Η εικόνα που προκύπτει μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και τις απαντήσεις της αντιπολίτευσης είναι αποκαλυπτική! Η Ελλάδα αναζητά απεγνωσμένα μια «ιστορία ανάπτυξης» που να αφορά το σύνολο της κοινωνίας, όχι μόνο μια περιορισμένη ελίτ. Στα χαρτιά, οι φοροελαφρύνσεις και τα μέτρα στήριξης δείχνουν να δίνουν ανάσα. Στην πράξη, όμως, η έρευνα της MRB για το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών δείχνει το αντίθετο: Σχεδόν 6 στους 10 Αθηναίους απορρίπτουν τις εξαγγελίες, ενώ 2 στους 3 δηλώνουν ότι το εισόδημά τους δεν φτάνει ούτε για τον μήνα. (Δες αναλυτικά ΕΔΩ)

Το πρόβλημα είναι δομικό. Το ευρωπαϊκό υπόδειγμα –σφιχτή δημοσιονομική πειθαρχία, έμφαση στη σταθερότητα των αγορών, περιορισμένη κρατική παρέμβαση– δεν παράγει κοινωνική συνοχή. Στις ΗΠΑ, αντίθετα, η εκρηκτική ανάπτυξη των big tech και της Wall Street δημιουργεί πλούτο για λίγους και αβεβαιότητα για πολλούς. Και στις δύο περιπτώσεις, η «μεγάλη εικόνα» είναι μια οικονομία που μεγαλώνει, αλλά αφήνει πίσω της το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.

Advertisement
Advertisement

Την ίδια ώρα, η Ασία –και ιδιαίτερα η Κίνα– πειραματίζεται με ένα άλλο μοντέλο: Ισχυρό κράτος-παίκτη, τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογία, αλλά και προγράμματα που στοχεύουν σε μια πιο ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ περιφερειών και κοινωνικών ομάδων. Δεν είναι ένα μοντέλο χωρίς προβλήματα, αλλά δείχνει ότι υπάρχει εναλλακτική στη δυτική ορθοδοξία.

Για την Ελλάδα, το στοίχημα είναι αν μπορεί να βρει τον δικό της «τρίτο δρόμο». Ένα μοντέλο που να επενδύει σε τομείς όπου έχει συγκριτικό πλεονέκτημα (αγροδιατροφή, πράσινη ενέργεια, τουρισμός υψηλής αξίας), ενώ ταυτόχρονα να εφαρμόζει πολιτικές πραγματικής αναδιανομής, από φορολογικά εργαλεία που στοχεύουν τους «ισχυρούς», μέχρι ενίσχυση των ΜμΕ που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας.

Η συζήτηση που ανοίγει σήμερα δεν είναι απλώς για το «πόσο» θα αναπτυχθεί η Ελλάδα, αλλά για το «ποιος» θα ωφεληθεί. Αν η ανάπτυξη συνεχίσει να είναι προνόμιο των λίγων, τότε η αβεβαιότητα θα παραμένει κανόνας για τους πολλούς. Το ζητούμενο είναι ένα νέο μοντέλο που θα επαναφέρει τη δικαιοσύνη στην καρδιά της οικονομικής πολιτικής.

Η θεωρία πασχίζει…

Η οικονομική θεωρία αναζητά νέους δρόμους. Η Θεωρία της Οικουμενικής Βασικής Εισοδηματικής Ενίσχυσης (UBI, Philippe Van Parijs, 1995) επανήλθε στο προσκήνιο μετά την κρίση του 2008. Ο Thomas Piketty (2013, Capital in the Twenty-First Century) εισήγαγε τη συζήτηση για τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου. Η Kate Raworth με την «Οικονομία του Ντόνατ» (2017) πρότεινε ένα νέο πλαίσιο που συνδυάζει κοινωνική δικαιοσύνη και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Και πιο πρόσφατα, η «Μοντέρνα Νομισματική Θεωρία» (Stephanie Kelton, 2020) αμφισβητεί τα όρια του κρατικού χρέους, υποστηρίζοντας ότι τα κράτη με κυρίαρχο νόμισμα μπορούν να δαπανούν περισσότερο για να πετύχουν κοινωνικούς στόχους.

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις δείχνουν πως το αίτημα για αναδιανομή του πλούτου δεν είναι πια «περιθωριακή ιδέα», αλλά κομμάτι του κεντρικού διαλόγου για το μέλλον της οικονομίας και την ισόρροπη ανάπτυξη των κοινωνιών.

Η απάντηση ακόμη δεν έχει δοθεί…