Ένα «μπαμ» εν ψυχρώ σε μια γωνία των Εξαρχείων, το βράδυ του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου 2008, έγινε η σπίθα που έβαλε φωτιά σε ολόκληρη τη χώρα. Η σφαίρα που σκότωσε τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο δεν τρύπησε μόνο την καρδιά ενός παιδιού· τρύπησε την ψευδαίσθηση κανονικότητας μιας ολόκληρης γενιάς.
Ήταν λίγο μετά τις 9 το βράδυ, στην οδό Μεσολογγίου και Τζαβέλλα. Μια λογομαχία, ένα περιπολικό που απομακρύνεται και επιστρέφει, δύο ειδικοί φρουροί που κατεβαίνουν από το όχημα. Ο Επαμεινώνδας Κορκονέας σηκώνει το υπηρεσιακό του όπλο. Δύο – κατά άλλους τρεις – πυροβολισμοί σκίζουν τη νύχτα. Ο Αλέξης πέφτει στο οδόστρωμα.
Η είδηση διαδίδεται μέσα σε λεπτά. Τα κινητά χτυπούν, τα πρώτα SMS γράφουν «η αστυνομία σκότωσε παιδί στα Εξάρχεια». Σχεδόν αυτόματα, ο στενός δρόμος μετατρέπεται σε σημείο συγκέντρωσης. Σπάει μια σιωπή χρόνων για την αστυνομική βία.
Οι πρώτες πέτρες και μολότοφ πέφτουν στην Πατησίων. Σε λίγες ώρες, η εικόνα απλώνεται σε όλο το κέντρο: καμένα αυτοκίνητα, σπασμένες βιτρίνες, φωτιές σε τράπεζες, καταστήματα, δημόσια κτίρια.
Το βράδυ της 6ης και τις επόμενες ημέρες η Αθήνα θυμίζει εξέγερση: Τα Εξάρχεια γίνονται πεδίο μάχης. Η Σταδίου, η Πανεπιστημίου, η Πατησίων γεμίζουν οδοφράγματα. Πανεπιστήμια και σχολές καταλαμβάνονται, λύκεια και γυμνάσια κλείνουν από μαθητές που βγαίνουν στους δρόμους.
Η «γενιά των 700 ευρώ» βρίσκει ξαφνικά φωνή. Μαθητές, φοιτητές, νέοι εργαζόμενοι, άνεργοι, μια ολόκληρη κοινωνική μάζα συσσωρευμένης οργής εκρήγνυται. Οι διαδηλώσεις δεν περιορίζονται στην Αθήνα: Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα, Ηράκλειο, σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις βλέπουν επεισόδια, πορείες, συγκρούσεις.
Για εβδομάδες, η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό είναι μια χώρα σε αναβρασμό.
Ο ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας συλλαμβάνεται και κατηγορείται για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Χρόνια μετά, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο τον κρίνει ένοχο και τον καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη. Η υπόθεση όμως δεν κλείνει εκεί: αποφυλακίσεις, αναιρέσεις, νέες δίκες, κάθε απόφαση επαναφέρει στη μνήμη τη νύχτα του 2008 και ξυπνά ξανά την κοινωνική ένταση.
Το όνομα «Κορκονέας» γίνεται συνώνυμο της αλαζονείας τηςεξουσίας και της πιο σκοτεινής όψης της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Στο πολιτικό κέντρο της κρίσης βρίσκεται ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Προκόπης Παυλόπουλος (όχι Εξωτερικών, όπως συχνά μπερδεύεται στη μνήμη πολλών). Εκείνο το βράδυ, χτυπά ασταμάτητα το τηλέφωνό του. Οι εικόνες από τις φωτιές στην Αθήνα παίζουν σε όλα τα κανάλια, η κυβέρνηση Καραμανλή κλυδωνίζεται.
Ο Παυλόπουλος εμφανίζεται δημόσια ψύχραιμος, δηλώνει παραίτηση που δεν γίνεται δεκτή, καλεί σε αυτοσυγκράτηση, υπόσχεται πλήρη διαλεύκανση. Από τη μία, πιέζεται από τους δρόμους που φλέγονται. Από την άλλη, από ένα κρατικό μηχανισμό που νιώθει ότι αμφισβητείται.
Για κάποιους, η στάση του ήταν αυτή του θεσμικού παράγοντα που δεν ρίχνει λάδι στη φωτιά. Για άλλους, συμβόλιζε την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να δώσει πραγματικές απαντήσεις σε μια γενιά που έβλεπε μπροστά της μόνο αδιέξοδο.
Από τότε, κάθε 6 Δεκεμβρίου η Ελλάδα επιστρέφει σε εκείνο το βράδυ. Πορείες, συγκεντρώσεις, ενίοτε επεισόδια. Το όνομα «Αλέξης» γράφεται σε πανό, σε τοίχους, σε συνθήματα.
Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου δεν έμεινε ένα «μεμονωμένο περιστατικό». Άνοιξε συζητήσεις για τον ρόλο της αστυνομίας και την εκπαίδευση των σωμάτων ασφαλείας, τα δικαιώματα των νέων και τον τρόπο που το κράτος τους αντιμετωπίζει, την κοινωνική ανισότητα, την ανεργία, την προοπτική μιας γενιάς που μεγάλωσε σε κρίση.
Κάθε «σαν σήμερα» δεν είναι απλώς μια υπενθύμιση ενός εγκλήματος. Είναι μια υπενθύμιση ότι μια ολόκληρη πόλη – και μια χώρα – μπορεί να αλλάξει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, από μια σφαίρα που δεν έπρεπε ποτέ να έχει φύγει.
Αθήνα, 6 Δεκεμβρίου: η ημερομηνία παραμένει ανοιχτή πληγή και ταυτόχρονα ένα σημείο αναφοράς για το πώς ένα τραγικό γεγονός μπορεί να μετατραπεί σε συλλογική μνήμη και πολιτικό αίτημα