Λίγες ώρες μετά τις κρίσιμες αποφάσεις του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων όπου τα κράτη-μέλη συμφώνησαν αφενός στον νέο Κανονισμό Επιστροφών καθώς και στη δημιουργία εκτός ΕΕ κόμβων επιστροφής μεταναστών και αφετέρου στον ετήσιο Μηχανισμό Αλληλεγγύης του Συμφώνου Μετανάστευσης, σύμφωνα με πηγές από τις Βρυξέλλες, Ελλάδα και Γερμανία κατέληξαν σε μια σημαντική διμερή συμφωνία: τη διαγραφή όλων των εκκρεμών υποθέσεων Δουβλίνου που αφορούν αιτήματα επιστροφής προηγούμενων ετών.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Συμφώνου Μετανάστευσης, έχει θέσει ως βασική προτεραιότητα τη διαγραφή όλων των εκκρεμών υποθέσεων Δουβλίνου και την έναρξη του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο τον Ιούνιο του 2026 από καθαρή θέση, και με αυτή την προϋπόθεση συζητά με άλλες χώρες της ΕΕ.
Από μηδενική βάση
Η συμφωνία προέκυψε κατά τη συνάντηση του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, Θάνου Πλεύρη, με τον Γερμανό ομόλογό του , στο περιθώριο του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες.
Σε αυτό το πλαίσιο Ελλάδα και Γερμανία συμφώνησαν στη διαγραφή όλων των εκκρεμών υποθέσεων του παρελθόντος, και σύμφωνα με ασφαλής πληροφορίες. προβλέπει ότι τα αιτήματα επιστροφής που είχαν συσσωρευθεί τα προηγούμενα χρόνια και αφορούσαν αιτούντες άσυλο που πέρασαν αρχικά από την Ελλάδα αλλά κατέθεσαν αίτηση στη Γερμανία θα διαγραφούν οριστικά, δηλαδή δεν θα υλοποιηθούν ποτέ.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να δεχθεί πίσω χιλιάδες αιτούντες ασύλου του παρελθόντος, ενώ η Γερμανία δεν θα επιμείνει πλέον στην εφαρμογή επιστροφών που προβλέπονταν από το παλιό Δουβλίνο και τα τελευταία χρόνια είχαν καταστεί αδύνατο να εφαρμοστούν επιχειρησιακά.
Τι προέβλεπε ο κανονισμός Δουβλίνο
Ο Κανονισμός Δουβλίνο καθόριζε επί σειρά ετών ποιο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση ενός αιτήματος ασύλου, με βασικό κριτήριο τη χώρα πρώτης εισόδου. Για χώρες πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να δεχθούν πίσω αιτούντες άσυλο που είχαν συνεχίσει το ταξίδι τους προς τη βόρεια Ευρώπη.
Η Γερμανία, ιδιαίτερα μετά το 2015, είχε καταθέσει μεγάλο αριθμό τέτοιων αιτημάτων επιστροφής, τα οποία στην πλειονότητά τους παρέμειναν εκκρεμή λόγω πρακτικών και νομικών δυσκολιών αλλά και της γενικότερης πίεσης που αντιμετώπισαν και οι δύο χώρες. Από ελληνικής πλευράς είχε καταστεί σαφές ότι η διατήρηση αυτών των εκκρεμοτήτων θα υπονόμευε σοβαρά την ομαλή μετάβαση στο νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο.
Πληφορορίες θέλουν τη Γερμανία αναγνωρίζει πλέον τη δυσανάλογη πίεση που έχει επωμιστεί η Ελλάδα σε επίπεδο πρωτογενών αφίξεων, όπως και το γεγονός ότι το ισχύον καθεστώς Δουβλίνου ήταν ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει τις πραγματικές ανάγκες της Ευρώπης.
Η χώρα μας, από την πλευρά της, αναγνωρίζει την εξίσου δυσανάλογη πίεση μέσω δευτερογενών ροών που κλήθηκε να διαχειριστεί η Γερμανία τα τελευταία έτη και γι’ αυτό θεωρεί ότι η συγκεκριμένη εκκαθάριση των παρελθουσών εκκρεμοτήτων δύναται να αναγνωριστεί ως μορφή αλληλεγγύης παρεχόμενης στην Ελλάδα από τη Γερμανία.
Θετικό προηγούμενο και το θέμα των χρημάτων στο πλαίσιο της αλληλεγγύης
Η απόφαση για διαγραφή των υποθέσεων αντιμετωπίζεται στο Βερολίνο ως μια ρεαλιστική λύση ενόψει της πλήρους εφαρμογής του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου, το οποίο θεσπίζει έναν πολύ πιο ισορροπημένο μηχανισμό αλληλεγγύης. Η Αθήνα επιδιώκει ανάλογες συνεννοήσεις και με άλλα κράτη-μέλη, ώστε η έναρξη του νέου Συμφώνου το 2026 να γίνει από απολύτως καθαρή βάση, χωρίς τα διοικητικά και επιχειρησιακά βάρη χιλιάδων παλαιών φακέλων που δεν αντανακλούν πλέον τις σημερινές συνθήκες.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η συμφωνία με τη Γερμανία αποτελεί θετικό προηγούμενο και σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στη μεταναστευτική πολιτική, σε μια περίοδο όπου οι πιέσεις στις ροές παραμένουν υψηλές και απαιτούν πρακτικές, συντονισμένες λύσεις.
Όσον αφορά στη συμφωνία κατανόησης με τη Γερμανία, πηγές που γνωρίζουν τόνισαν σχετικά με την πλήρη διαγραφή όλων των εκκρεμών υποθέσεων ότι για τα δύο πρώτα εξάμηνα εφαρμογής η χώρα δεν θα λάβει την κλασική μορφή ευρωπαϊκής αλληλεγγύης μέσω μετεγκαταστάσεων ή χρηματοδότησης, καθώς η εκκαθάριση των παλαιών φακέλων συνιστά ουσιαστικά τη συνεισφορά της Γερμανίας.
Όπως εξηγούσαν στη HuffPost ακόμη και αν η Ελλάδα λάμβανε το μέγιστο δυνατό μερίδιο από τις 21.000 ετήσιες θέσεις αλληλεγγύης, θα επρόκειτο για περίπου 4.000 έως 5.000 άτομα, αριθμός πολύ μικρότερος από το σύνολο των εκκρεμοτήτων που πλέον διαγράφονται.
Πλεύρης: Η λύση στο μεταναστευτικό δεν είναι οι επιστροφές από το ένα κράτος μέλος στο άλλο
Λίγο νωρίτερα ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Θάνος Πλεύρης μιλώντας στους διαπιστευμένους ανταποκριτές στις Βρυξέλλες, είπε ότι η Ελλάδα στηρίζει τον νέο κανονισμό επιστροφών, ιδιαίτερα τα κέντρα επιστροφών, την ενισχυμένη διοικητική κράτηση και τη συνεργασία με ασφαλείς τρίτες χώρες, αλλά επισημαίνει ότι η άρνηση ορισμένων κρατών-μελών να αποδεχθούν την υποχρεωτική αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων επιστροφής αποτελεί σοβαρή υστέρηση στην αποτελεσματικότητα του συστήματος.
Όπως εξήγησε, χωρίς έναν τέτοιο μηχανισμό «χάνεται πολύτιμος χρόνος», καθώς κάθε υπόθεση μπορεί να ανοίγει εκ νέου σε δεύτερο κράτος, ακυρώνοντας τη λογική των γρήγορων και ουσιαστικών επιστροφών.
«Βρισκόμαστε σε μεταβατικό στάδιο πριν την πλήρη εφαρμογή του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Για να πετύχει το σύμφωνο όμως, θα πρέπει αφενός να μειωθούν οι ροές αφετέρου να αυξηθούν οι επιστροφές», είπε ο υπουργός και πρόσθεσε ότι «κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά για προστασία συνόρων με αποτροπή και όχι μόνο με search and rescue».
«Δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που θα δεχθεί να παίρνει χρήματα για να κρατάει μετανάστες»
Ο Θάνος Πλεύρης επανέλαβε ότι η πραγματική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη πρέπει να μετράται σε μετεγκαταστάσεις και όχι σε χρηματικά ή τεχνικά πακέτα, προειδοποιώντας ότι η διαρκώς αυξανόμενη προτίμηση πολλών κρατών να προσφέρουν χρήματα αντί για relocations «υπονομεύει τη φιλοσοφία του Συμφώνου» και ενδέχεται να το ακυρώσει στην πράξη.
«Δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που θα δεχθεί να παίρνει χρήματα για να κρατάει μετανάστες», δήλωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα «δεν θα γίνει αποθήκη ψυχών».
Ναι στους κόμβους επιστροφών
Αναφερόμενος στους ευρωπαϊκούς κόμβους επιστροφών σε τρίτες χώρες, σημείωσε ότι η Ελλάδα τους υποστηρίζει θερμά, αρκεί να βρίσκονται εκτός επικράτειας της ΕΕ ώστε να έχουν πραγματικό αποτρεπτικό χαρακτήρα.
Διαφοροποιήθηκε από το παράδειγμα της συμφωνίας Ιταλίας-Αλβανίας, η οποία, όπως είπε, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Αναγνώρισε ωστόσο τις δυσκολίες, αναφέροντας χώρες όπως η Αίγυπτος που έως τώρα δεν δέχονται τέτοιες ρυθμίσεις, αλλά τόνισε ότι η Αθήνα έχει εκφράσει σε εταίρους και κυρίως στη Γερμανία την πρόθεσή της να συμμετάσχει ενεργά σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ή διμερή πρωτοβουλία για τη δημιουργία τέτοιων κέντρων.
Ο υπουργός υπογράμμισε ακόμη ότι η Ελλάδα εφαρμόζει ήδη μια «σκληρή μεταναστευτική πολιτική» για τον περιορισμό των δευτερογενών ροών, κάτι που έχει αναγνωριστεί από την κεντρική Ευρώπη. Όπως ανέφερε, περίπου 3.500 άτομα βρίσκονται σήμερα σε διοικητική κράτηση και, εάν δεν κρατούνταν, πολλοί από αυτούς πιθανότατα θα είχαν ήδη κινηθεί προς άλλα κράτη-μέλη.
Επεσήμανε επίσης ότι οι αφίξεις από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο έχουν μειωθεί κατά 50% σε σχέση με το 2024, λόγω της αυστηρής εθνικής νομοθέτησης αλλά και της βελτιωμένης συνεργασίας με την Τουρκία και της ενίσχυσης των δίαυλων επικοινωνίας με τη Λιβύη.
Κλείνοντας, προειδοποίησε ότι το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο υπό «ομαλές» ροές της τάξης των 200.000 ατόμων ετησίως σε επίπεδο ΕΕ, ενώ σε περίπτωση μεγάλης κρίσης που θα ανεβάσει τις αφίξεις στο ένα εκατομμύριο «κανένας μηχανισμός δεν αρκεί από μόνος του». Ανέφερε ότι η Αθήνα ήδη προετοιμάζει νέες διμερείς συζητήσεις με χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία, ώστε να κλείσουν όσο το δυνατόν περισσότερες εκκρεμότητες πριν από την πλήρη εφαρμογή του νέου Συμφώνου το 2026.
Ο υπουργός αναφέρθηκε επίσης στις επικείμενες τεχνικές αλλαγές του Eurodac, της κεντρικής ευρωπαϊκής βάσης βιομετρικών δεδομένων, η οποία από τις 12 Ιουνίου 2026 μετατρέπεται σε πλήρως ψηφιακό και ενιαίο σύστημα καταγραφής προσώπων, και όχι απλώς αιτήσεων ασύλου. Τόνισε ότι η Ελλάδα καταγράφει συστηματικά όλες τις αφίξεις στο Eurodac ήδη από το 2019–2020, γεγονός που την απαλλάσσει από κάθε υπόνοια ελλιπούς ταυτοποίησης, σε αντίθεση με άλλα κράτη-μέλη που εξακολουθούν να διατηρούν μεγάλους όγκους ανεπεξέργαστων φακέλων.
Σχετικά με το ελληνικό σύστημα ασύλου, οπως είπε, διατηρεί πλέον ένα σχετικά περιορισμένο υπόλοιπο εκκρεμοτήτων και οι υποθέσεις που μένει να ελεγχθούν ανέρχονται συνολικά σε περίπου 30.000, αριθμό ιδιαίτερα χαμηλό συγκριτικά με σχεδόν ένα εκατομμύριο σε επίπεδο ΕΕ, γεγονός που επιτρέπει στη χώρα να ανταποκριθεί στη λογική των γρήγορων διαδικασιών του νέου Συμφώνου.