Εκατοντάδες τρόφιμα και λαχανικά που πωλούνται στα ράφια των σούπερ μάρκετ και καταναλώνονται από Ευρωπαίους, έχουν εισαχθεί από χώρες που χρησιμοποιούν παράνομα και τοξικά φυτοφάρμακα. Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα φυτοφάρμακα παρασκευάζονται από Ευρωπαϊκές εταιρείες οι οποίες τα τελευταία χρόνια βλέπουν τις πωλήσεις τους να αυξάνονται κατακόρυφα.
Έρευνα της Unearthed, του ερευνητικού γραφείου της Greenpeace σε συνεργασία με την ελβετική μη κερδοσκοπική οργάνωση Public Eye, την οποία δημοσιεύει ο Guardian, υποστηρίζει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν αυξήσει τις εξαγωγές «τοξικών» φυτοφαρμάκων -που θεωρούνται πολύ επικίνδυνα για την υγεία- σε χώρες με συμφωνίες εμπορίου με την ΕΕ, παρά τη δέσμευση της Κομισιόν για τερματισμό αυτής της πρακτικής.

Οι εξαγωγές εγχώριων απαγορευμένων φυτοφαρμάκων αυξήθηκαν από 81.600 τόνους το 2018 σε 122.000 τόνους το 2024, όπως δείχνουν στοιχεία, που προέρχονται από παρασταστικά πωλήσεων.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέκυψε στα συμφέροντα»
Η Αγγελική Λυσιμάχου, τοξικολόγος στο Pesticide Action Network Europe, η οποία δεν συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέκυψε στα συμφέροντα της βιομηχανίας επιτρέποντας στο «τοξικό εμπόριο» να επεκταθεί αντί να το τερματίσει όπως είχε υποσχεθεί.
«Κάθε επιπλέον καθυστέρηση της ΕΕ δεν είναι απλώς αμέλεια, είναι προδοσία των ανθρωπίνων και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων», υποστήριξε ζητώντας από την επιτροπή να δράσει επειγόντως για να τερματίσει την «ανήθικη πρακτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών».
Η ΕΕ ηγήθηκε της παγκόσμιας προσπάθειας για τον περιορισμό των επικίνδυνων γεωργικών χημικών ουσιών λόγω της βλάβης που μπορούν να προκαλέσουν στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, όπως η μείωση της γονιμότητας ή η θανάτωση των μελισσών. Παρότι, έχει απαγορεύσει την εγχώρια χρήση δεκάδων φυτοφαρμάκων τα τελευταία χρόνια, ακόμη και όταν οι ρυθμιστικές αρχές σε άλλες πλούσιες οικονομίες συνέχισαν να επιτρέπουν στους αγρότες να τα ψεκάζουν σε φυτά και εδάφη, εντούτοις η παράνομη πώλησή τους συνεχίζεται και αυξάνεται.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανακοινώσει από το 2020 σχέδια για τη διακοπή των εξαγωγών τοξικών φυτοφαρμάκων, μετά από έρευνα που αποκάλυψε ότι τα περισσότερα κατευθύνονταν σε τρίτες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και άλλες περιοχές της Λατινικής Αμερικής. Η στρατηγική της για τα χημικά ανέφερε ότι θα «ηγηθεί με το παράδειγμα και, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις, θα διασφαλίσει ότι οι επικίνδυνες χημικές ουσίες που απαγορεύονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παράγονται για εξαγωγή».
Πέντε χρόνια αργότερα όμως, έγγραφα δείχνουν ότι η ποσότητα των απαγορευμένων φυτοφαρμάκων που αναφέρονται στις ειδοποιήσεις εξαγωγής έχει αυξηθεί, εν μέρει επειδή ο κατάλογος των απαγορευμένων χημικών ουσιών έχει μεγαλώσει. Οι απαγορευμένες ουσίες που αποστέλλονται σε όλο τον κόσμο περιλαμβάνουν το ζιζανιοκτόνο γλουφοσινικό και το μυκητοκτόνο μανκοζέμπ, τα οποία οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές θεωρούν τοξικά για την αναπαραγωγή.
Η αύξηση των εξαγωγών απαγορευμένων φυτοφαρμάκων έρχεται παρά το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, ένας σημαντικός εξαγωγέας φυτοφαρμάκων, έχει αποχωρήσει από την ΕΕ. Έτσι, τα ηνία πήραν η Γερμανία, η οποία έγινε η μεγαλύτερη χώρα εξαγωγής το 2024, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ολλανδία και η Βουλγαρία.
Το Βέλγιο ακολούθησε πρόσφατα την πολιτική απαγόρευσης που εφαρμόζει η Γαλλία, αν και οι γαλλικές εταιρείες συνεχίζουν τις εξαγωγές λόγω ενός νομικού «παραθύρου» που παραμένει ορθάνοικτο. Το 2024, η Γαλλία ήταν ο έβδομος μεγαλύτερος εξαγωγέας φυτοφαρμάκων που έχουν απαγορευτεί στην ΕΕ.
Η έρευνα διαπίστωσε, ότι τα φυτοφάρμακα αυτά προορίζονταν κυρίως για χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, αν και οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος αποδέκτης. Ορισμένες από τις επιβλαβείς χημικές ουσίες εισάγονται στη συνέχεια πίσω στην ΕΕ ως τρόφιμα.
Οπως αναφέρει ο Guardian, επικίνδυνες επιπτώσεις των φυτοφαρμάκων που εξάγονται από την ΕΕ σε χώρες όπως η Βραζιλία, όπου ψεκάστηκαν σε αγροκτήματα ζαχαροκάλαμου προμήθευαν τη Nestlé και έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές ζάχαρης της Ευρώπης.

Στην Κόστα Ρίκα, χιλιάδες άνθρωποι παραπονέθηκαν για «αφόρητες» οσμές που συνοδεύονταν από μια σειρά προβλημάτων υγείας όταν τα αεροπλάνα ψέκασαν φυτοφάρμακα πάνω από φυτείες που καλλιεργούσαν μπανάνες και ανανά που εξάγονται στην Ευρώπη. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επίσης εξάγει φυτοφάρμακα στη Βραζιλία, τα οποία θεωρεί ακατάλληλα για βρετανικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις.
Η ΕΕ το διερευνά…
Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε ότι συμμερίζεται τις ανησυχίες ανέφερε ότι έχει ξεκινήσει από το 2023 δημόσια διαβούλευση και έρευνα για τα «πιθανά επόμενα βήματα».
Κι ενώ οι πωλήσεις αυξανονται χρόνο με το χρόνο η ΕΕ αναφέρει ότι «η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας για τους ανθρώπους και το περιβάλλον, τόσο εντός της ΕΕ όσο και παγκοσμίως, είναι ύψιστης σημασίας».
«Η επιτροπή διερευνά τις επιλογές για να διασφαλίσει ότι οι πιο επικίνδυνες χημικές ουσίες που έχουν απαγορευτεί στην ΕΕ δεν μπορούν να παραχθούν για εξαγωγή, συμπεριλαμβανομένης της τροποποίησης της σχετικής νομοθεσίας εάν και όπως απαιτείται» υποστήριξε ο εκπρόσωπος της ΕΕ.
Η γερμανική εταιρεία Bayer, που εκτός από φάρμακα παρασκευάζει και φυτοφάρμακα, αρνήθηκε να σχολιάσει τους εξαγόμενους όγκους λέγοντας ότι «όλα τα προϊόντα της ήταν ασφαλή για τον άνθρωπο και το περιβάλλον εάν εφαρμόζονταν σύμφωνα με τις οδηγίες της ετικέτας».
Υποστήριξε ακόμη ότι «το γεγονός ότι ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν δεν είναι εγκεκριμένο ή απαγορευμένο στην ΕΕ δεν λέει τίποτα για την ασφάλειά του», ανέφεραν. «Πολλές άλλες ρυθμιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο – συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας – έχουν επίσης πολύ αξιόπιστα, ισχυρά, προσεκτικά λειτουργικά και εξελιγμένα ρυθμιστικά συστήματα για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος».
Εκπρόσωπος της Syngenta δήλωσε ότι όλες οι εξαγωγές της συμμορφώνονταν με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για τα χημικά και ότι παρείχε εκπαίδευση στις χώρες εισαγωγής για να διασφαλίσει την ασφαλή χρήση.
«Ο αποκλεισμός της πρόσβασης σε υψηλής ποιότητας, εγκεκριμένα προϊόντα ενέχει τον κίνδυνο να ενθαρρύνει παραποιημένες και παράνομες εναλλακτικές λύσεις – συχνά παρασκευασμένες με μη ρυθμιζόμενα και επιβλαβή συστατικά – οι οποίες μπορούν να θέσουν τους αγρότες και το περιβάλλον σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο», δήλωσε η εκπρόσωπος.
Τρεις από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς απαγορευμένων φυτοφαρμάκων που εντοπίστηκαν στην έρευνα της GreenPeace – η BASF, η Teleos και η Agria – δεν απάντησαν σε αίτημα για σχολιασμό ενώ η Corteva αρνήθηκε.
Η Lis Cunha, ακτιβίστρια της Greenpeace, δήλωσε ότι η αύξηση των εξαγωγών είναι «κατακριτέα και βαθιά υποκριτική» και κάλεσε την επιτροπή να εκπληρώσει τη δέσμευσή της για απαγόρευση σε ολόκληρη την ΕΕ. «Είναι εξωφρενικό το γεγονός ότι τα κέρδη της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας υπερισχύουν της υγείας και του περιβάλλοντος των ανθρώπων σε φτωχότερες χώρες», είπε.