Όσον αφορά τον καρκίνο του παχέος εντέρου (CRC), δηλαδή τους καρκίνους που εμφανίζονται στο παχύ έντερο και στο ορθό, η επιστημονική γνώση για το πώς μειώνεται ο κίνδυνος εξελίσσεται συνεχώς. Τα πιο πρόσφατα ευρήματα συγκλίνουν στο ότι η συχνή κατανάλωση επεξεργασμένου και κόκκινου κρέατος αυξάνει τον κίνδυνο, ενώ μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες δρα προστατευτικά.

Παράλληλα, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα γαλακτοκομικά, ιδίως το γιαούρτι με προβιοτικά, μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του κινδύνου, ενώ η τακτική και αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ φαίνεται να τον επιβαρύνει. Σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση της πρόσληψης φυτικών τροφών γενικότερα θεωρείται ότι πιθανόν προσφέρει επιπλέον οφέλη.

Advertisement
Advertisement

Οι επιστήμονες επιδιώκουν διαρκώς να κατανοήσουν βαθύτερα τους μηχανισμούς πρόληψης, ιδίως επειδή τα περιστατικά αυξάνονται διεθνώς και μάλιστα παρατηρείται ιδιαίτερη άνοδος σε άτομα κάτω των 55 ετών. Αν εξαιρεθούν ορισμένοι τύποι καρκίνου του δέρματος, ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί την τρίτη συχνότερη κακοήθεια σε άνδρες και γυναίκες στις ΗΠΑ, με σχεδόν 150.000 νέες διαγνώσεις ετησίως. Αυτό υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι να εξετάζονται διατροφικοί και συμπεριφορικοί παράγοντες που μπορούν να μεταβάλουν τον κίνδυνο.

Σε αυτό το πλαίσιο, μια ιταλική ερευνητική ομάδα εστίασε στα καροτενοειδή, φυτικές χρωστικές που απαντώνται κυρίως σε φρούτα και λαχανικά, για να αξιολογήσει αν η αυξημένη πρόσληψή τους σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο European Journal of Clinical Nutrition. Παρακάτω συνοψίζονται η μεθοδολογία και τα βασικά ευρήματα.

Πώς σχεδιάστηκε η μελέτη

Η ανάλυση βασίστηκε σε δεδομένα από μελέτη τύπου «περίπτωσης–μάρτυρα» που διεξήχθη στην Ιταλία την περίοδο 1992–1996. Σε τέτοια σχέδια, συγκρίνονται συστηματικά άτομα με τη νόσο (στην προκειμένη περίπτωση, καρκίνο παχέος εντέρου) με άτομα χωρίς τη νόσο (ομάδα ελέγχου), ώστε να εντοπιστούν διαφορές σε παράγοντες κινδύνου. Συμμετείχαν 1.953 ασθενείς ηλικίας 19–74 ετών (μέση ηλικία 62) και περίπου 4.200 άτομα στην ομάδα ελέγχου ηλικίας 20–74 ετών (μέση ηλικία 58), χωρίς προηγούμενο ιστορικό καρκίνου.

Εκπαιδευμένοι συνεντευκτές συνέλεξαν δεδομένα για κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, ανθρωπομετρικά μεγέθη (π.χ. ΔΜΣ), συνήθειες ζωής (σωματική δραστηριότητα, διατροφή, κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα) και οικογενειακό ιστορικό καρκίνου. Η διατροφική πρόσληψη καροτενοειδών εκτιμήθηκε μέσω ερωτηματολογίων συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων (FFQ), τα οποία κατέγραφαν τη μέση εβδομαδιαία κατανάλωση συγκεκριμένων τροφίμων/συνταγών και το αλκοόλ. Με βάση τη συνολική πρόσληψη, οι συμμετέχοντες κατανεμήθηκαν σε πέντε πεμπτημόρια για σκοπούς σύγκρισης.

Τι έδειξαν τα αποτελέσματα

Advertisement

Μετά από στατιστικές αναλύσεις και προσαρμογές για σημαντικούς συγχυτικούς παράγοντες, όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, που είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο, προέκυψε μια σαφής, αντίστροφη και περίπου γραμμική συσχέτιση ανάμεσα στην πρόσληψη καροτενοειδών και τον κίνδυνο καρκίνου παχέος εντέρου: Οσο υψηλότερη η πρόσληψη, τόσο χαμηλότερος ο κίνδυνος. Η σχέση αυτή καταγράφηκε ειδικότερα για το άλφα-καροτένιο, το βήτα-καροτένιο, τη βήτα-κρυπτοξανθίνη και τη λουτεΐνη/ζεαξανθίνη.

Η προστατευτική συσχέτιση παρατηρήθηκε τόσο για κάθε καροτενοειδές ξεχωριστά όσο και για τη συνολική πρόσληψη. Ανάμεσά τους, το βήτα-καροτένιο ξεχώρισε, καθώς υψηλή κατανάλωση τροφών πλούσιων σε βήτα-καροτένιο συνδέθηκε με έως και 40% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Επιπλέον, διαπιστώθηκε σαφής «δοσοεξαρτώμενη» τάση: Τα άτομα στο δεύτερο πεμπτημόριο (~16.000 mcg/ημέρα) είχαν περίπου 18% χαμηλότερο κίνδυνο σε σύγκριση με το πρώτο, ενώ όσοι βρίσκονταν στο πέμπτο (υψηλότερο) πεμπτημόριο (~23.000 mcg/ημέρα) εμφάνιζαν περίπου 41% χαμηλότερο κίνδυνο. Για να γίνουν πιο χειροπιαστά αυτά τα μεγέθη, 1 φλιτζάνι βρασμένη γλυκοπατάτα χωρίς φλούδα προσφέρει σχεδόν 31.000 mcg βήτα-καροτενίου και 1 φλιτζάνι χυμός καρότου περίπου 22.000 mcg.[4]

Στον συγκεκριμένο πληθυσμό, οι πιο συχνές διατροφικές πηγές καροτενοειδών ήταν τα καρότα, τα εσπεριδοειδή, τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, οι ντομάτες και τα μπιζέλια. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, τα καροτενοειδή πιθανολογείται ότι ασκούν αντικαρκινικές δράσεις μέσω αντιοξειδωτικών μηχανισμών, αλλά και μέσω ρύθμισης/αναστολής της ανάπτυξης καρκινικών κυττάρων

Advertisement

Περιορισμοί και ερμηνεία

Παρά τα θετικά ευρήματα, πρέπει να επισημανθεί ότι τα FFQ έχουν εγγενείς αδυναμίες: βασίζονται στη μνήμη και στις εκτιμήσεις των συμμετεχόντων, άρα μπορεί να εισάγουν μεροληψίες και σφάλματα. Επιπλέον, ως παρατηρητική, η μελέτη δεν μπορεί να ελέγξει πλήρως όλους τους πιθανώς συγχυτικούς παράγοντες, επομένως τα αποτελέσματα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή και στο πλαίσιο του συνολικού σώματος της βιβλιογραφίας.

Τι σημαίνει πρακτικά για την καθημερινότητα

Advertisement

Είναι εύλογο, και σύμφωνο με τη διεθνή βιβλιογραφία, ότι η αυξημένη κατανάλωση φυτικών τροφών μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου και να στηρίζει την υγεία του εντέρου και γενικότερα τον οργανισμό. Η ενίσχυση της πρόσληψης φυτικής πρωτεΐνης, όπως όσπρια, τόφου, ξηροί καρποί και σπόροι, συνδέεται με οφέλη στη γήρανση και τη μακροζωία, ενώ μια διατροφή με έμφαση στα φυτά συμβάλλει και στη ρύθμιση των κενώσεων.

Σε ό,τι αφορά ειδικά τον καρκίνο του παχέος εντέρου, έχει αναφερθεί ότι η επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D μπορεί να συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο. Η βιταμίνη D βρίσκεται σε περιορισμένες τροφές (π.χ. κρόκοι αυγών, ορισμένα μανιτάρια, λιπαρά ψάρια όπως σολομός, τόνος, σκουμπρί) και συντίθεται επίσης από την έκθεση στον ήλιο, κάτι που δυσκολεύει σε ψυχρότερες περιόδους του έτους. Γι’ αυτό και ένας επαγγελματίας υγείας μπορεί, κατά περίπτωση, να προτείνει συμπληρωματική χορήγηση.

Με βάση τα παραπάνω ευρήματα, η συστηματική κατανάλωση τροφών πλούσιων σε καροτενοειδή αποτελεί μια ρεαλιστική και γευστική στρατηγική. Πηγές περιλαμβάνουν εσπεριδοειδή, καρότα, γλυκοπατάτες, πιπεριές, ντομάτες, πεπόνι κανταλούπε, μάνγκο, κολοκύθα βουτύρου, μπρόκολο, πράσινα μπιζέλια και φυλλώδη χόρτα όπως σπανάκι και κάλε. Πρακτικά, μπορείτε να ξεκινήσετε με απλά ψητά λαχανικά (π.χ. γλυκοπατάτες στον φούρνο, καρότα με σιρόπι σφενδάμου, ψητό μπρόκολο) ή να δοκιμάσετε πιο ολοκληρωμένα πιάτα, όπως γλυκοπατάτες με μπαχαρικά πάνω σε σκορδάτο γιαούρτι, ζεστή σαλάτα σπανάκι με ρεβίθια και ψητές ντομάτες, πιπεριές γεμιστές με γλυκοπατάτα και μαύρα φασόλια, ή «Marry Me» μπριζόλες από κολοκύθα βουτύρου.

Advertisement

Εξίσου σημαντικά είναι και τα φρούτα πλούσια σε καροτενοειδή, όπως εσπεριδοειδή, ροδάκινα, μάνγκο και παπάγια, που μπορείτε να εντάξετε εύκολα στην καθημερινή σας ρουτίνα, π.χ. σε smoothies ή βρώμη ψυχρής ωρίμανσης (smoothie μπανάνα–μάνγκο, βρώμη με μάνγκο & ταχίνι υψηλής πρωτεΐνης) ή σε δροσερές σαλάτες όπως σαλάτα εσπεριδοειδών με ρόδι και δυόσμο

Advertisement

Η άποψη των ειδικών

Συνολικά, τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η τακτική κατανάλωση τροφών πλούσιων σε καροτενοειδή μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου έως και 40%. Επειδή τα καροτενοειδή συναντώνται σε μεγάλη ποικιλία φρούτων και λαχανικών, η ποικιλία στη διατροφή είναι κρίσιμη: ΅Ετσι διασφαλίζεται όχι μόνο πιθανή μείωση κινδύνου νόσων, αλλά και συνολικά καλύτερη ποιότητα υγείας.
Πέρα από τη διατροφή, καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη παίζει η σταθερή σωματική δραστηριότητα, η διακοπή του καπνίσματος και ο περιορισμός ή η αποφυγή αλκοόλ. Η επαρκής, ποιοτική ανάπαυση και η αποτελεσματική διαχείριση του στρες συμβάλλουν ουσιαστικά στην υγεία του σώματος και του εγκεφάλου, ενισχύοντας τα οφέλη μιας ισορροπημένης, φυτοκεντρικής διατροφής.

ΠΗΓΗ: EatingWell

Advertisement