Η Τουρκία θα συμμετάσχει στα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα, παρά τις αντιδράσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, όπως αποφάσισε η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ. Οι έντονες διαβουλεύσεις κορυφώθηκαν στο χθεσινό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, ενώ σήμερα, Τετάρτη, οι πρέσβεις των κρατών της ΕΕ ενέκριναν το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο ύψους 150 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της αμυντικής παραγωγής στην Ένωση.

Η τελική απόφαση απαιτεί επίσημη έγκριση στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων στις 27 Μαΐου, ωστόσο η Ελλάδα δεν έχει ουσιαστικά δυνατότητα άσκησης βέτο, καθώς η συμμετοχή τρίτων χωρών εγκρίνεται με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία.

Advertisement
Advertisement

Το νέο εργαλείο, υπό την ονομασία Security Action for Europe (SAFE), εντάσσεται στη «Λευκή Βίβλο για την Άμυνα» και προβλέπει άντληση κεφαλαίων μέσω δανεισμού από τις αγορές, με σκοπό τη χρηματοδότηση κοινών επενδύσεων στον τομέα της άμυνας ακόμη και με τη συμμετοχή τρίτων χωρών σε ένα ποσοστό 65% για τα κράτη μέλη της ΕΕ και 35% για τις τρίτες χώρες.

Η Θέση της Ελλάδας

Σύμφωνα με πηγές, η ελληνική πλευρά επιδίωξε εξαρχής την ενσωμάτωση ισχυρότερων θεσμικών δικλίδων που θα καθιστούσαν σαφή τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το νέο ευρωπαϊκό αμυντικό εργαλείο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο, καθώς ο σχετικός κανονισμός εγκρίνεται με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία  γεγονός που δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να μπλοκάρει τη συμφωνία.

Επιπλέον, ορισμένα κράτη-μέλη αρνήθηκαν κατηγορηματικά να ενσωματωθεί οποιαδήποτε αναφορά στις ελληνικές θέσεις, ιδίως όταν αυτές θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ευθεία απόπειρα αποκλεισμού της Τουρκίας.

Παρά τις δυσκολίες, επιτεύχθηκε τελικά η ενσωμάτωση αναφοράς στο άρθρο 212 σε συνδυασμό με το άρθρο 218 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σχετίζονται με την εξωτερική δράση της ΕΕ και τη νομική βάση για σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες, περιλαμβανομένων οικονομικών και χρηματοδοτικών εργαλείων κάτι που κρίνεται ικανοποιητικό για την ελληνική πλευρά.

Το αποτέλεσμα λειτουργεί ως θεσμικό φρένο: δεν αποκλείει ρητά την Τουρκία, αλλά θέτει υψηλά εμπόδια για βαθύτερη συμμετοχή, καθώς προϋποθέτει συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο συνεργασίας το οποίο η Τουρκία σήμερα δεν πληροί.

Επιπροσθέτως, ακόμη και στην περίπτωση που είχε επιτευχθεί μια πιο περιοριστική διατύπωση, υπήρχαν εναλλακτικές οδοί για να εξασφαλιστεί πρόσβαση της Τουρκίας στις προμήθειες: είτε μέσω συνεργασίας με κάποια χώρα-μέλος, είτε μέσω εταιρειών-ομπρέλα που έχουν παρουσία εντός της ΕΕ.

Advertisement

Όσον αφορά το πρακτικό πεδίο των προμηθειών, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι το ανώτατο ποσοστό συμμετοχής τρίτων χωρών στο εκάστοτε έργο περιορίζεται στο 35%, με πιθανότητα να μειωθεί στο 30%. 

Αν αναλογιστεί κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εξοπλιστικών κονδυλίων θα κατευθυνθεί προς ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ., είναι σαφές πως δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για ουσιαστικές προμήθειες από την Τουρκία, υποστηρίζουν.

 

Advertisement

«Η συμφωνία που επιτεύχθηκε για το SAFE αποτελεί σημαντικό βήμα προς μια ισχυρότερη Ευρώπη», δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα, προσθέτοντας ότι το νέο εργαλείο «τηρεί τις δεσμεύσεις των Ευρωπαίων ηγετών και ενισχύει την κοινή μας ασφάλεια».

Τι προβλέπει το «SAFE»

Σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος, το 65% της αξίας κάθε έργου πρέπει να προέρχεται από εταιρείες που εδρεύουν στην ΕΕ, τη Νορβηγία ή την Ουκρανία, ενώ το υπόλοιπο 35% μπορεί να καλύπτεται από εταίρους τρίτων χωρών. 

Advertisement

Αν και η Κομισιόν διατηρεί τη δυνατότητα να υπογράψει «συμφωνίες ασφαλείας» με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, παρακάμπτοντας το όριο του 35%,  η Τουρκία, για την ώρα, δεν πληροί τα κριτήρια για περαιτέρω συμμετοχή που έχουν τεθεί στο πλαίσιο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου 2024.

Στα συμπεράσματα του Απριλίου 2024 τονίζεται η ανάπτυξη μιας συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς σχέσης Ε.Ε- Τουρκίας, «με σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο». Επίσης, βάσει των συμπερασμάτων, απαιτείται σχέση καλής γειτονίας με τα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ παραμένει ανοιχτή η «πληγή» της Κύπρου.

Ωστόσο, η Τουρκία περιλαμβάνεται στις χώρες που μπορούν να συμμετέχουν στις προμήθειες, λόγω της ιδιότητάς της ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας και μέλους του ΝΑΤΟ. Οι αποφάσεις του Μαρτίου επιτρέπουν τη συμμετοχή υποψήφιων και «ομονοούντων» εταίρων, υπό τον όρο ότι τηρείται το ελάχιστο ποσοστό ευρωπαϊκής συμμετοχής και η πλήρης τεχνολογική κυριαρχία από ευρωπαϊκές οντότητες στα προηγμένα οπλικά συστήματα. Αυτό σημαίνει ότι θα αποκλείονται συστήματα όπου μια τρίτη χώρα έχει «εξουσία σχεδιασμού».

Advertisement

Επίσης, εταιρείες από τρίτες χώρες δεν αποκλείονται αυτόματα από τις προμήθειες, εφόσον διατηρούν έδρα και παραγωγή στην ΕΕ και συμμορφώνονται με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις, το 65% των εξαρτημάτων πρέπει να προέρχεται από την ΕΕ, την Ουκρανία, τον ΕΟΧ (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) και την ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών). 

Advertisement

 

https://www.huffingtonpost.gr/entry/dendias-den-mporoeme-na-eperaspisoeme-ten-eerope-ean-o-echthros-vrisketai-entos-ton-teichon_gr_682c3d24e4b095274fad4072

Γιατί η Τουρκία;

Οι ελληνικές προσπάθειες να ανατραπεί η απόφαση βρήκαν κατανόηση, αλλά όχι πολιτική στήριξη. Το μήνυμα είχε σταλεί νωρίτερα και με πολλούς τρόπους: οι δηλώσεις τόσο του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο και της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν είχαν αναδείξει την Τουρκία σε αναπόσπαστο μέρος του νέου ευρωπαϊκού αμυντικού πλαισίου.

Advertisement

Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και η αυξανόμενη αποστασιοποίησή του από την ευρωπαϊκή ασφάλεια κατέστησαν την Τουρκία – με την ισχυρή της αμυντική βιομηχανία και τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό του ΝΑΤΟ – ως απαραίτητο συνομιλητή. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι «δεν νοείται ευρωπαϊκό δόγμα ασφάλειας και άμυνας χωρίς την Τουρκία».

Η Άγκυρα, εν τω μεταξύ, προχωρούσε σε ενέργειες που αιφνιδίαζαν την Αθήνα. Η εξαγορά της ιταλικής Piaggio Aerospace από την τουρκική Baykar – εταιρεία συμφερόντων της οικογένειας Ερντογάν – αποτέλεσε ένδειξη της επιθετικής εξωστρέφειας της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Παράλληλα, η Τουρκία σύναψε νέες συμφωνίες με την Ιταλία, ενώ ο Έλληνας Πρωθυπουργός, απευθυνόμενος χωρίς επιτυχία στην Τζόρτζια Μελόνι, τόνιζε πως «οι συνεργασίες πρέπει να βασίζονται στις κοινές αξίες της Ένωσης».

Ανάλογα μηνύματα απηύθυνε και στον νέο Καγκελάριο της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος εμφανίζεται πρόθυμος να ανατρέψει την απαγόρευση εξαγωγής των Eurofighter προς την Τουρκία, στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής επανεξοπλισμού της Ευρώπης.

Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο νέος ΓΓ του ΝΑΤΟ, Μάρκ Ρούτε, ο οποίος, μιλώντας στην άτυπη σύνοδο των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια, δήλωσε ότι είναι «παράλογο κράτη-μέλη να αρνούνται την πώληση όπλων σε συμμάχους του ΝΑΤΟ» — δήλωση που μπορεί να διαβαστεί και αντίστροφα.

Και η Ελλάδα;

Παρά το αυστηρό μήνυμα του Νίκου Δένδια ότι «δεν νοείται να συμμετέχουν στον επανεξοπλισμό της Ευρώπης κράτη που απειλούν άλλα κράτη-μέλη», η Ελλάδα φαίνεται να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. Οι ευθύνες δεν μπορούν να αποδοθούν απλώς στην έλλειψη αλληλεγγύης ή στον κυνισμό των εταίρων.

Η ελληνική στρατηγική της σιωπηρής ανοχής εντός της ΕΕ με αποκορύφωμα τη «Διακήρυξη Φιλίας» με την Τουρκία είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην εξουδετερωθεί η επιθετικότητα της Άγκυρας αλλά και η χώρα μας να βρεθεί χωρίς ισχυρά ερείσματα.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα ακολούθησε έναν μονοδιάστατο αναπτυξιακό δρόμο, υποβαθμίζοντας την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Το μήνυμα των εξελίξεων είναι ξεκάθαρο: Ήρθε η ώρα για έναν ριζικό επανασχεδιασμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της στρατηγικής ασφάλειας, όπως και του παραγωγικού μοντέλου.