Από τον ιερομόναχο Σαμουήλ που προτίμησε την έκρηξη από την αιχμαλωσία, στους 1.101 εκτελεσμένους στα Καλάβρυτα και τον βασιλιά που δραπετεύει μετά από ένα αποτυχημένο αντιπραξικόπημα, η σημερινή μέρα λειτουργεί σαν πυκνή υπενθύμιση: η ελληνική ιστορία γράφτηκε ξανά και ξανά πάνω στο όριο ανάμεσα στην αντίσταση και την τραγωδία.
Σαν σήμερα, σε τρεις διαφορετικούς αιώνες, η Ελλάδα μοιάζει να στέκεται στο ίδιο σταυροδρόμι: θα υποταχθεί ή θα αντισταθεί; Και με ποιο τίμημα;
Το ημερολόγιο γυρίζει πρώτα στο 1803. Στο Κούγκι, σ’ έναν μικρό βράχο της Ηπείρου, ο ιερομόναχος Σαμουήλ βρίσκεται περικυκλωμένος μαζί με λίγους Σουλιώτες. Ο κίνδυνος της σύλληψης από τους Οθωμανούς δεν είναι απλώς μια στρατιωτική ήττα. Σημαίνει εξευτελισμό, βασανιστήρια, αφανισμό.
Η επιλογή του Σαμουήλ είναι ακραία, αλλά καθαρή: βάζει φωτιά στην πυρίτιδα και ανατινάζεται μαζί με τους συντρόφους του.
Το Κούγκι μένει στη συλλογική μνήμη σαν ένα σύμβολο αυτοθυσίας. Μια στιγμή όπου το «ελευθερία ή θάνατος» δεν είναι σύνθημα, αλλά κυριολεξία. Όχι ρομαντική, όχι εξωραϊσμένη. Είναι μια απόφαση μέσα στην απελπισία. Κι όμως, αυτή η πράξη θα περάσει στη μυθολογία του Αγώνα, τροφοδοτώντας για χρόνια την ιδέα ότι η αντίσταση, όσο απελπισμένη κι αν είναι, έχει νόημα.
Γυρνώντας μια σελίδα πιο σκοτεινή, φτάνουμε στο 1943. Η Ελλάδα είναι υπό ναζιστική κατοχή και τα Καλάβρυτα μπαίνουν στον χάρτη της φρίκης. Ως αντίποινα για τη δράση των ανταρτών και την εκτέλεση Γερμανών στρατιωτών, οι κατακτητές συγκεντρώνουν τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης και των γύρω χωριών.
1.101 άνδρες, από έφηβοι μέχρι υπερήλικες, εκτελούνται μαζικά. Η πόλη καίγεται. Οι γυναίκες και τα παιδιά μένουν να θάβουν τους νεκρούς τους και να διαχειριστούν μια σιωπή που δεν τελειώνει ποτέ πραγματικά.
Αν το Κούγκι είναι μια πράξη επιλογής, τα Καλάβρυτα είναι η απόλυτη άρνηση κάθε επιλογής. Είναι η ωμή βία ενός κατακτητή που τιμωρεί συλλογικά έναν πληθυσμό για να σπάσει το φρόνημα της αντίστασης. Κι όμως, ακριβώς όπως και στην προεπαναστατική Ήπειρο, η φρίκη δεν φέρνει σιωπή. Τροφοδοτεί τη μνήμη, τη διαρκή απαίτηση για δικαιοσύνη, τη δέσμευση «να μην ξανασυμβεί».
Και μετά, το ημερολόγιο μάς πηγαίνει στο 1967. Η Ελλάδα βρίσκεται πάλι σε καθεστώς ανελευθερίας, αυτή τη φορά από τη στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχειρεί ένα κίνημα για την ανατροπή της χούντας. Το σχέδιο αποτυγχάνει.
Η επόμενη κίνηση είναι η φυγή: ο βασιλιάς διαφεύγει με την οικογένειά του στη Ρώμη. Το ανάκτορο αδειάζει, η μοναρχία μένει τυπικά, αλλά ουσιαστικά έχει τελειώσει. Στους δρόμους της χώρας, η χούντα ενισχύει ακόμη περισσότερο την παρουσία της.
Σε αντίθεση με το Κούγκι και τα Καλάβρυτα, εδώ δεν έχουμε ούτε εκκωφαντική έκρηξη ούτε μια ματωμένη πλαγιά γεμάτη εκτελεσμένους. Έχουμε ένα πολιτικό κενό, μια φυγή, ένα τέλος εποχής που ανοίγει δρόμο — έμμεσα — για τη μετέπειτα μεταπολίτευση και την οριστική κατάργηση της μοναρχίας. Η αντίσταση στη δικτατορία θα συνεχιστεί, αλλά χωρίς βασιλιά, με άλλες μορφές, άλλους πρωταγωνιστές.
Τρία γεγονότα, τρεις διαφορετικοί κόσμοι, μια κοινή γραμμή: Η Ελλάδα, κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά σε καθεστώτα βίας και αυθαιρεσίας, δεν βγαίνει ποτέ αλώβητη. Αλλά σπάνια βγαίνει και σιωπηλή.
Στο Κούγκι, η απάντηση είναι η αυτοκαταστροφή αντί για παράδοση.
Στα Καλάβρυτα, η απάντηση είναι η μνήμη αντί για λήθη, ακόμη κι όταν η βία συντρίβει τους ανθρώπους.
Το 1967, η απάντηση θα αργήσει, αλλά θα έρθει μέσα από τη μακρά πορεία προς τη δημοκρατία, μετά από χρόνια εξορίας, αγώνων, διώξεων.
Σαν σήμερα, το ημερολόγιο δεν σημειώνει απλώς τρεις «επετείους». Μας καλεί να σκεφτούμε πώς χτίζεται μια συλλογική ταυτότητα: πάνω σε πράξεις ηρωισμού, πάνω σε σφαγές αθώων, πάνω σε πολιτικά λάθη και αδιέξοδα. Και ίσως η πιο δύσκολη αλλά και πιο επίκαιρη ερώτηση είναι αυτή:
Τι κάνουμε σήμερα με αυτή τη μνήμη; Την βάζουμε σε ένα στεγνό πρωτόκολλο «σαν σήμερα» ή τη χρησιμοποιούμε ως φακό για να κοιτάμε πιο καθαρά κάθε μορφή αυθαιρεσίας και βίας που εξακολουθεί να μας αφορά;
Γιατί αν κάτι ενώνει το Κούγκι, τα Καλάβρυτα και την αυτοεξορία του 1967, είναι ότι μας θυμίζουν πως η ιστορία δεν είναι μακρινό σκηνικό, είναι μια συνεχής, επίπονη διαπραγμάτευση με το τί σημαίνει ελευθερία.