Εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά για την αντιμετώπιση ψυχικών διαταραχών όπως η κατάθλιψη και το άγχος. Τα φάρμακα αυτά μπορούν να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά, όμως δεν είναι άμοιρα σωματικών παρενεργειών: από μεταβολές στο βάρος έως αλλαγές στον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση.

Μια νέα, εκτενής ανάλυση που πραγματοποιήσαμε με τους συνεργάτες μου δείχνει ότι οι σωματικές επιδράσεις δεν είναι ίδιες για όλα τα αντικαταθλιπτικά. Εντοπίσαμε καθαρές και κλινικά σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα φάρμακα, ορισμένα συσχετίστηκαν με μεγαλύτερη επίδραση στο βάρος, άλλα στον καρδιακό ρυθμό, τη χοληστερόλη ή την αρτηριακή πίεση. Για τους δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους που λαμβάνουν αυτές τις θεραπείες, αυτές οι διαφορές έχουν πραγματική σημασία.

Advertisement
Advertisement

Πώς έγινε η μελέτη

Συνδυάσαμε στοιχεία από 151 τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές, που αφορούσαν 58.534 άτομα και αξιολόγησαν 30 διαφορετικά αντικαταθλιπτικά. Οι μελέτες κατέγραφαν συνήθεις κλινικούς δείκτες, όπως σωματικό βάρος, αρτηριακή πίεση και καρδιακό ρυθμό και οι περισσότερες διήρκησαν περίπου οκτώ εβδομάδες.
Για να συγκρίνουμε τις θεραπείες μεταξύ τους, εφαρμόσαμε δικτυακή μετα-ανάλυση (network meta-analysis), μια μέθοδο που επιτρέπει ταυτόχρονη αξιολόγηση πολλών φαρμάκων και παράγει ένα είδος «πίνακα κατάταξης» για κάθε σωματική έκβαση.

Τι δείχνουν τα δεδομένα

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ακόμη και στο χρονικό πλαίσιο των οκτώ εβδομάδων οι σωματικές διαφοροποιήσεις μεταξύ αντικαταθλιπτικών είναι ευδιάκριτες:

  • Βάρος: Με την αγομελατίνη παρατηρήθηκε μέση απώλεια ~2,5 κιλών, ενώ με τη μαπροτιλίνη μέση αύξηση σχεδόν 2 κιλών.
  • Καρδιακός ρυθμός: Η φλουβοξαμίνη μείωσε τον ρυθμό κατά περίπου 8 σφύξεις/λεπτό, ενώ η νορτριπτυλίνη τον αύξησε κατά περίπου 14 — διαφορά πάνω από 20 σφύξεις/λεπτό μεταξύ φαρμάκων.
  • Συστολική αρτηριακή πίεση: Καταγράφηκε εύρος άνω των 11 mmHg ανάμεσα σε δοξεπίνη και νορτριπτυλίνη.
  • Λιπίδια & γλυκόζη: Παροξετίνη, βενλαφαξίνη, δεσβενλαφαξίνη και ντουλοξετίνη συσχετίστηκαν με υψηλότερη ολική χοληστερόλη, ενώ η ντουλοξετίνη συνδέθηκε επίσης με αυξημένα επίπεδα σακχάρου.

Με απλά λόγια: τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι εναλλάξιμα ως προς τις επιδράσεις τους στο σώμα. Το «προφίλ» κάθε φαρμάκου μπορεί να ταιριάζει περισσότερο ή λιγότερο σε συγκεκριμένους ανθρώπους, ανάλογα με τα συνοδά προβλήματα υγείας και τις προτεραιότητές τους.

Σημαντικές διευκρινίσεις και όρια

Η ανάλυση επικεντρώθηκε σε βραχυπρόθεσμη χορήγηση (~8 εβδομάδες). Επειδή πολλοί ασθενείς λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά για μήνες ή χρόνια, οι μακροπρόθεσμες σωματικές επιδράσεις ενδέχεται να είναι εντονότερες. Αυτό καθιστά απαραίτητη την τακτική κλινική παρακολούθηση (π.χ. μέτρηση βάρους, πίεσης, σφυγμών, βασικών αιματολογικών δεικτών).
Επιπλέον, συμπεριλάβαμε αντικειμενικές εκβάσεις που καταγράφονται ομοιόμορφα στις δοκιμές. Σημαντικά ζητήματα, όπως οι σεξουαλικές παρενέργειες δεν περιλήφθηκαν, όχι επειδή είναι αμελητέα, αλλά επειδή δεν μετρώνται συστηματικά στην έρευνα. Μελλοντικές μελέτες πρέπει να καλύψουν αυτό το κενό.

Όχι «καλά» και «κακά» φάρμακα αλλά σωστό ταίριασμα

Τα αποτελέσματα δεν συνιστούν κατάλογο «καλών» ή «κακών» αντικαταθλιπτικών. Δείχνουν ότι διαφορετικά φάρμακα έχουν διαφορετικά σωματικά αποτυπώματα. Το πιο χρήσιμο ερώτημα δεν είναι «δουλεύουν/δεν δουλεύουν;» αλλά «ποιο φάρμακο ταιριάζει σε ποιον;»
Για κάποιον με παχυσαρκία, διαβήτη ή υπέρταση, είναι λογικό να προτιμηθεί αγωγή με ουδέτερη επίδραση σε βάρος, γλυκόζη και πίεση. Για ένα λιποβαρές άτομο με χαμηλή πίεση, ο συμβιβασμός μπορεί να είναι διαφορετικός. Η «σωστή» επιλογή εξαρτάται από τον εκάστοτε ασθενή.

Πρακτική εφαρμογή και υποστήριξη από εργαλεία

Η εξατομικευμένη συνταγογράφηση είναι απαιτητική: οι γιατροί πρέπει να σταθμίσουν πάνω από είκοσι αντικαταθλιπτικά και ένα πλήθος πιθανών παρενεργειών. Γι’ αυτό, πέρα από την ανάλυση, έχουμε αναπτύξει ένα δωρεάν, προσβάσιμο εργαλείο που διευκολύνει την κοινή λήψη αποφάσεων:
ο γιατρός και ο ασθενής επιλέγουν τις παρενέργειες που θέλουν περισσότερο να αποφύγουν και ορίζουν τη βαρύτητα κάθε προτίμησης. Το εργαλείο συνδυάζει αυτές τις προτεραιότητες με βάσεις δεδομένων παρενεργειών και παράγει εξατομικευμένη κατάταξη αντικαταθλιπτικών, ώστε να εντοπιστούν οι επιλογές που ταιριάζουν καλύτερα στον συγκεκριμένο άνθρωπο.

Advertisement

Το ουσιώδες μήνυμα

Τα αντικαταθλιπτικά παραμένουν αποτελεσματικά για πολλούς. Η μελέτη μας δεν το αναιρεί. Αναδεικνύει όμως ότι δεν είναι όλα ίδια ως προς τις σωματικές συνέπειες — στο βάρος, την πίεση, τον καρδιακό ρυθμό και τη γλυκόζη — και ότι αυτές οι διαφορές έχουν κλινικό βάρος.

Αντί να συζητάμε γενικώς «υπέρ» ή «κατά» των αντικαταθλιπτικών, χρειάζεται να ταιριάζουμε το φάρμακο στο άτομο, μέσα από διάλογο γιατρού–ασθενούς και τακτική παρακολούθηση. Με τη βοήθεια κατάλληλων εργαλείων, μπορούμε να οδηγήσουμε σε επιλογές ασφαλέστερες και καλύτερα ανεκτές για κάθε ασθενή.

ΠΗΓΗ: The Conversation

Advertisement