Ήταν το πρώτο εικοσιτετράωρο που πρωτοετής φοιτητής στην Πάντειο Σχολή είχα πιάσει δουλειά ως δόκιμος δημοσιογράφος στην εφημερίδα Έθνος. Με διευθυντή τον Γιάννη Καψή και αρχισυντάκτη το Σεραφείμ Φυντανίδη. Με είχαν τοποθετήσει στο τμήμα του καλλιτεχνικού και πολιτιστικού ρεπορτάζ. Αλλά μου είπαν να κάνω και μεταφραστικό στο τμήμα των διεθνών ειδήσεων. Ήταν εκείνο το εικοσιτετράωρο όπου πραγματικά κολύμπησα στα βαθιά νερά του ρεπορτάζ και της δημοσιογραφίας. Και ήταν πολύ άγρια…

Ξημερώματα 8 Δεκεμβρίου 1966, στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας, το επιβατηγό–οχηματαγωγό «Ηράκλειον» βυθίζεται μέσα σε λίγα λεπτά. Πάνω από 200 άνθρωποι χάνονται στα παγωμένα νερά του Μυρτώου Πελάγους, σε μία από τις πιο πολύνεκρες ναυτικές τραγωδίες στην ελληνική ιστορία. Σε ένα ταξίδι που δεν έπρεπε να γίνει.

Advertisement
Advertisement

Το «Ηράκλειον», πρώην βρετανικό πλοίο Leicestershire, είχε αγοραστεί λίγα χρόνια νωρίτερα από την Typaldos Lines και μετασκευαστεί σε επιβατηγό–οχηματαγωγό για τις γραμμές Πειραιάς–Κρήτη. Διαφημιζόταν ως «το πιο πολυτελές, το πιο σύγχρονο και το πιο ασφαλές». Την ίδια ώρα που η διαφήμιση έπαιζε σε αθηναϊκές κινηματογραφικές αίθουσες, το πλοίο έμπαινε στη χειρότερη νύχτα της ιστορίας του.

Το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου 1966, ο καιρός στη Σούδα είναι άγριος: νοτιοανατολικοί άνεμοι, 9 μποφόρ. Μικρότερα πλοία μένουν δεμένα, αλλά το «Ηράκλειον» παίρνει άδεια απόπλου με προορισμό τον Πειραιά. Φεύγει με καθυστέρηση, για να φορτωθεί – σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες – ένα βαρύ φορτηγό–ψυγείο με πορτοκάλια, που δεν προσδένεται σωστά στο γκαράζ.

Στο πλοίο επιβαίνουν σχεδόν 300 άνθρωποι – ναυτικοί και επιβάτες – κυρίως Κρητικοί που ταξιδεύουν για δουλειές, σπουδές ή νοσηλεία στην Αθήνα. Ο ακριβής αριθμός δεν καταγράφεται ποτέ με βεβαιότητα: οι εκτιμήσεις για τους νεκρούς κυμαίνονται από 224 έως περίπου 250, με τους επιζώντες να μην ξεπερνούν τους 46–47.

Λίγα λεπτά κόλασης στο Μυρτώο

Οι ώρες περνούν με το πλοίο να παλεύει με τα κύματα. Μετά τα μεσάνυχτα, καθώς το «Ηράκλειον» διασχίζει το Μυρτώο, οι άνεμοι δυναμώνουν ακόμη περισσότερο. Κάποια στιγμή, κοντά στη νησίδα Φαλκονέρα, το φορτηγό–ψυγείο στο γκαράζ φαίνεται να αποκολλάται, να προσκρούει στη μία μπουκαπόρτα και να την διαλύει. Το παγωμένο νερό εισβάλλει με ορμή στο εσωτερικό.

Η κλίση είναι απότομη. Το πλοίο χάνει την ισορροπία του, αρχίζει να γέρνει. Στις 2:06 τα ξημερώματα, εκπέμπεται σήμα S.O.S. από τον ασύρματο: «Κινδυνεύομεν, Κινδυνεύομεν». Λίγο αργότερα, το «Ηράκλειον» βυθίζεται. Οι μαρτυρίες μιλούν για λιγότερο από δέκα λεπτά από τη στιγμή που άρχισε να μπάζει νερά μέχρι την τελική ανατροπή. Πολλοί επιβάτες δεν προλαβαίνουν καν να βγουν από τις καμπίνες τους.

Όσοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πέφτουν στη θάλασσα χωρίς σωσίβια, μέσα σε κύματα–τοίχους και απόλυτο σκοτάδι. Σώζονται όσοι καταφέρνουν να αρπαχτούν από δυο–τρεις σωσίβιες λέμβους που πρόλαβαν να πέσουν, από κομμάτια του φορτίου, από ξύλα. Είναι Δεκέμβρης, το νερό παγωμένο. Για πολλούς, ο θάνατος έρχεται από υποθερμία πριν καν φανεί άλλο πλοίο.

Advertisement

Τα μηνύματα κινδύνου δεν αξιολογούνται εγκαίρως όπως θα έπρεπε. Τα σκάφη που σπεύδουν στην περιοχή αργούν, ο συντονισμός είναι πρόχειρος. Η επιχείρηση διάσωσης θα διαρκέσει ώρες, με εμπορικά πλοία, πολεμικά, αεροπλάνα και ελικόπτερα να μαζεύουν όσους ακόμη ζουν. Λιγοστούς. Σε κάποιες σχεδίες, οι ναυαγοί μετρούν νεκρούς δίπλα τους.

Στον πρώτο όροφο των γραφείων της εφημερίδας, ο Γιάννης Καψής και ο Σεραφείμ Φυντανίδης συντόνιζαν όλους τους διαθέσιμους δημοσιογράφους. Οι ρεπόρτερ, στο ελεύθερο ρεπορτάζ, ήταν ο Σταύρος Ψυχάρης, ο Σπύρος και ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Κώστας Χαρδαβέλλας, ο Τέλης Ζώτος. Στην ομάδα μπήκα κι εγώ, παρά την απειρία μου. Ήδη είχε βγει η πρώτη έκτακτη έκδοση, αλλά έπρεπε να βγάλουμε επειγόντως και δεύτερη, αυτή τη φορά με φωτογραφίες από τα θύματα του ναυαγίου. Και λίγα λόγια – αντίδραση από τους συγγενείς. Τότε δεν υπήρχαν τα πολλά κανάλια παρά μόνο η ΥΕΝΕΔ και η ΕΙΡ στα σπάργανα. Και ούτε sites και social media και κινητά (για βίντεο) για να ανεβάζουν ότι έβρισκαν. Ήταν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Δεν ξέρω με ποιό τρόπο, αλλά μας είχε έρθει η λίστα με τα ονόματα του πληρώματος. Και ξεχυθήκαμε για τα σπίτια τους. (Σήμερα θα πήγαιναν δεκάδες κάμερες. Τότε υπήρχαν οι φιλμ κάμερες της ΥΕΝΕΔ και των «Ελληνικών Επικαίρων»). Εκείνο το ξημέρωμα πηγαίναμε εμείς ως ρεπόρτερς με μολύβι και μπλοκάκι. Να πάρουμε μερικές κουβέντες από συγγενείς και να ζητάμε φωτογραφία του δικού τους άνθρωπου που χάθηκε στα νερά του Αιγαίου. Βασανιστηκές μνήμες που τις κουβαλάω μέσα μου, στην αρχή μιας καριέρας που στην πορεία της γνώρισα κι άλλα, ακόμα χειρότερα, περιστατικά. Το ρεπορτάζ πάρα πολλές φορές είναι εξαιρετικά σκληρό.

Advertisement

Το πρωί με τα νέα από το ραδιόφωνο και με τις έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων, τα δραματικά γεγονότα απλώνονται στόμα με στόμα, σε όλη την Ελλάδα. Δονήσεις φτάνουν στον Πειραιά και στην Κρήτη. Στη Σούδα, στα Χανιά, στο Ηράκλειο, οι προβλήτες και τα καφενεία γεμίζουν από συγγενείς που ρωτούν, περιμένουν, κλαίνε. Οι λίστες των επιζώντων είναι μικρές, πρόχειρες και αντικρουόμενες. Ο αριθμός των νεκρών θα γίνει αντικείμενο διαφωνίας για δεκαετίες. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η αίσθηση ότι «κάτι δεν πήγε απλώς στραβά» – κάποιοι φταίνε.

Η κυβερνητική έρευνα που ακολουθεί αποκαλύπτει μια αλυσίδα παραλείψεων:

Το φορτηγό–ψυγείο φέρεται να μην ήταν σωστά δεμένο. Οι μπουκαπόρτες δεν είχαν επαρκή στεγανότητα. Οι διαδικασίες ασφαλείας ήταν ελλιπείς, δεν έγινε έγκαιρα διαταγή εγκατάλειψης πλοίου. Τα ναυαγοσωστικά μέσα δεν χρησιμοποιήθηκαν οργανωμένα. 

Advertisement

Στη δίκη που ακολουθεί, η πλοιοκτήτρια εταιρεία και στελέχη της καταδικάζονται για σειρά παραβάσεων και για πλαστογραφία εγγράφων που αφορούσαν την καταλληλότητα των πλοίων. Αποκαλύπτεται ότι 12 από τα 15 πλοία της εταιρείας δεν πληρούσαν τους διεθνείς κανόνες ασφαλείας.

Οι άνθρωποι πίσω από τους αριθμούς

Πίσω από τα νούμερα κρύβονται μικρές, συντριπτικές ιστορίες:

Ολόκληρες οικογένειες που χάθηκαν ταξιδεύοντας για νοσοκομεία της Αθήνας.

Advertisement

Νέοι που έφευγαν για να βρουν δουλειά στην πρωτεύουσα και δεν έφτασαν ποτέ.

Advertisement

Μητέρες που κρατούσαν τα παιδιά τους στην αγκαλιά μέχρι την τελευταία στιγμή, πριν τα καταπιεί η θάλασσα. 

Η αφήγηση των διασωθέντων – πολλοί από τους οποίους μίλησαν δημόσια δεκαετίες αργότερα – είναι γεμάτη ενοχές επιζώντος: «Γιατί σώθηκα εγώ;». Μαζί και οργή: για τις συνθήκες, για την προχειρότητα, για την αίσθηση ότι η ζωή τους άξιζε λιγότερο από ένα φορτίο πορτοκάλια.

Τι άφησε πίσω της η Φαλκονέρα

Το ναυάγιο του «Ηράκλειον» λειτούργησε ως σοκ-θεραπεία:

Advertisement

Οδήγησε σε αυστηρότερους κανονισμούς για τα ro–ro πλοία και τη στεγανότητα των μπουκαπόρτων.

Έφερε στο φως την ανάγκη για πραγματικούς, όχι «στα χαρτιά», ελέγχους αξιοπλοΐας.

Ενίσχυσε τις πιέσεις για καλύτερο συντονισμό στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο. 

Κάθε χρόνο, στις 8 Δεκεμβρίου, στεφάνια ρίχνονται στη θάλασσα, μνημόσυνα τελούνται στην Κρήτη και στον Πειραιά, τα ονόματα των θυμάτων διαβάζονται ξανά. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, θυμούνται ότι κάποτε ένα «ασφαλές» πλοίο έφυγε κόντρα σε όλα τα σημάδια και δεν έφτασε ποτέ.

Και στις δικές μου μνήμες ακόμα φωλιάζουν οι εικόνες μανάδων, συζύγων, παιδιών ναυτικών, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που συνέβη στη ζωή τους. Σπαραγμοί, καταρρεύσεις, κάποια σπίθα ελπίδας ότι μπορεί ο δικός τους άνθρωπος να ήταν μέσα στους λίγους ζωντανούς. Ήταν η πρώτη από τις πολλές στιγμές της καριέρας μου, όπου έπρεπε να συμφιλιώσω τον πόνο μέσα μου, το συναίσθημα που χτυπούσε σαν μαχαιριές, με το δημοσιογραφικό μου καθήκον. Να κάνω το ρεπορτάζ. Με τις ανθρώπινες ιστορίες, πίσω από την μεγάλη ιστορία. Ήταν τότε που το μόνο μας όπλο ήταν ένα μπλοκάκι και ένα μολύβι για σημειώσεις. Ούτε καν κασετοφωνάκι. Σήμερα τα δημοσιογραφικά  όπλα είναι πολύ διαφορετικά και αποτυπώνουν τα γεγονότα όχι με μια απλή γραφή και κάποιες φωτογραφίες…