Το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2026 αποκαλύπτει το γνωστό μοτίβο: Όταν οι πιέσεις στα νοικοκυριά εντείνονται, το κράτος απαντά με «στοχευμένες» παροχές και έκτακτες ενισχύσεις, αξιοποιώντας το πρωτογενές πλεόνασμα ως πολιτικό και δημοσιονομικό εργαλείο.
Έτσι, εκτός από την ενσωμάτωση των μέτρων που ανακοινώθηκαν πρόσφατα από την κυβέρνηση, το νέο προσχέδιο Προϋπολογισμού, ανοίγει ένα «παράθυρο» για νέο πακέτο μέτρων τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, καθώς το οικονομικό επιτελείο προβλέπει έναν «δημοσιονομικό χώρο» που θα μπορούσε να επιστραφεί στην κοινωνία…
Σύμφωνα με το προσχέδιο, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,1% του ΑΕΠ το 2026, από 1,1% φέτος. Η ανάπτυξη αναμένεται να κινηθεί στο 2,5%, διατηρώντας θετική αλλά πιο συγκρατημένη δυναμική σε σχέση με προηγούμενα έτη. Ο πληθωρισμός εκτιμάται στο 2,4%, με τις προβλέψεις να δείχνουν σταδιακή αποκλιμάκωση από τα υψηλά των τελευταίων ετών, αλλά όχι σε βαθμό που να αποκαθιστά πλήρως το χαμένο εισόδημα.
Τα στοιχεία αυτά δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο για παρεμβάσεις, αλλά σε περιβάλλον εύθραυστο, όπου κάθε καθυστέρηση ή λάθος προτεραιοτήτων μπορεί να έχει πολιτικό και κοινωνικό κόστος.
Οι πολίτες μετρούν απώλειες
Η ακρίβεια σε τρόφιμα, ενέργεια και βασικές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με τη διαρκή φορολογική πίεση, έχει διαβρώσει το διαθέσιμο εισόδημα. Οι εξαγγελίες για νέα μέτρα προκαλούν μίγμα προσδοκίας και καχυποψίας. Αρκετοί θυμούνται προηγούμενες περιόδους όπου τα μέτρα αποδείχθηκαν εφάπαξ, αποσπασματικά ή καθυστερημένα. Το πραγματικό ζητούμενο είναι η διάρκεια και η στόχευση των παρεμβάσεων, όχι μόνο το μέγεθός τους.
Η πολιτεία αγοράζει χρόνο
Αν αντί για διαρθρωτικές παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και τη φορολογική δικαιοσύνη, η κυβέρνηση επενδύσει ξανά στην τακτική των έκτακτων παροχών, τότε το -όποιο- πλεόνασμα θα μετατραπεί σε ένα αναποτελσαμτικό «πολιτικό μαξιλάρι». Γιατί χωρίς σαφές σχέδιο κινδυνεύει να λειτουργήσει ως προσωρινό παυσίπονο και όχι ως θεραπεία…