συχνά προσαρμόζουν πολιτικές, έπειτα από μεγάλες καταστροφές, κρίσεις ή μέσα από ad hoc λύσεις σε χρόνια προβλήματα που προσφέρουν εξωτερικοί σύμβουλοι. Τις περισσότερες φορές υπό πίεση, νομοθετούν -δίχως πραγματική διαβούλευση- λόγω της ανάγκης για άμεσους πολιτικούς χειρισμούς και απάντηση στους προβληματισμούς της κοινωνίας. Είναι όμως αυτή η προσέγγιση ορθολογική; Καθόλου. Είναι όμως ο κανόνας εδώ και δεκαετίες. Από εκείνους που πρέπει να αλλάξουν.

* Ο Νίκος Λυσιγάκης είναι Σύμβουλος Πολιτικής και Επικοινωνίας, Υποψ.Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Παν. Μακεδονίας

Δημοφιλή