Με τη παρούσα εργασία εξετάζω τη διαφθορά και το ήθος στον κρατικό μηχανισμό στο σύγχρονο και παγκόσμιο επίπεδο, ορίζοντας την ως τη συστηματική παραβίαση των ηθικών και νομικών προτύπων από δημόσιους υπαλλήλους για προσωπικό όφελος. Τονίζει τις αρνητικές επιπτώσεις της διαφθοράς για τους δημοκρατικούς θεσμούς, τη δημόσια διοίκηση και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην διακυβέρνηση. Σκιαγραφούνται συνοπτικά διάφορες μορφές διαφθοράς, όπως η δωροδοκία, η υπεξαίρεση και ο νεποτισμός ενώ επιδιώκεται να αντιμετωπιστούν οι βαθύτερες αιτίες, συμπεριλαμβανομένης της αναποτελεσματικής διακυβέρνησης, της έλλειψης λογοδοσίας και των εκτεταμένων γραφειοκρατικών διαδικασιών. Επιπλέον, εξετάζονται οι αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις της διαφθοράς και της ηθικής στο κράτος και προτείνονται ολοκληρωμένα μέτρα για την καταπολέμηση της, όπως η αποκέντρωση και η παρακολούθηση των δημόσιων δαπανών.
Η διαφθορά ορίζεται ως η κατάχρηση δημόσιας εξουσίας για ιδιωτικό όφελος, η οποία υπονομεύει την εμπιστοσύνη στη λειτουργία της δημοκρατίας. Επηρεάζει σοβαρά την ηθική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και διαβρώνει τις θεμελιώδεις αρχές, όπως τη λογοδοσία και τη δικαιοσύνη. Διάφορες μορφές διαφθοράς περιλαμβάνουν τη δωροδοκία, την υπεξαίρεση, την απάτη και τον νεποτισμό. Παράγοντες που συμβάλλουν στη διαφθορά περιλαμβάνουν την απουσία ή έλλειψη της κυβερνητικής εποπτείας και ένα περίπλοκο νομικό πλαίσιο. Η διαφθορά μπορεί να αποσταθεροποιήσει τα κράτη, υποκινώντας κοινωνικές αναταραχές και υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τη “Γενική Γραμματεία για τη Καταπολέμηση κατά της Διαφθοράς” (ΓΕΓΚΑΔ) Ελληνικής Δημοκρατίας, ως διαφθορά ορίζεται η «οργανωμένη και τακτική παραβίαση των ηθικών και νομικών κανόνων κατά την άσκηση καθηκόντων ενός υπαλλήλου ή ενός δημόσιου λειτουργού».
Το φαινόμενο της διαφθοράς, αναμφισβήτητα, υπονομεύει την ηθική, τους δημοκρατικούς θεσμούς, την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή των χωρών. Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις της διαφθοράς εμφανίζονται στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών και, ιδιαίτερα, στο φάσμα της Δημόσιας Διοίκησης. Εν προκειμένω, για ιδιωτικό όφελος, παραβιάζονται θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές όπως αυτές της ηθικής του δικαίου, της αξιοκρατίας, της ισότητας, της αμεροληψίας, της ουδετερότητας, της διαφάνειας, της ορθής διοίκησης Αυτή η κατάσταση πλήττει σοβαρά την αρχή της νομιμότητας διαταράσσοντας την σχέση εμπιστοσύνης πολιτών – κράτους. Επιπλέον, προκαλεί σύγχυση όσον αφορά στη τήρηση των κανόνων που συνθέτουν τη δομή και συγκρότηση της έννοιας του κράτους δικαίου και την πηγάζουσα εξ αυτής νομιμότητας και της διοικητικής δράσης εν γένει.
Η διαφθορά όπως και η κακοδιοίκηση η οποία είναι ευρύτερη της πρώτης, κλονίζουν ηθικά και δομικά τους κρατικούς θεσμούς και διαβρώνει στην υπόληψη των πολιτών την αξιοπιστία του κράτους αναφορικά με την αποτελεσματικότητα αυτού ενώ, ταυτόχρονα, ενισχύουν την επικρατούσα στην πλειονότητα των πολιτών άποψη, ότι προκειμένου να επιλυθούν ορισμένα προβλήματα, πρέπει να καταφύγουν σε πλάγιες μεθόδους, όπως είναι η δωροδοκία ή η παρέμβαση πολιτικών και φίλων. Η καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς συνδέεται άρρηκτα με τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Δημοκρατίας καθώς η καθιέρωση της διαφάνειας προάγει το κράτος δικαίου και τον υγιή τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των θεσμών.
Πολλαπλοί είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εξάπλωση της διαφθοράς τόσο σε εθνικό επίπεδο σε διάφορους τομείς όσο και στην εξαγωγή αυτής σε διεθνές επίπεδο. Οι κυριότεροι εξ αυτών είναι: η παράκαμψη και μη εφαρμογή νόμων και οδηγιών από τις διάφορες κρατικές υπηρεσίες, η αναποτελεσματικότητα του εσωτερικού ελέγχου, το ανεπαρκές νομοθετικό πλαίσιο πειθαρχικής ευθύνης υπαλλήλων, η αλληλοεπικάλυψη των διαφόρων κυβερνητικών διαδικασιών, η δαιδαλώδης προς εφαρμογή νομοθεσία και η ανάγκη για παρατεταμένο χρονικό διάστημα για την εκτέλεση αυτής, καθώς και η έλλειψη συνοχής και οργάνωσης. Εντούτοις, δεδομένου ότι η διαφθορά είναι ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο, έχουν αναδειχθεί διάφοροι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στην επέκταση και εξάπλωση αυτής σε διεθνές επίπεδο. Δικαιολογητική βάση αυτού του γεγονότος αποτελούν τόσο η δημιουργία και εδραίωση σημαντικών οικονομικών συμμαχιών σε διεθνές επίπεδο και η συνεπαγόμενη ροπή των χωρών να επιτύχουν ανοιχτές αγορές βάσει αυτών των συμφωνιών, καθώς και η συμμετοχή κρατικών και ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων που, καθ’αυτόν τον τρόπο, μεταφέρονται ελεύθερα μεταξύ των εθνών. Όλες αυτές οι παράμετροι έχουν συμβάλει στην επέκταση σε παγκόσμιο επίπεδο του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ οι επιβλαβείς επιπτώσεις της εγκαθίδρυσης της διαφθοράς επεκτείνονται σε όλες τις χώρες καθώς λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Οι βασικότεροι λόγοι που προκαλούν την κρατική διαφθορά: ανύπαρκτος ή ανεπαρκής κυβερνητικός έλεγχος στα περισσότερα έργα, ιδιωτικές συναλλαγές και μονοπώλιο στις περισσότερες βασικές υπηρεσίες. Παρατεταμένη θητεία των ηγετών σε θεσμούς η οποία διευρύνει το δίκτυο συμφερόντων τους και την παράκαμψη των κύκλων εργασίας. Ισχνή κυβερνητική λογοδοσία σε πειθαρχικά και δικαστικά όργανα και σώματα. Μακροί κύκλοι εργασίας, τεράστιος αριθμός απαιτούμενων διαδικασιών και γραφειοκρατίας, και έλλειψη διαφάνειας για τους πολίτες. Μείωση του γενικού επιπέδου χρηματικών απολαβών και η απουσία ηθικών και δεοντολογικών κανόνων. Θόλωση των ορίων μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, ιδίως στην απόκτηση υπηρεσιών, έτσι ώστε πολλά από αυτά που θεωρούνται αμαρτία και δεν έχουν Σαρία να γίνονται αποδεκτά. Η διαφθορά έχει γίνει συγκρίσιμη με ένα φιλοδώρημα και η μεσιτεία έχει γίνει ένα αναγνωρισμένο και κεκτημένο προνόμιο. Αδύναμη και ανίσχυρη προς άσκηση ελέγχου κοινωνία των πολιτών.
Η απουσία της ηθικής και η διαφθορά μπορεί, πρώτον, να τροφοδοτήσει κοινωνική και πολιτική δυσαρέσκεια, ιδίως ένα αίσθημα ανισότητας και αδικίας, καθώς διαστρεβλώνει τις κυβερνητικές αποφάσεις και υπονομεύει την ορθότητα της παροχής των διάφορων δημόσιων υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη. Αυτή η δυσαρέσκεια μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης από φυγόκεντρες εσωτερικές δυνάμεις, προκειμένου να υπονομεύσουν εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης, με τη διασάλευση της έννομης τάξης συγκεντρώνοντας την απαραίτητη λαϊκή υποστήριξη. Ως παράδειγμα αναφέρουμε ότι στις εξεγέρσεις της «Αραβικής Άνοιξης», η διαφθορά φαίνεται να τροφοδότησε ευρύτερα παράπονα, γεγονός που διευκόλυνε τη λαϊκή κινητοποίηση κατά διαφόρων κυβερνήσεων.
Σε κράτη με αφθονία πλουτοπαραγωγικών πόρων, κεντροαφρικανικά κράτη, οι υψηλές πρόσοδοι που προέρχονται από αυτούς μπορούν να παρέχουν κίνητρα για βίαιες συγκρούσεις, σε όσους αποκλείονται από την εξουσία και, συνεπαγόμενα, με τον έλεγχο της ροής του χρήματος χρησιμοποιούν βία για να αναζητήσουν πρόσβαση και έλεγχο σε αυτές τις ευκαιρίες. Εάν η διαφθορά έχει μετατρέψει το κράτος από ένα σύνολο θεσμών που παρέχουν δημόσια αγαθά σε ένα σύνολο οργάνων που τα εκμεταλλεύονται για την απόκτηση ιδιωτικού κέρδους, το κράτος γίνεται ένα έπαθλο για το οποίο πρέπει κανείς να παλέψει προκειμένου να το κερδίσει.
Η διαφθορά μπορεί να υπονομεύσει τόσο την ικανότητα όσο και τη νομιμότητα του κράτους. Ειδικότερα, με την ανισοκατανομή των δημόσιων πόρων, η διαφθορά αποδυναμώνει την ικανότητα του κράτους να παρέχει βασικές δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Το γεγονός αυτός ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών ασφαλείας εν γένει με την αποδυνάμωση τους καθώς οι μειωμένοι προϋπολογισμοί υπονομεύουν τόσο το έμψυχο δυναμικό όσο και τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό.
Η διαφθορά μπορεί επίσης να μειώσει το βαθμό νομιμοποίησης του κράτους καθώς και η κυβέρνηση λόγω της επιγενόμενης αναποτελεσματικότητας δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών, με τους τελευταίους να δυσανασχετούν και, σε τελικό στάδιο να εξεγείρονται με διάφορους τρόπους κατά της κυβέρνησης.
Η αποκέντρωση μπορεί να είναι επιτυχής στην καταπολέμηση της διαφθοράς εάν οι επωφελούμενοι του σχετικού προγράμματος είναι στη θέση να ανταποκριθούν ουσιαστικά. Ωστόσο, η επίδραση της αποκέντρωσης στη διαφθορά μπορεί, επίσης, να εξαρτάται απ’ το τοπικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού στον οποίο υπάρχει ελευθερία του Τύπου, του μεγέθους των κυβερνητικών μονάδων που αναμορφώνονται, της φύσης των δομών λογοδοσίας στην τοπική αυτοδιοίκηση και του βαθμού στον οποίο οι κοινότητες συμμετέχουν στον σχεδιασμό και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων. Η παρακολούθηση των δημοσίων δαπανών μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, αν και όλοι χρησιμοποιούν μία παραλλαγή μίας «προσέγγισης απόκλισης» για τη μέτρηση της διαρροής δημοσίων κεφαλαίων. Το πιο σύγχρονο και ακριβές εργαλείο αναφέρεται ως «Έρευνα Παρακολούθησης Δημοσίων Δαπανών» (PETS). Αυτή η προσέγγιση παρακολουθεί τη ροή του δημοσίου χρήματος από τα κεντρικά υπουργεία προς τους φορείς – αποδέκτες αυτών μέσω σύγκρισης των αναφερόμενων με τις πραγματικές δαπάνες.
Μεταρρυθμίσεις στους εν λόγω τομείς μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικές υπό όρους. Στο σημείο αυτό, υπάρχει ένα μικρό σύνολο απ’ τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, το οποίο αναλύει την αποτελεσματικότητα αυτών των μεταρρυθμίσεων για τη μείωση της διαφθοράς, με αναφορά σε μελέτες περίπτωσης σε αναπτυσσόμενες χώρες: Περού, Φιλιππίνες, κ.ά. Μολοταύτα, οι πελατειακές σχέσεις και ο συνεπαγόμενος τρόπος άσκησης πολιτικής ενδέχεται να εμποδίσουν τις προωθούμενες κάθε φορά μεταρρυθμίσεις και τα αποτελέσματα που εμφανίζονται να είναι απλώς πλασματικά.
Έλεγχος στο σύστημα δημοσίων προμηθειών στη διαφθορά το οποίο και χρησιμοποιείται από ένα ορισμένο εύρος μεθοδολογικών ερευνών. Αυτές οι μελέτες υποδηλώνουν ότι οι περί ου ο λόγος μεταρρυθμίσεις είναι δυνατό να μειώσουν τη διαφθορά μέσω παρεμβάσεων στην παρακολούθηση, εποπτεία και διαφάνεια κυρίως συνδυαστικά εφαρμοζόμενες. Εντούτοις, εξακολουθούν να παραμένουν ορισμένα σημαντικά κενά στα ευρήματα όπως, για παράδειγμα, η ανάλυση κόστους και οφέλους των διαφορετικών μορφών μεταρρυθμίσεων.
*
Του Δρα Αλέξιου Παναγόπουλου Ακαδημαϊκού και Καθηγητή
(https://orcid.org/0009-0008-9304-4040)