Παρασκευή 21 Νοεμβρίου γιορτάζεται κάθε χρόνο η παγκόσμια μέρα της τηλεόρασης. Η HuffPost σε δύο βίντεο συνέχειες, αναρτά μιά ενδιαφέρουσα συζήτηση του Συμβούλου Έκδοσης και αρθρογράφου της Τέρενς Κουίκ, δημοσιογράφου συνυφασμένου με την ελληνική τηλεόραση και του Νίκου Γεωργιάδη, βασικού δημοσιογράφου – συνεργάτη της ψηφιακής εφημερίδας μας, με μεγάλη γνώση των δρώμενων στον κόσμο της μικρής οθόνης.
Κάθε νέα τηλεοπτική σεζόν ξεκινάει με την ίδια ευχή: «Φτάνει πια με την αυτοαναφορική τηλεόραση». Κι όμως, δύο μήνες μετά, τα κανάλια έχουν ξαναγυρίσει στο ίδιο έργο: εκπομπές που αναπαράγουν τι είπε μία άλλη εκπομπή, η οποία σχολίασε κάτι που είχε ειπωθεί σε μια τρίτη εκπομπή, σε άλλο κανάλι.
«Ξαφνικά», λέει ο Τέρενς Κουίκ στη συζήτησή του με τον Νίκο Γεωργιάδη, «βλέπεις ένα κανάλι να διαφημίζει δύο άλλα κανάλια. Και αναρωτιέμαι πώς το αντέχουν οι ιδιοκτήτες. Αυτοαναφορικότητα το λέμε αυτό».
«Το τεράστιο εγώ πολλών παρουσιαστών»
Για τον Τέρενς Κουίκ και τον Νίκο Γεωργιάδη, η αυτοαναφορικότητα δεν είναι απλώς ένα ύφος, αλλά σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθογένειας:
«Έχει να κάνει με το τεράστιο εγώ πολλών παρουσιαστών. Όταν νιώθουν ότι αυτό το εγώ θίγεται, αντιδρούν. Χωρίς ουσία για τον τηλεθεατή – γεμίζουν απλώς με περιεχόμενο τις εκπομπές τους».
Θυμούνται πώς ήταν οι πρώτες πρωινές εκπομπές στις αρχές της ιδιωτικής τηλεόρασης: γεμάτες στήλες – γυμναστική, ζώδια, μαγειρική, τραγούδι.
«Το τρίωρο περνούσε αλλιώς. Κάθε μέρα έβλεπες έναν τραγουδιστή στο πλατό. Τότε δεν υπήρχε YouTube και Spotify. Αν ήθελες να δεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη, τον έβλεπες στην πρωινή ζώνη».
Και φυσικά ο Τέρενς θυμάται την εποχή που «αν πήγαινες στο “Μπράβο” ή στο “Τσάο” γινόσουν σταρ», όταν τα νησιά «βούλιαζαν» από κόσμο στις τελευταίες εκπομπές της Μενεγάκη και της Κορομηλά. «Δεν μπορούσε ο σκηνοθέτης να βρει την παρουσιάστρια από τον κόσμο», λέει χαρακτηριστικά. «Αυτές οι εποχές έχουν τελειώσει».
Ο Μίνως Κυριακού και η τηλεόραση «για τον απλό τηλεθεατή»
Ο Τέρενς Κουίκ στέκεται ιδιαίτερα σε έναν άνθρωπο που, όπως λέει, διαμόρφωσε μια ολόκληρη εποχή: τον Μίνωα Κυριακού.
«Έχω την εικόνα ενός επιτυχημένου εφοπλιστή που έφτιαξε τηλεόραση από… κέφι. Αλλά με μία βασική αρχή: δεν έβλεπε την τηλεόραση ούτε ως ιδιοκτήτης, ούτε ως τεχνοκράτης. Τη σκεφτόταν ως ένας απλός τηλεθεατής: “Τι θα ήθελα να δω στο σπίτι μου;” Αυτή ήταν η μαγεία του Μίνωα».
Σε εκείνον πιστώνει και δύο δικές του ιστορικές εκπομπές: το «Απόψε με τον Τέρενς Κουίκ» και το «Μαζί την Κυριακή». Η λογική ήταν απλή, σχεδόν «παλιομοδίτικα» ανθρώπινη: «Τον χειμώνα, την ώρα που η οικογένεια κάθεται στο τραπέζι μετά την εκκλησία και τη βόλτα, 12 με 2, ήθελε να βλέπει κάτι ευχάριστο. Γι’ αυτό πηγαίναμε στο σπίτι του καλεσμένου. Κλειδαρότρυπα ήταν κι αυτό, αλλά με ποιότητα: έβλεπες και τη συνέντευξη και το περιβάλλον του εκάστοτε Αβραμόπουλου, Νταλάρα κ.λπ.»
Η μεγάλη έξοδος από την ΕΡΤ και το δάκρυ στο συμβόλαιο
Η πιο συγκινητική στιγμή της αφήγησής του Τέρενς, μετά πό ερώτηση του Νίκου. αφορά τη μετάβασή του από την ΕΡΤ στον ΑΝΤ1, το 1989. Τότε η ιδιωτική τηλεόραση ήταν ακόμα ένα άλμα στο κενό.
«Ήμουν ραδιόφωνο ΑΝΤ1 και τηλεόραση στην ΕΡΤ, σε μια εποχή συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και Αριστεράς. Σε δύο μήνες συμπλήρωνα 15 χρόνια και θα έπαιρνα επιπλέον επικουρική σύνταξη. Κι όμως, πήγα στον προσωπάρχη της ΕΡΤ και του ανακοίνωσα ότι φεύγω. “Μα σε δύο μήνες θα έχεις προσθέτο συνταξιοδοτικό δικαίωμα και θα μας αφήσεις;” μου είπε. Του απάντησα: “Ναι, γιατί θέλω να πάω σε κάτι καινούργιο που γίνεται στην Ελλάδα”».
31 Αυγούστου 1989, όπως θυμάται, κατέβηκε στον κάτω όροφο του ΑΝΤ1, στο ναυτιλιακό τμήμα του Μίνωα Κυριακού, μπήκε στο νομικό γραφείο του Κώστα Ξυδιά και υπέγραψε το συμβόλαιό του.
«Ήταν ένα ηγεμονικό συμβόλαιο. Και την ώρα που έβαλα την υπογραφή μου, άρχισε να παίζει σε κάποιο κασετόφωνο η “Ωδη της χαράς”. Εκείνη τη στιγμή έκλαψα. Άφηνα πίσω 15 χρυσά χρόνια στην ΕΡΤ, από το ’74».
Θυμάται και κάτι ακόμη, λιγότερο γνωστό: τη δημιουργία της ΕΡΤ3, μετά από απευθείας εντολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ήθελε ένα κανάλι στη Θεσσαλονίκη για να παίζει τα θέματα της Βόρειας Ελλάδας.
«Μου είπε: “Θέλω κανάλι στη Θεσσαλονίκη. Στις 2 Σεπτεμβρίου μιλάω στην Έκθεση, πρέπει να λειτουργεί.” Στις 17 Αυγούστου πήρα το σκαθαράκι της μάνας μου, δύο ρούχα, τους δίσκους μου και ένα pick–up, και βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη για να στήσω την αφετηρία αυτού του καναλιού».
«Είπα: ποτέ ξανά πολιτική»
Ο Τέρενς Κουίκ δεν κρύβει την πολιτική του ταυτότητα. Και σε ερώτηση του Νίκου Γεωργιάδη απάντησε ως εξής:
«Ποτέ δεν έκρυψα – και δεν το κρύβω ούτε σήμερα – ότι είμαι παιδί του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Παρ’ όλα αυτά συνεργάστηκα και με την Αριστερά. Ο κόσμος προχωράει, οι συνεργασίες πολλές φορές είναι χρήσιμες».
Η πολιτική, όμως, όπως την έζησε «από μέσα», τον απογοήτευσε «Γνώρισα την πολιτική από μέσα και είπα: “Χριστέ κι Απόστολε”. Δεν θέλω ποτέ ξανά να είμαι συντεταγμένος σε ένα κόμμα. Αυτό που πιστεύω πολιτικά το υπερασπίζομαι – αλλά ακριβώς γι’ αυτό γίνομαι και ο πιο σκληρός κριτής του».
Πόσο «λαβώθηκε» η εικόνα του εκείνη την περίοδο; τον ξαναρωτά ο Νίκος.
«Στο συντηρητικό κομμάτι ναι, αλλά όπως μου είπε ο Μανώλης Κοττάκης, τα 57 χρόνια που έκανα δημοσιογραφία δεν μπορεί κανείς να μου τα καπελώσει. Πάντα δημοσιογράφος ήμουν στη συνείδηση του κόσμου».
Η ματαιοδοξία και η χαμένη τέχνη του ρεπορτάζ
Επιστρέφοντας στο σήμερα, ο Τέρενς Κουίκ περιγράφει τη δική του διαδρομή – και μέσα από αυτήν, όσα λείπουν από τη νέα γενιά της τηλεόρασης:
«Έχω περάσει από το γυαλί. Έχω κάνει 17.000 δελτία ειδήσεων, 3.000 talk shows, χιλιάδες ρεπορτάζ για εφημερίδες και τηλεόραση σε όλους τους τομείς και 3.000 απίστευτα ρεπορτάζ στον δρόμο με την Έμη Λιβανίου, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κι εγώ ρωτάω: ένας που κάνει δελτίο ή εκπομπή, δεν πρέπει πρώτα να έχει λιώσει σόλες στο πεζοδρόμιο;»
Ο Τέρενς αναφέρεται στον Dan Rather, στους Αμερικανούς παρουσιαστές που δούλεψαν χρόνια στο ρεπορτάζ πριν μπουν στο στούντιο: «Είχαν αίσθηση του τι γίνεται έξω. Εγώ όταν έκανα ειδήσεις είχα εικόνα του έξω».
Για να προσθέσει ο Νίκος ότι σ’αυτή τη χώρα μας κυβέρνησαν άνθρωποι που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους – να μην έχουμε τουλάχιστον παρουσιαστές που έχουν δουλέψει στο δρόμο; Η ματαιοδοξία, όπως τη βιώνει, είναι σχεδόν επαγγελματικός κίνδυνος:
«Έχουμε να κάνουμε με ματαιοδοξίες ανθρώπων. Και η ματαιοδοξία μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια και πολύ άκομψες συμπεριφορές».
«Anchor σημαίνει άγκυρα, όχι πρωταγωνιστής σε μονόπρακτο»
Η πιο σκληρή του κριτική αφορά τα δελτία ειδήσεων και τον τρόπο που στήνονται:
Στην αμερικανική γλώσσα ο παρουσιαστής λέγεται anchor, δηλαδή άγκυρα. Εκείνος που συνδέει όλα τα “καράβια” των θεμάτων σε ένα δελτίο ειδήσεων. «Εδώ τι βλέπουμε; Ο παρουσιαστής αναπτύσσει όλη την είδηση, τα λέει όλα, κι ύστερα λέει: “Και τώρα συνδεόμαστε με τον ρεπόρτερ για λεπτομέρειες”. Και ο ρεπόρτερ τι να πει; “Έτσι είναι”».
Ο Τέρενς Κουίκ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν παρουσιαστές που σέβονται τον ρόλο του ρεπόρτερ – κατονομάζει τον Νίκο Χατζηνικολάου και τη Σία Κοσιώνη – αλλά το φαινόμενο είναι γενικευμένο: «Όταν ο άλλος έχει φάει από το πρωί βροχή, χιόνι, ζέστη για να σου δώσει θέμα, δεν μπορείς να του “τρώς” όλη την είδηση. Αυτό έχει να κάνει με την ανάγκη προσωπικής προβολής: “Εγώ είμαι ο ξύπνιος, εγώ τα ξέρω όλα”».
Για τα περίφημα «παράθυρα» στα δελτία είναι ξεκάθαρος:
«Τα παράθυρα τα ανακάλυψαν στην Αμερική όχι για να μπαίνουν μυριάδες “τύπου Χειλουδάκη” και να κάνουν σόου, αλλά για να βγαίνει ο ρεπόρτερ από τον τόπο του συμβάντος ή ένας υπουργός για μια δήλωση δύο λεπτών. Εδώ βλέπεις έξι παράθυρα με έξι ανθρώπους να περιμένουν πότε θα έρθει η σειρά τους».
Η «σχολή Μαλέλη», τα σόου και τα σύντομα ρεπορτάζ
Ο Τέρενς Κουίκ μιλά με σεβασμό για τον Σταμάτη Μαλέλη, παρότι δεν συμφώνησε ποτέ με όλα όσα έφερε στην τηλεόραση.
«Ο Σταμάτης είναι ο αρχιτέκτονας μιας σχολής δημοσιογραφικής. Μπορεί εγώ να μη συμφωνώ με τα σόου που έστησε στα παράθυρα, αλλά συμφώνησαν τα αφεντικά – ήταν πολύ εμπορικό. Και κάτι σημαίνει αυτό».
Όταν ο Μαλέλης ανέλαβε Διευθυντής ειδήσεων στο STAR όπου παρουσιαστής ήταν ο Τέρενς, και τις έκανε με πιο «σοουτζίδικο» ύφος, ο Κουίκ αρνήθηκε να το υπηρετήσει:
«Δεν μπορούσα. Δεν μου έβγαινε. Το κατάλαβε και μου είπε: “Πάρε την πρωινή ζώνη, 7 με 10”, κι έτσι βγήκε η πρωινή εκπομπή με την Έμη Λιβανίου και τα ρεπορτάζ δρόμου».
Την ίδια στιγμή, υπερασπίζεται κάποιες βασικές αρχές της λεγόμενης «αμερικανικής σχολής» που έμαθε από την Κόνι Τόμπσον, την Αμερικανίδα εκπαιδεύτρια δημοσιογράφων στον ΑΝΤ1: «Μας έλεγε: “Μη βάζετε μουσικές στα ρεπορτάζ. Η καλύτερη μουσική είναι οι φυσικοί ήχοι”. Και: “Ένα ρεπορτάζ δεν μπορεί να είναι πάνω από δύο λεπτά”. Το τέλος του Βιετνάμ, που κόστισε εκατομμύρια ζωές, το απέδωσε ο Walter Cronkite σε 2 λεπτά και 4 δεύτερα. Εδώ για ένα μικρό ελληνικό “Βιετνάμ” θα κάναμε ώρες ρεπορτάζ».
Αχαριστία, τηλέφωνα και μια πινακίδα στο γραφείο του Μίνω
Σε ένα από τα πιο ανθρώπινα σημεία της συζήτησης, ο Τέρενς Κουίκ μιλά για την αχαριστία στον χώρο – χωρίς ονόματα, αλλά με σαφή υπονοούμενα: «Ξέρεις τι είναι χειρότερο; Ο άνθρωπος που σε έχει βοηθήσει, που σε έχει στήσει, που κάτι σου ’μαθε, να είναι πια στο απέξω και να μην του σηκώνεις ούτε το τηλέφωνο. Τι είναι; Το δέντρο που το κόβεις και το πεθαίνεις;»
Θυμάται μία φράση που είχε σε πινακίδα πάνω στο γραφείο του ο Μίνως Κυριακού, στο Agora Center: «Έγραφε: “Ουδείς πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος”. Το πιστεύω απόλυτα. Το βλέπω να επιβεβαιώνεται».
Ο ίδιος, παρ’ όλα αυτά, επιλέγει να κρατά τις καλές στιγμές:
«Πέρασα πολύ καλά με ανθρώπους που κάποτε ήταν “μαθητές” μου. Με τον Νίκο Μάνεση, τον Σταμάτη Μαλέλη, τον Στρατή Λιαρέλη, τον Θοδωρή Δρακάκη, τη Νίκη Λιμπεράκη. Προτιμώ να θυμάμαι αυτά και νόχι ποιος δεν σήκωσε ένα τηλέφωνο».
Στο τέλος αυτής της εκ βαθέων συζήτησης, μένει η αίσθηση ενός ανθρώπου που έζησε από μέσα την πιο λαμπερή και την πιο σκοτεινή πλευρά της ελληνικής τηλεόρασης. Κι αν κάτι ζητά σήμερα, δεν είναι νοσταλγία για τα παλιά, αλλά λίγη περισσότερη δουλειά στο πεζοδρόμιο, λίγο λιγότερη ματαιοδοξία στο πλατό – και πολύ λιγότερη τηλεόραση που μιλά μόνο για… την ίδια την τηλεόραση.
Αύριο η δεύτερη συνέχεια