Ο Τζέιμς Ντ. Γουάτσον, ο πρωτοπόρος επιστήμονας που ανακάλυψε την διπλή έλικα του DNA το 1953 και αναδιαμόρφωσε την γνώση μας για τη ζωή, πέθανε σε ηλικία 97 ετών, όπως επιβεβαίωσε το πρώην ερευνητικό του εργαστήριο.

Το πρωτοποριακό του έργο, το οποίο πραγματοποίησε σε ηλικία μόλις 24 ετών, του χάρισε ένα σεβαστό κύρος στην επιστημονική κοινότητα και, μαζί με τους Φράνσις Κρικ και Mόρις Γουίλκινς, το βραβείο Νόμπελ το 1962. Η ανακάλυψή τους ότι το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ (DNA) σχηματίζει μια διπλή έλικα – δύο κλώνους που περιελίσσονται περίπλοκα. Η διαμόρφωση των μεγάλων μορίων του DNA στον χώρο έχει τη μορφή δύο επιμήκων αλύσεων, οι οποίες συστρέφονται ελικοειδώς μεταξύ τους. Η ανάκαλυψη πυροδότησε επαναστάσεις στην ιατρική, την εγκληματολογία, τη γενεαλογία ακόμα και την ηθική αφού μας έδειξε τον τρόπο με τον οποίο αποθηκεύονται οι κληρονομικές πληροφορίες και πώς τα κύτταρα αντιγράφουν το DNA τους όταν διαιρούνται. Η αντιγραφή ξεκινά με τους δύο κλώνους του DNA να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο σαν φερμουάρ.

Advertisement
Advertisement

Οι τιμητικοί τίτλοι του Γουάτσον τίτλοι του αφαιρέθηκαν το 2019, μετά από επανειλημμένες δηλώσεις του σχετικά με τη φυλή και τη νοημοσύνη. Σε τηλεοπτική εκπομπή, αναφέρθηκε στην άποψη ότι τα γονίδια προκαλούν μια μέση διαφορά μεταξύ μαύρων και λευκών σε τεστ νοημοσύνης.

Ποιος ήταν ο Τζέιμς Γουάτσον

Ο Τζέιμς Γουάτσον (James Watson, 6 Απριλίου 1928) ήταν Αμερικανός μοριακός βιολόγος, γενετιστής και ζωολόγος, περισσότερο γνωστός για την ανακάλυψη της δομής του DNA σε συνεργασία με τον Φράνσις Κρικ το 1953.

Οι Γουάτσον, Κρικ και Μώρις Γουίλκινς βραβεύθηκαν το 1962 με το Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής «για τις ανακαλύψεις του σχετικά με τη μοριακή δομή των νουκλεϊκών οξέων και της σημασίας τους για τη μεταβίβαση των πληροφοριών σε έμβιο υλικό».

Γεννήθηκε στο Σικάγο το 1928 και σπούδασε ζωολογία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου (πτυχίο το 1947) και στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις (πήρε το διδακτορικό του το 1950), και πραγματοποιήσε μεταδιδακτορικό στη χημεία με τον Χέρμαν Κάλκαρ στην Κοπεγχάγη. Στη συνέχεια εργάστηκε στο εργαστήριο Καβέντις στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου και γνώρισε τον μελλοντικό συνεργάτη του, τον Φράνσις Κρικ. Από το 1956 μέχρι το 1976, ο Γουάτσον ήταν διδακτικό προσωπικό στο τμήμα βιολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, κάνοντας έρευνα στη μοριακή βιολογία. Από το 1968, ο Γουότσον ήταν διευθυντής στο Cold Spring Harbor Laboratory (CSHL) στο Λονγκ Άιλαντ. Στο CSHL, άλλαξε το επίκεντρο της έρευνάς του στη μελέτη του καρκίνου, ενώ παράλληλα το έκανε παγκόσμιο ηγετικό κέντρο στη μοριακή βιολογία. Το 1994 έγινε πρόεδρος, θέση στην οποία παρέμεινε για 10 χρόνια.