Παρότι οι απότομοι τρόμοι, τα ουρλιαχτά και οι εικόνες αίματος δύσκολα συνδέονται με την ιδέα της χαλάρωσης, για πολλούς ανθρώπους οι ταινίες τρόμου λειτουργούν ανακουφιστικά, ιδίως σε περιόδους αυξημένου άγχους. Αυτή η φαινομενική αντίφαση έχει απασχολήσει φιλοσόφους και ψυχολόγους επί αιώνες: Πώς γίνεται να αναζητούμε εθελοντικά κάτι που, εξελικτικά, έχει ως στόχο να μας κινητοποιήσει να αποφύγουμε τον κίνδυνο; Παρά ταύτα, όπως αναφέρει σε άρθρο του ο BBC, κάθε χρόνο πλήθος ανθρώπων επιλέγει να εκτεθεί σε τρομακτικές ιστορίες, από ζόμπι μέχρι σπλάτερ, επιβεβαιώνοντας ότι ο τρόμος παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή κινηματογραφικά είδη.
Ο ερευνητής Mark Miller παραπέμπει στο «παράδοξο του τρόμου», δηλώνοντας πως, ενώ ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι φτιαγμένος να αποφεύγει ό,τι είναι αηδιαστικό ή επικίνδυνο, ταυτόχρονα νιώθει μια έλξη προς αυτό. Τα τελευταία χρόνια η ψυχολογία έχει αρχίσει να εξηγεί το φαινόμενο: οι ιστορίες τρόμου θέτουν τον εγκέφαλο σε μια κατάσταση ελεγχόμενης αβεβαιότητας, η οποία ενεργοποιεί μηχανισμούς επεξεργασίας και πρόβλεψης. Αυτή η διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει ως «γυμναστήριο» για τις νοητικές μας λειτουργίες και, κατά συνέπεια, να μειώσει το άγχος του πραγματικού κόσμου.
Κεντρική φυσιογνωμία σε αυτή την ερευνητική περιοχή είναι ο Coltan Scrivner, ψυχολόγος στο Arizona State University και συγγραφέας του Morbidly Curious. Ο Scrivner επισημαίνει ότι οι ιστορίες τρόμου είναι τόσο παλιές όσο και ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός – ήδη από τα βαβυλωνιακά έπη βλέπουμε τέρατα και δαίμονες. Κατά τον ίδιο, οι ιστορίες τρόμου προσφέρουν ένα «πλαίσιο εξάσκησης» στον ανθρώπινο εγκέφαλο, επιτρέποντάς μας να γνωρίσουμε κινδύνους και να προβάρουμε νοητικά την αντίδρασή μας απέναντί τους. Αυτό το φαινόμενο υπάρχει και στη φύση, όμως οι άνθρωποι είναι ιδιαίτεροι επειδή μπορούν να δημιουργούν και να καταναλώνουν πολύπλοκες αφηγήσεις.
Σε έρευνά του, ο Scrivner χρησιμοποίησε ερωτηματολόγια για να διακρίνει τρεις κατηγορίες φίλων των ταινιών τρόμου. Οι «Adrenaline Junkies» επιζητούν την ένταση και την αδρεναλίνη, νιώθοντας πιο ζωντανοί όταν φοβούνται. Οι «White Knucklers» δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα τον φόβο, αλλά εκτιμούν την αίσθηση επιτυχίας όταν τον ξεπερνούν. Οι «Dark Copers» χρησιμοποιούν τον τρόμο ως μέσο αντιμετώπισης των δυσκολιών του πραγματικού κόσμου, βρίσκοντας παρηγοριά στο γεγονός ότι τα φανταστικά δεινά είναι χειρότερα από τα πραγματικά. Αυτοί συχνά αναφέρουν ότι ο τρόμος τους βοηθά να διαχειριστούν άγχος ή κατάθλιψη.
Το ίδιο μοτίβο βρέθηκε και σε έρευνα στο «στοιχειωμένο» Dystopia Haunted House στη Δανία, υποδεικνύοντας ότι οι τρεις τύποι δεν είναι πολιτισμικά τυχαίοι. Επιπλέον, κατά την πανδημία Covid-19, οι λάτρεις των ταινιών τρόμου έδειξαν μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα, δηλώνοντας ότι διαχειρίζονται πιο ψύχραιμα τις ειδήσεις και τις δύσκολες συνθήκες.
Η έλξη προς τον τρόμο συνδέεται και με τη θεωρία του εγκεφάλου ως «μηχανής πρόβλεψης». Ο εγκέφαλος δημιουργεί συνεχώς μοντέλα του κόσμου για να προβλέπει ό,τι έρχεται. Οι ιστορίες τρόμου τον κρατούν σε μια ιδανική «ζώνη αβεβαιότητας»: δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι θα συμβεί, αλλά υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ώστε ο εγκέφαλος να εξασκεί τις προβλέψεις του. Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η ικανότητα αντιμετώπισης της αβεβαιότητας, κάτι που μακροπρόθεσμα μειώνει το άγχος. Ο τρόμος, λοιπόν, γίνεται ένας ασφαλής χώρος όπου μπορούμε να βιώσουμε φόβο χωρίς πραγματικό κίνδυνο.
Ο Scrivner προτείνει ότι ο τρόμος μπορεί ακόμη και να αξιοποιηθεί θεραπευτικά. Το παράδειγμα του βιντεοπαιχνιδιού MindLight, όπου παιδιά μαθαίνουν να παραμένουν ήρεμα ενώ αντιμετωπίζουν φανταστικούς κινδύνους, δείχνει ότι η ελεγχόμενη έκθεση σε τρομακτικά ερεθίσματα μπορεί να μειώσει το άγχος, με αποτελέσματα συγκρίσιμα με τη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία. Μέσα από τέτοια μέσα, τα παιδιά –και ίσως και οι ενήλικες– μαθαίνουν να αναπλαισιώνουν τον φόβο, να αντέχουν τις δυσάρεστες σωματικές αισθήσεις και να αμφισβητούν τη λογική του «φοβάμαι άρα κινδυνεύω».
Το κείμενο του ίδιου άρθρου καταλήγει στο ότι όσοι αποφεύγουν τον τρόμο ίσως χάνουν μια ευκαιρία αυτογνωσίας και ενίσχυσης της συναισθηματικής ανθεκτικότητας. Μπορεί κανείς να ξεκινήσει ήπια, συχνά με βιβλία που επιτρέπουν μεγαλύτερο έλεγχο της έντασης. Ο τρόμος, ως ιδιαίτερα ευρύχωρο είδος, μπορεί να αγγίξει πολλά ενδιαφέροντα και να οδηγήσει σε απροσδόκητη ηρεμία, μετατρέποντας τη «νοσηρή περιέργεια» σε εργαλείο ενδυνάμωσης.
Χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ παρακολουθούν περισσότερες τρομακτικές ταινίες
Σε άρθρο στο carey.jhu.edu (Johns Hopkins University) αναφέρεται ότι o αναπληρωτής Καθηγητής Haiyang Yang, επιστήμονας συμπεριφοράς στο Johns Hopkins Carey Business School, διερευνά τους παράγοντες που καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων. Αυτός και ο συνάδελφός του Kuangjie Zhang του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Nanyang της Σιγκαπούρης εξετάζουν τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι άνθρωποι ανυπομονούν να τρομάξουν.
Ο Yang και ο Zhang ανέλυσαν δεδομένα από τα ταμεία ταινιών από 82 χώρες και ανακάλυψαν ότι άτομα από χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ παρακολουθούσαν περισσότερες τρομακτικές ταινίες. Αυτό δεν ίσχυε για είδη όπως το ρομαντικό έπος. Μέσω πρόσθετων μελετών, διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι σε χώρες με λιγότερο πλούτο έχουν λιγότερους πόρους που τους βοηθούν να αισθάνονται ότι έχουν τον έλεγχο των συνθηκών τους. Αυτό μπορεί να υποβαθμίσει την αίσθηση ελέγχου που απαιτείται για να απολαύσει κανείς τον τρόμο.
ΠΗΓΗ: BBC , Carey.jhu.edu (Johns Hopkins University)