Η κυβέρνηση φουντώνει σαν παγώνι διαλαλώντας ότι η Ελλάδα καταγράφει «δυναμική ανάπτυξη». Αλλά στα σούπερ μάρκετ, στις λαϊκές και στα ενοίκια, η καθημερινότητα δείχνει άλλο έργο.Ο μισθός εξαντλείται πριν τελειώσει ο μήνας, οι μικρές επιχειρήσεις ασφυκτιούν και η αίσθηση φτώχειας παραμένει.
Πώς γίνεται μια οικονομία να «τρέχει» με 2,1%, όταν τόσοι πολίτες δηλώνουν ότι δεν βγαίνουν; Ο Τέρενς Κουίκ με την βιβλιογραφία, συζητήσεις με οικονομολόγους και την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, θα αναρτά στη HuffPost για τις επόμενες μέρες, από ένα κεφάλαιο σχετικά με αυτό το θέμα.
Ας δούμε καταρχήν τί σημαίνει «ανάπτυξη 2,1%». Ο ρυθμός ανάπτυξης μετράται με βάση την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή της συνολικής αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στη χώρα. Η πρόσφατη εικόνα της ελληνικής οικονομίας συνοψίζεται ως εξής:
- Το ΑΕΠ αυξάνεται γύρω στο 2–2,1% ετησίως, πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
- Η ανάπτυξη στηρίζεται κυρίως σε επενδύσεις, τουρισμό, κατασκευές και έργα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια.
Στα χαρτιά, πρόκειται για μια «καλή ιστορία». Το πρόβλημα είναι ότι το ΑΕΠ λέει μόνο πόση «πίτα» παράγει η οικονομία και όχι το πώς μοιράζεται αυτή η πίτα.
Γιατί τα νοικοκυριά δεν βλέπουν τη διαφορά
Τυπικά, ο πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί σε σχέση με τα χρόνια της ενεργειακής κρίσης. Όμως αυτό που βιώνει ο μέσος πολίτης δεν είναι ο «μέσος όρος», αλλά:
- Ακρίβεια στα βασικά: Τρόφιμα, καθαριστικά, προσωπική φροντίδα έχουν δει σωρευτικές αυξήσεις τα τελευταία χρόνια πολύ υψηλότερες από τον γενικό δείκτη.
- Στέγη σε ιστορικά υψηλά: Ενοίκια που καταπίνουν πάνω από το 40% του εισοδήματος σε μεγάλες πόλεις και τουριστικές περιοχές, με την αγορά να επηρεάζεται από Airbnb και τουριστική ζήτηση.
- Ενέργεια και μετακινήσεις: Ακόμη και μετά την «αποκλιμάκωση», λογαριασμοί ρεύματος και καύσιμα παραμένουν βαριά δαπάνη.
Ο μισθός, από την άλλη, μπορεί να έχει αυξηθεί ονομαστικά (στο χαρτί), αλλά:
- η αγοραστική του δύναμη έχει διαβρωθεί από τις συνεχείς αυξήσεις,
- μεγάλο μέρος του εισοδήματος χάνεται σε φόρους και έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι),
- η αγορά εργασίας παραμένει γεμάτη μερική απασχόληση, «σπαστά» ωράρια και χαμηλά αμειβόμενες υπηρεσίες.
Αποτέλεσμα; Ο μισθός «τελειώνει» στις 20 του μήνα όχι επειδή οι πολίτες… δεν ξέρουν να διαχειρίζονται τα χρήματά τους, αλλά επειδή το κόστος ζωής έχει αλλάξει δραματικά.
Και την ίδια στιγμή που η οικονομία συνολικά αναπτύσσεται, πολλές μικρές και οικογενειακές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να σταθούν:
- Υψηλό σταθερό κόστος: Ενοίκιο επαγγελματικού χώρου, ενέργεια, εισφορές, προκαταβολή φόρου και πάγια έξοδα δημιουργούν ένα «πακέτο» που ελάχιστες αντέχουν, ειδικά σε γειτονιές με χαμηλή κατανάλωση.
- Δύσκολη χρηματοδότηση: Η πρόσβαση σε δάνεια με λογικούς όρους είναι πολύ πιο εύκολη για μεγάλες επιχειρήσεις. Οι μικρομεσαίοι συχνά χρηματοδοτούνται από προσωπικές αποταμιεύσεις ή ακριβό δανεισμό.
- Ανταγωνισμός από αλυσίδες και πλατφόρμες: Μεγάλες αλυσίδες και πλατφόρμες delivery/e-commerce πιέζουν τις τιμές και «ρουφούν» τζίρο από τα μικρά μαγαζιά.
Μπορεί, λοιπόν, το ΑΕΠ να ανεβαίνει επειδή μεγαλώνουν ο τουρισμός και οι μεγάλες εταιρείες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επιβιώνουν είτε ο φούρνος της γειτονιάς είτε το μικρό συνεργείο.
Ανάπτυξη για ποιους;
Το παράδοξο «ανάπτυξη με φτώχεια» εξηγείται αν δούμε ότι η φτώχεια και ο κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού παραμένουν πολύ υψηλοί, ότι μεγάλο μέρος των πολιτών δηλώνει πως αισθάνεται υποκειμενικά φτωχό, ακόμη κι αν δεν είναι στα «επίσημα» όρια και ότι οι μισθοί και οι συντάξεις τρέχουν πιο αργά από τις αυξήσεις στα βασικά. Με απλά λόγια: Ανάπτυξη υπάρχει. Απλώς δεν είναι για όλους.
Για να αποκτήσει νόημα για την καθημερινότητα, η συζήτηση πρέπει να φύγει από το «πόσο τρέχει η οικονομία» και να πάει στο πώς μοιράζεται η ανάπτυξη στις συλλογικές συμβάσεις και τους μισθούς, στη φορολογία, στη στέγη, στην ενίσχυση των μικρομεσαίων, στο κοινωνικό κράτος. Μέχρι τότε:
Τα δελτία Τύπου για 2,1% ανάπτυξη θα ακούγονται σε πολλούς σαν μια άλλη χώρα. Όχι αυτή όπου ο μισθός αρκεί μόνο για τις πρώτες 20 μέρες.