Αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας: Γιατί υπάρχουν και πώς να τις διαχειριστούμε

Δεν θα τα καταφέρω ποτέ, δεν είμαι ιδιαίτερα έξυπνος/η, δεν προσπαθώ γιατί ξέρω ότι δεν θα τα καταφέρω»..είναι μόνο μερικές από τις αρνητικές σκέψεις που εκφράζονται συχνά στο πλαίσιο της θεραπείας. Πολλά από τα άτομα που εκφράζουν αυτές τις πεποιθήσεις αναγνωρίζουν λογικά ότι είναι υπερβολικές, ωστόσο το συναισθηματικό κομμάτι του εαυτού τους δεν τους επιτρέπει να πιστέψουν ότι είναι ή τους αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που εκφράζουν. Πώς όμως δημιουργήθηκαν αυτές οι πεποιθήσεις και γιατί κάποιοι είναι τόσο αυστηροί με τον εαυτό τους, παραβλέποντας την υγιή τους πλευρά;
Hemera Technologies via Getty Images

«Δεν θα τα καταφέρω ποτέ, δεν είμαι ιδιαίτερα έξυπνος/η, δεν προσπαθώ γιατί ξέρω ότι δεν θα τα καταφέρω»..είναι μόνο μερικές από τις αρνητικές σκέψεις που εκφράζονται συχνά στο πλαίσιο της θεραπείας. Πολλά από τα άτομα που εκφράζουν αυτές τις πεποιθήσεις αναγνωρίζουν λογικά ότι είναι υπερβολικές, ωστόσο το συναισθηματικό κομμάτι του εαυτού τους δεν τους επιτρέπει να πιστέψουν ότι είναι ή τους αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που εκφράζουν. Πώς όμως δημιουργήθηκαν αυτές οι πεποιθήσεις και γιατί κάποιοι είναι τόσο αυστηροί με τον εαυτό τους, παραβλέποντας την υγιή τους πλευρά;

Αρχικώς, οι σκέψεις αντιπροσωπεύουν τη φωνή κάποιου σημαντικού προσώπου της παιδικής μας ηλικίας, που υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικό. Έχει παρατηρηθεί ότι άτομα που μεγάλωσαν με γονείς που ήταν άμεσα επικριτικοί και συνήθιζαν να αποδίδουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς στα παιδιά τους, εσωτερικεύουν αυτή τη φωνή και τα λόγια των γονιών τους, τα οποία επαναλαμβάνονται συχνά στο μυαλό τους ακόμη κι όταν ενηλικιώνονται. Από την άλλη, παρόμοιες συμπεριφορές παρατηρούνται και σε άτομα που βίωσαν την συναισθηματική εγκατάλειψη ή παραμέληση κατά την παιδική τους ηλικία. Οικογένειες στις οποίες η έκφραση συναισθημάτων και αναγκών του παιδιού έρχονται σε δεύτερη μοίρα, χλευάζονται ως παιδιάστικες και ανόητες, ή που δεν ανατροφοδοτούν το παιδί ως προς τη συμπεριφορά του , καλλιεργούν ένα άφορο έδαφος ώστε το παιδί να ανακαλύψει τον εαυτό του αλλά και να νοιώσει την ασφάλεια ότι ο τρόπος που εκφράζεται και οι ανάγκες που εκφράζει είναι λειτουργικές και σεβαστές. Έτσι υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες το παιδί- και μετέπειτα ενήλικας- να εστιάζει μόνο σε αρνητικές πτυχές της καθημερινότητας του, παραβλέποντας τυχόν θετικά και εσωτερικεύοντας ένα μοντέλο ανικανότητας και αναξιότητας.

Τέλος, οι αρνητικές αυτές πεποιθήσεις που κατακλύζουν το μυαλό μας, μπορεί να είναι η «φωνή» κάποιας συναισθηματικής διαταραχής και ιδίως της κατάθλιψης. Η κατάθλιψη έχει την ιδιότητα να καλύπτει με ένα γκρι πέπλο όλες τις πτυχές τις καθημερινότητάς μας. Έτσι ένα άτομο που βιώνει αυτή την κατάσταση, αντιμετωπίζει με αρνητικό τρόπο τον εαυτό του, αλλά και παροντικές και μελλοντικές καταστάσεις. Η αρνητική αυτή τριάδα της σκέψης, τον εμποδίζει από το να λάβει δράση και να κινητοποιηθεί, ώστε να αποδείξει έμπρακτα στον εαυτό του ότι οι αρνητικές αυτές σκέψεις είναι αβάσιμες.

Είναι σημαντικό όταν προκύπτουν τέτοιες πεποιθήσεις, να αναγνωρίζουμε ότι οι σκέψεις αυτές δημιουργούνται από ένα ευάλωτο κομμάτι του εαυτού μας και δεν αντιπροσωπεύουν την προσωπικότητά μας σαν σύνολο. Υπάρχουν ερωτήσεις που βοηθούν στην αμφισβήτηση της απολυτότητας αυτών των σκέψεων. Αρχικά πρέπει να προσπαθήσει να αντιληφθεί ο καθένας αν η συγκεκριμένη πεποίθηση που έχει του αρέσει ή τον κάνει να νιώθει καλύτερα. Αν η απάντηση είναι όχι, υπάρχει εναλλακτικός τρόπος να εκφραστεί αυτή η πεποίθηση ώστε να μην είναι τόσο ενοχλητική; Αν για παράδειγμα κάποιος βρεθεί σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό πλαίσιο, μπορεί είτε να εκλάβει τις επιτυχίες των άλλων ως ανικανότητα δικιά του είτε να θεωρήσει ότι έχει προσόντα αλλά πρέπει να τα καλλιεργήσει περισσότερο. Η πρώτη σκέψη θα τους δημιουργήσει αισθήματα ανικανότητας και ματαιότητας, ενώ η δεύτερη θα του δώσει ώθηση ώστε να υλοποιήσει τους στόχους του.

Επίσης, όταν προκύπτουν αρνητικές σκέψεις είναι βασικό να προσπαθήσουμε να βρούμε στοιχεία από το εδώ και τώρα που υποστηρίζουν ή όχι αυτή την πεποίθηση. Έτσι καταφέρνουμε να δούμε ότι οι ισχυρισμοί και οι σκέψεις αυτές είναι αβάσιμες, αλλά και να εστιάσουμε σε θετικές παραμέτρους της καθημερινότητάς μας που πιθανότατα παραβλέπουμε. Τέλος, μπορούμε να ρωτήσουμε τον εαυτό μας «τι θα έκανα διαφορετικά εάν δεν πίστευα αυτό για εμένα». Εάν το ερώτημα οδηγήσει σε συγκεκριμένη απάντηση, είναι μια καλή αρχή για να ανακαλύψει ο καθένας τις προσωπικές του ανάγκες και να κινητοποιηθεί. Εάν από την άλλη η απάντηση είναι «τίποτα απολύτως», υποδηλώνει ότι κάποιος μπορεί να είναι ευχαριστημένος με την καθημερινότητά του, παρά τα αδύναμά του σημεία.

Εν κατακλείδι, οι σκέψεις είναι βασικό προϊόν των διεργασιών του εγκεφάλου μας. κάποιες από αυτές είναι ευχάριστες, κάποιες δυσάρεστες. Θεμιτό είναι ο καθένας να αντιλαμβάνεται ότι η έκφραση μίας πεποίθησης, δεν την κάνει αυτόματα ρεαλιστική πεποίθηση, αντιθέτως υπάρχει η δυνατότητα αμφισβήτησης αυτής, είτε μέσω προσωπικής προσπάθειας είτε μέσω της συνεργασίας με κάποιον ειδικό.