Το περίφημο σλόγκαν του Ντόναλντ Τραμπ η «Αμερική Πρώτη» μπορεί να του έδωσε μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, όμως δεν καταφέρνει τους πρώτους 10 μήνες στην κυβέρνηση, να περιορίσει την διόγκωση του Αμερικανικού χρέους που για πρώτη φορά τα τελευταία 100 χρόνια θα ξεπεράσει αυτό της Ελλάδας και Ιταλίας.
Σύμφωνα με τους Financial Times, το ΔΝΤ εκτιμά πως με τον ρυθμό αύξησης που παρουσιάζει το χρέος στις ΗΠΑ θα εκτιναχθεί κατά 20 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας φτάνοντας το 143,5% του ΑΕΠ.
Πρόκειται για την πιο κατακόρυφη αύξηση χρέους μεταξύ των προηγμένων οικονομιών που θα ξεπεράσει και το αρντικό ρεκόρ της πανδημίας.
Κι ενώ η Αμερική του Τραμπ «πληρώνει ακριβά» τους δασμούς που έχει επιβάλει σε όλο τον πλανήτη, οι άλλοτε υπερχρεωμένες χώρες, όπως Ελλάδα και Ιταλία ανακάμπτουν σταδιακά. Η Ιταλία διατηρεί το χρέος της κοντά στο 137% του ΑΕΠ, επίπεδο που αναμένεται να παραμείνει σταθερό έως το 2030 ενώ η Ελλάδα, με το χρέος να ανέρχεται στα 146,7% αναμένεται να το μειώσει στο 130,2% μέχρι τα τέλη της δεκαετίας.
Η Γαλλία βρίσκεται στο 116,5%, η Ισπανία στο 100,4%, ενώ η Γερμανία διατηρείται στο 64,4% με την Ολλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία να έχουν την καλύτερη εικόνα καθώς το χρεος του είναι κάτω από το 60%.
Η «μαύρη» τρύπα της Αμερικανικής οικονομίας
Το ΔΝΤ αποδίδει τη ραγδαία αύξηση του αμερικανικού χρέους στα παρατεταμένα δημοσιονομικά ελλείμματα και το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης, επισημαίνοντας ότι το προφίλ του χρέους των ΗΠΑ «συγκρίνεται πλέον με αυτό των πιο υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών οικονομιών». Το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ θα κινηθεί πάνω από το 7% επί του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το 2030, το οποίο είναι μακράν το υψηλότερο μεταξύ των πλουσιότερων και ανεπτυγμένων κρατών, για όλη τη δεκαετία.
Η διαφορά ανάμεσα στην οικονομία των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών, είναι πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με καλύτερους ρυθμούς.
Οι ΗΠΑ απειλούν την παγκόσμια οικονομία
Στην τελευταία έκθεση Fiscal Monitor το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι τα δημόσια οικονομικά των ισχυρότερων οικονομιών – με πρώτη τις Ηνωμένες Πολιτείες – συνιστούν πλέον συστημικό κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία.
«Αν και ο αριθμός των χωρών με χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ θα μειώνεται σταθερά τα επόμενα πέντε χρόνια, το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί», αναφέρει η έκθεση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το 2029, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από το 1948.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η εποχή του φθηνού και χωρίς συνέπειες δανεισμού έχει τελειώσει. Μετά από χρόνια σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, οι κυβερνήσεις είχαν συνηθίσει να δανείζονται με ευκολία. Όμως, η άνοδος των επιτοκίων κάνει πλέον το δημόσιο χρέος πολύ πιο ακριβό στην εξυπηρέτηση, περιορίζοντας τη δυνατότητα δαπανών για κοινωνικές ή αναπτυξιακές ανάγκες.
Σε αρκετές προηγμένες οικονομίες, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ξεπερνά ήδη τους αμυντικούς προϋπολογισμούς. Κάθε αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στο μέσο κόστος χρηματοδότησης μεταφράζεται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που μεταφέρονται από κοινωνικά προγράμματα στις πληρωμές τόκων.
Ακόμη και η Γερμανία, πρότυπο δημοσιονομικής πειθαρχίας, έχει τροποποιήσει τον συνταγματικό της «δημοσιονομικό φρένο» για να επιτρέψει μεγαλύτερο δανεισμό με στόχο επενδύσεις σε υποδομές και άμυνα.
Η γήρανση του πληθυσμού
Πίσω από τα νούμερα, το ΔΝΤ εντοπίζει ακόμη μια νέα, διαρθρωτική πρόκληση: τη γήρανση του πληθυσμού. Οι αυξανόμενες δαπάνες για συντάξεις και υγεία στα ανεπτυγμένα κράτη επιβαρύνουν ολοένα περισσότερο τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στις ΗΠΑ, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων προβλέπεται να αγγίξει το 40% έως το 2050, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ξεπεράσει το 55%.
Καθώς λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να στηρίξουν περισσότερους συνταξιούχους, οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να δανείζονται περισσότερο για να διατηρήσουν την κοινωνική σταθερότητα, με αποτέλεσμα τον φαύλο κύκλο αύξησης του χρέους. Ειδικά στις ΗΠΑ το πρόβλημα θα επιδεινωθεί και από τις σκληρές μεταναστευτικές πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί, επηρεάζοντας το εργατικό δυναμικό της χώρας.
Το ΔΝΤ χαρακτηρίζει αυτή τη συνθήκη παγκόσμιο συστημικό κίνδυνο, καθώς μια πιθανή απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών σε μία μεγάλη οικονομία μπορεί να προκαλέσει ντόμινο επιπτώσεων στις αγορές ομολόγων, τα νομίσματα και τις τράπεζες διεθνώς.