Η δίκη για τον θάνατο του Σήφη Βαλυράκη, που έχασε τη ζωή του τον Ιανουάριο του 2021 στη θαλάσσια περιοχή της Ερέτριας, διεκόπη για 30 Σεπτεμβρίου. Είχαν προηγηθεί άλλες 3 αναβολές.
Η τελευταία δόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2025 λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του αείμνηστου Αλέξη Κούγια, συνηγόρου του δύο κατηγορούμενων. Οι προηγούμενες αναβολές είχαν δοθεί καθώς ο προσδιορισμός της δίκης συνέπεσε με αποχή των δικηγόρων.
Πέραν των αναβολών, η υπόθεση πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να παραπεμφθούν σε δίκη οι δύο ψαράδες που κατηγορούνται για ανθρωποκτονία του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Η οικογένεια του Σήφη Βαλυράκη δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, με τη δικηγόρο Ζωή Κωνσταντοπούλου να υπογραμμίζει: «Ζητούμε την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και πιστεύουμε ότι αυτό θα επιτευχθεί μέσα από τη δικαστική διαδικασία».
Από την πλευρά τους, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν κάθε εμπλοκή. Όπως ισχυρίζονται, δεν βρίσκονταν στην θάλασσα την ώρα που φέρεται να έγινε η δολοφονία του θύματος, αλλά στο σπίτι τους.
Ο πρώτος υπογράμμισε: «Είμαι ψαράς από παιδί, από τα οκτώ μου χρόνια βρίσκομαι στη θάλασσα. Αυτή είναι η δουλειά μου, δεν έχω πειράξει ποτέ κανέναν».
Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο αδελφός του, ο οποίος επανέλαβε πως από μικρό παιδί ασχολείται αποκλειστικά με την αλιεία. Και οι δύο αρνήθηκαν την κατηγορία λέγοντας: «Είμαστε αθώοι, βρισκόμασταν σπίτι μας για φαγητό, έχουμε μάρτυρες».
Σημειώνεται ότι, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο όταν η Εισαγγελία Χαλκίδας αποφάνθηκε ότι έπρεπε να απορριφθεί ως «ουσία αβάσιμη» η μήνυση της οικογένειας Βαλυράκη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Για την οικογένεια είχε μείνει μια τελευταία ελπίδα: να προσφύγει στην Εισαγγελία Εφετών κατά της διάταξης αρχειοθέτησης.
Η εμπεριστατωμένη προσφυγή των δικηγόρων της οικογένειας Βαλυράκη έγινε δεκτή, με αποτέλεσμα η δικογραφία να διαβιβαστεί ξανά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας και στη συνέχεια να χρεωθεί σε τακτικό ανακριτή, ο οποίος μελέτησε το υλικό και κάλεσε τους κατηγορούμενους σε απολογία. Έτσι η δικογραφία έφτασε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που παρέπεμψε τους δύο κατηγορούμενους σε δίκη.
Σύμφωνα με τους συνηγόρους της οικογένειας του θύματος (Ζωή Κωνσταντοπούλου, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Βασίλης Λεμπέσης, Κώστας Παπαδάκης και Μανώλης Φωτάκης) «διά του παραπεμπτικού βουλεύματος επισφραγίζεται ότι από πλήθος ευρημάτων, αποδείξεων και στοιχείων της δικογραφίας, τα οποία τεκμηριωμένα εκθέταμε και αξιολογούσαμε εδώ και δύο χρόνια, στοιχειοθετείται ότι ο θάνατος του αείμνηστου Σήφη Βαλυράκη δεν οφείλεται σε “ατύχημα”, όπως κάποιοι καλοθελητές επιχείρησαν να εμφανίσουν, αλλά σε δολοφονία, με δράστες-φυσικούς αυτουργούς τους δύο κατηγορούμενους, οι οποίοι έδρασαν από κοινού, σε πλήρη συνεννόηση, ενώ εκ των υστέρων επίσης από κοινού προσπαθούν να αποσείσουν τις ευθύνες τους».
Στο κατηγορητήριο αναφέρεται πως «ενεργώντας επικίνδυνους ελιγμούς με το αλιευτικό σας γύρωθεν του φουσκωτού του σκάφους, διαπληκτιστήκατε μαζί του και στη συνέχεια, με τη χρήση ενός ξύλινου κονταριού, τον πλήξατε στο πάνω μέρος του κορμιού του τουλάχιστον 2-3 φορές, με αποτέλεσμα αυτός να πέσει χωρίς τη θέληση του στη θάλασσα».
Καταλογίζεται, επίσης, στους δύο ψαράδες πως «θέλοντας να συγκαλύψουν την πράξη τους, μόλις αντιλήφθηκαν ότι ο Ιωσήφ Βαλυράκης έπεσε στη θάλασσα χτυπώντας στην προπέλα των εν κινήσει σκαφών, απομακρύνθηκαν από το σημείο, εγκαταλείποντας αυτόν αβοήθητο και χωρίς να παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία, καίτοι καλώς γνώριζαν ότι αναζητείτο το θύμα από τις λιμενικές Αρχές, παρεμποδίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε έγκαιρη σωστική ενέργεια».
Το χρονικό της δολοφονίας
Το απόγευμα της 24ης Ιανουαρίου 2021, η Μίνα Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη επικοινώνησε με το Λιμεναρχείο Ερέτριας δηλώνοντας ότι ο σύζυγός της είχε φύγει στις 2 το μεσημέρι με το φουσκωτό και δεν είχε επιστρέψει. Το σκάφος (με το όνομα «Μίνα») εντοπίστηκε προσαραγμένο στο Ασπρονήσι με τη μηχανή να δουλεύει και με δύο ψαροντούφεκα στο εσωτερικό του. Αργότερα ο πρώην υπουργός βρέθηκε νεκρός στη θαλάσσια περιοχή Πεζονήσι.
Δύο άτομα μπήκαν από την αρχή στο κάδρο των ευθυνών καθώς ο βασικός μάρτυρας της υπόθεσης (επίσης ψαράς) περιέγραψε σε τηλεοπτική εκπομπή («Φως στο τούνελ», Alpha) ότι τους είδε να λογομαχούν με τον Σ. Βαλυράκη και ο ένας από τους δύο να τον χτυπάει.
Ο αυτόπτης μάρτυρας υποστήριξε ότι βρισκόταν στο Πεζονήσι της Ερέτριας σε απόσταση 150 μέτρων από το σημείο που βρισκόταν ο πρώην υπουργός με το φουσκωτό του, είδε το καΐκι να πλησιάζει το φουσκωτό και υπέθεσε ότι οι ψαράδες θα έκαναν στον ιδιοκτήτη του σύσταση να μην κάνει ψαροντούφεκο στην περιοχή που εκείνοι ρίχνουν τα δίχτυα τους.
«Ουρλιάζανε “φύγε ρε, τι δουλειά έχεις εδώ πέρα;”», είπε και περιέγραψε ότι έκαναν μανούβρες με φουλ τις μηχανές γύρω από το φουσκωτό και «ο ένας με φόρμα χακί πήρε το κοντάρι και τον χτύπησε δυο-τρεις φορές. Ο πιο ψηλός από τους δύο τον χτύπησε. Την ώρα που έπεσε στη θάλασσα, κάνανε ανάποδα και φύγανε. Το σκάφος του Βαλυράκη κινούνταν, όχι σε μεγάλη ταχύτητα, ελαφρώς».
Από την πρώτη στιγμή ο μάρτυρας έκανε λόγο για «δολοφονία», ισχυριζόταν ότι γνωρίζει τους δράστες («είχαν χτυπήσει στο παρελθόν κι έναν άλλο ψαρά με ξύλινο τελάρο στο κεφάλι γιατί είχε βάλει παραγάδια») και ότι δεν είδε μόνο αυτός το περιστατικό: «Και η γυναίκα που ήταν στην ξαπλώστρα πρέπει να το είδε. Και ο άνθρωπος αυτός που τον είχανε τσιλιαδόρο για να βγάζουνε θαλασσινά το είδε. Δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά δεν μιλάνε οι άλλοι». Τη σιωπή των υπολοίπων την απέδιδε σε απειλές και εκφοβισμούς που, όπως είπε, δέχτηκε και ο ίδιος για να μη μιλήσει. Εξαιτίας αυτών των απειλών φαίνεται ότι αρνήθηκε να καταθέσει στη Λιμενική Αρχή Χαλκίδας που τον κάλεσε, μία μέρα μετά την προβολή της εκπομπής «Φως στο τούνελ», να κατονομάσει τους δύο ψαράδες. Ο μάρτυρας ζήτησε να καταθέσει στο Τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, όπως και έγινε.
Ωστόσο, τα στοιχεία της δικογραφίας περιλαμβάνουν μια… έκπληξη: τη μέρα που η Λιμενική Αρχή Χαλκίδας κάλεσε τον μάρτυρα να κατονομάσει τους ψαράδες και εκείνος αρνήθηκε, οι λιμενικές αρχές κάλεσαν εννέα μέλη των οικογενειών τους, οι οποίοι με τις καταθέσεις τους τούς έδιναν άλλοθι υποστηρίζοντας ότι βρίσκονταν μακριά από το σημείο του εγκλήματος το επίμαχο χρονικό διάστημα. Έτσι, παρότι οι δύο ύποπτοι κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις, η υπόθεση τέθηκε αρχικώς στο αρχείο.