Δεν αποτελεί επιχείρημα η επίκληση του οικονομικά ασύμφορου για τα υποκαταστήματα των ΕΛΤΑ της περιφέρειας. Συνιστά ταυτολογία: προφανώς από την εξίσωση μιας περιφέρειας που ερημώνει, και ενός οργανισμού όπως τα ΕΛΤΑ που δεν έχει εκσυγχρονιστεί για να ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες των ταχυδρομικών υπηρεσιών (έμφαση στο ηλ. εμπόριο κ.λπ.)– δεν θα συνάγεται σαν αποτέλεσμα η βιωσιμότητα.
Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι άλλο. Τα ΕΛΤΑ για πολύ μεγάλες περιοχές αποτελούσαν την μοναδική μορφή υπό την οποία το κράτος (ή τελοσπάντων) ο ευρύτερος δημόσιος τομέας ήταν παρόν σε επικράτειες της χώρες που απονεκρώνονται ταχέως.
Αυτήν την παράμετρο, δεν την εκτίμησαν όπως θα πρέπει στην προτεινόμενη αναδιάρθρωση. Η οποία, να πούμε εδώ, ότι βάσει ρεπορτάζ που κυκλοφορούν σήμερα φαίνεται να κόστισε περίπου 5 εκ. € (4.99 εκ. €) υπό την έννοια ότι τόσα πήρε η συμβουλευτική εταιρεία για την αναδιοργάνωση και τον μετασχηματισμό του ομίλου. Η είδηση αναπαράγεται με επιφύλαξη, ωστόσο εγείρει από μόνη της ορισμένα ερωτήματα: το πιο άμεσα αφορά στο ύψος της σύμβασης· έπειτα, είναι εύλογο ότι με τόσα χρήματα, ο συμβουλευτικός φορέας ΟΦΕΙΛΕΙ να λάβει υπόψη του τον ρόλο του οργανισμού στις απομακρυσμένες περιφέρειες της χώρας, και να προτείνει εναλλακτική.
Τέλος, θα πρέπει όσοι επικαλούνται την απόλυτη προτεραιότητα του οικονομικού/διοικητικού εξορθολογισμού του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, θα πρέπει να σχολιάζουν αυτήν την σύμβαση από αυτήν την σκοπιά, κι επίσης να σχολιάσουν και την ευρύτερη πρακτική της κυβέρνησης να εμπλέκει υπέρ του δέοντος αυτές τις εταιρείες στο έργο των Υπουργείων. Είναι παραγωγική; Εξοικονομεί πόρους; Ή απλώς χτίζει ακόμα ένα επίπεδο «ΣΔΙΤ» γραφειοκρατίας;
Πάμε παρακάτω. Το ζήτημα δεν αφορά το αν θα παραμείνουν ως έχουν τα καταστήματα ΕΛΤΑ, για να επιβαρύνεται ο δημόσιος προϋπολογισμός και να καταχρεώνονται όλοι οι Έλληνες φορολογούμενοι, ή αν θα κλείσουν. Είναι λάθος της αντιπολίτευσης που το θέτει έτσι.
Το ζήτημα αφορά ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη μαζί με την κίνηση να κλείσει αυτά τα καταστήματα, να καταθέσει μια εναλλακτική ώστε να υποστηρίξει τον ρόλο τους στις απομακρυσμένες περιοχές, και μάλιστα, να τις καταστήσει με τις παρεμβάσεις της λιγότερο απομακρυσμένες, και να ευνοήσει την αποκέντρωση του πληθυσμού σε αυτές -εφ’ όσον κάτι τέτοιο είναι δυνατόν.
Τώρα το πως θα γίνει αυτό, το αν θα γίνει ιδρύοντας πολυδύναμα γραφεία που θα λειτουργούν ταυτοχρόνως ως ΚΕΠ, θα φιλοξενούν ΑΤΜ, θα διαθέτουν και θυρίδες για να εξυπηρετούν ταχυδρομικά, με την παράλληλη επιστράτευση κινητών σημείων που θα μπορούσαν να απευθύνονται π.χ. σε ηλικιωμένους, αυτό είναι ζήτημα μιας συζήτησης διοικητικής, και πολιτικής. Δεν μπορεί να μπει κανείς βάσει των υφιστάμενων δεδομένων, και πρέπει να λήξουμε επίσης την ιστορία των ΜΚΔ που «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν». Το μόνο που έχει σημασία εδώ είναι η κατεύθυνση.
Με λίγα λόγια η κυβέρνηση οφείλει να λάβει υπόψη της αυτήν την παράμετρο ως κρίσιμη, και να την ζητάει ως προαπαιτούμενο για κάθε σχετική πολιτική: το γεγονός ότι οι περιφέρειες της χώρας πεθαίνουν, και επίσης, ότι δεν μπορεί να γίνει βιώσιμη η ελληνική οικονομία με μια Αθήνα που καταναλώνει 3 για κάθε 1 που παράγει, και ότι άρα απαιτείται αποκέντρωση.
Σε αυτό ακριβώς το επίπεδο είναι που η κυβέρνηση αποτυγχάνει, όχι μόνον διότι είναι βυθισμένη στο δικό της οικοσύστημα υπουργείων, συμβούλων, παρασυμβούλων, διακυβέρνησης της πρωτεύουσας, αλλά και γιατί δεν διαθέτει ιδέες, και στρατηγική για την πραγματική αποκέντρωση. Παρά η πολιτική της αποσπασματική και συχνά δίνει την εντύπωση ότι είναι του τύπου «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει».
Φυσικά, από τον τρόπο που εκφράζονται οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης στο συγκεκριμένο ζήτημα, καταλαβαίνει κανείς πως ούτε και εκείνη έχει κατανοήσει την σημασία του ζητήματος, και άρα, δεν το έχει εντάξει οργανικά στο οπλοστάσιο. Γι’ αυτό και η αντιπολίτευσή της είναι μικροπολιτική, και κυμαίνεται στον γνωστό άξονα καταγγελία της κυβέρνησης/υπεράσπισης του υφιστάμενου, παρ’ όλο που δεν είναι βιώσιμο. Και ό,τι περιμέναμε τα ΕΛΤΑ για να συζητήσουμε την απονέκρωση της περιφέρειας, και ότι την συζητάμε τόσο αποσπασματικά και παρεμπιπτόντως, μόνο και μόνο για να χρησιμεύσει την «αντιπαράθεση 5 ημερών» που θα ακολουθήσει την δημοσιοποίηση του ζητήματος, είναι δείγμα της ευρύτερης πολιτικής κρίσης που βιώνει αυτός ο τόπος.
Ένα επί πλέον πολιτικό σχόλιο· είναι προφανές ότι η κυβέρνηση τελεί σε εντροπία, με συνέπεια να μην προφτάνει να βγει από την μία εσωτερική κρίση, και να εισέρχεται σε μια άλλη. Εάν δε στην κατάστασή της προσθέσουμε και τον πολυκατακερματισμό και την «κρίση νοήματος» που ταλανίζει την αντιπολίτευση, το αποτέλεσμα μας δίνει την κάτωθι δημοσκοπική εικόνα (η οποία είναι της ALCO), η οποία είναι εικόνα πολιτικής ρευστοποίησης που όντως μπορούν να καταστήσουν την χώρα μη κυβερνήσιμη, όπως σχολίασε προσφάτως ο Ευ. Βενιζέλος.
Προς μεγάλη ευχαρίστηση των γεωπολιτικών της αντιπάλων, και των ολιγαρχικών συμφερόντων στο εσωτερικό της, θα συμπλήρωνα εγώ.