Ι. «Αλάσκα 2025»: Ρεαλισμός και πολυπολικότητα

Σύμφωνα με τον κλασικό ρεαλισμό (Morgenthau 1948) και τον δομικό ρεαλισμό (Waltz 1979), η διεθνής πολιτική δομείται γύρω από την ισορροπία ισχύος (balance of power).
Η μεταψυχροπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από την αμερικανική μονοπολική ηγεμονία , η οποία όμως από τη δεκαετία του 2010 και έπειτα αμφισβητείται τόσο από την άνοδο της Κίνας  και άλλων αναδυόμενων κρατών του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου καθώς και τη στρατηγική της  Ρωσίας να επανατοποθετηθεί στο διεθνές σύστημα επιδιώκοντας την αναβάθμιση της θέσης της μέσω συνδυασμού στρατιωτικής ισχύος, εναλλακτικών οικονομικών δικτύων και προσωπικής διπλωματίας, προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε διεθνείς συνθήκες (Mearsheimer 2019).
 
Παρά τον συμβολισμό και έναν «εποικοδομητικό» διάλογο σύμφωνα με τις δηλώσεις των 2 ηγετών, στο πρακτικό κομμάτι, η συνάντηση ολοκληρώθηκε χωρίς καμία συμφωνία ή εκεχειρία. Οι Τραμπ και Πούτιν απέφυγαν δεσμεύσεις, αλλά άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων επαφών. Το γεγονός ότι ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν την ώρα της συνόδου κορυφής δείχνει πως το πραγματικό διακύβευμα υπερβαίνει τις δημόσιες δηλώσεις.
 
Η επιλογή της Αλάσκας  ως τόπου συνάντησης δεν έχει μόνο ιστορικό βάρος, αλλά και στρατηγική σημασία λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην Αρκτική, μια περιοχή αυξανόμενης γεωοικονομικής και στρατιωτικής σημασίας.  Επομένως, η  συνάντηση Τραμπ–Πούτιν  στο Άνκορατζ  (Joint Base Elmendorf–Richardson)  που ενδεχομένως να σηματοδοτεί μια νέα φάση στις αμερικανορωσικές σχέσεις δεν μπορεί να αναλυθεί μεμονωμένα αλλά στο πλαίσιο της μετάβασης προς το αναδυόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα.  
 
Η εκκωφαντική απουσία της Ουκρανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πρώτη φάση του κύκλου των διαπραγματεύσεων, ανέδειξε με ξεκάθαρο τρόπο την αντίληψη του Αμερικανού Προέδρου για την παγκόσμια διακυβέρνηση στη διασφάλιση της ειρήνης και το ρόλο των Η.Π.Α.,  ως ο ισχυρός παράγοντας σε μια νέα  εποχή της Pax Americana . Μια επιλογή που ενδυναμώνει τη ρωσική πλευρά , δίνοντας στον Πούτιν το εφαλτήριο για να επαναφέρει τη Ρωσία στις προ της Περεστρόικα εποχή. Στην Αλάσκα, η παρουσία του Πούτιν επιβεβαιώνει ότι η Μόσχα δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η ρωσική στρατηγική βασίζεται σε αυτό που ο Mearsheimer (2001) αποκαλεί offensive realism: η Ρωσία, ακόμη και αν υστερεί οικονομικά, αξιοποιεί τη στρατιωτική της ισχύ και τη γεωπολιτική της θέση για να παραμένει «παίκτης-κλειδί».
 

ΙΙ. Η Ευρώπη στο περιθώριο;


Η  καθυστερημένη  εμπλοκή  της ΕΕ και της Ουκρανίας  που πραγματοποιήθηκε σε δεύτερη φάση στον Λευκό Οίκο , με τη συμμέτοχη του Ζελένσκι, του ΓΓ του ΝΑΤΟ και της ‘’team Europe’’,  ανέδειξε την περιορισμένη ικανότητα της Ευρώπης να λειτουργήσει ως αυτόνομος στρατηγικός δρών, παρά τις εξαγγελίες της για στρατηγική αυτονομία.   Η έλλειψη στρατηγικής αυτονομίας (Howorth, 2019), η εξάρτηση από το αμερικανικό πλαίσιο ασφάλειας, οι εσωτερικές διαιρέσεις και η ενεργειακή αστάθεια περιορίζουν την επιρροή της. Έτσι, η Ένωση εμφανίζεται περισσότερο ως παρατηρητής, παρά ως ρυθμιστής των εξελίξεων.
 
Η επαναπροσέγγιση ΗΠΑ–Ρωσίας και με τις γνωστές δηλώσεις του Τραμπ για το μέλλον του ΝΑΤΟ, δημιουργεί μια αβεβαιότητα στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας καθιστώντας πιο επιτακτική την ανάγκη χάραξης μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Η διεθνής σκηνή φαίνεται να μεταβαίνει σε ένα λιγότερο πολυμερές και περισσότερο ανταγωνιστικό σύστημα, όπου τα κρίσιμα ζητήματα —ασφάλεια, ενέργεια, ισορροπία ισχύος— συζητούνται απευθείας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις.
 
Σημειολογικά , η επιλογή της όλης διαδικασίας (διμερές επίπεδο)  σηματοδοτεί  μια νέα φάση και δυναμική στη διπλωματική σκακιέρα με την ανάδειξη προσωπικών διπλωματικών πρωτοβουλιών (εν προκειμένω ΗΠΑ–Ρωσία) με διογκούμενη αβεβαιότητα απέναντι  στα παραδοσιακά διεθνή θεσμικά όργανα (ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ, ΟΗΕ), την ΕΕ  αλλά και την  ίδια η Ουκρανία.
 
Η συνάντηση κορυφής  στην Αλάσκα των δυο ηγετών , με ένα για δεκαετίες όχι ιδιαίτερα φιλικό παρελθόν  ( περίοδος Ψυχρού πολέμου), επιβεβαιώνει τις ρεαλιστικές θεωρήσεις που θέλουν την ισορροπία ισχύος να καθορίζει τη συμπεριφορά των κρατών. Οι μεγάλοι παίκτες αναζητούν σχετική υπεροχή, διατηρώντας διαύλους αλλά χωρίς οριστικές παραχωρήσεις.
 

Advertisement
Advertisement

ΙΙΙ. Η Κίνα ως «τρίτος παίκτης στο δωμάτιο»

Ως εκ τούτου,  η  ανάλυση των αμερικανορωσικών σχέσεων δεν μπορεί να αποκοπεί από τη ρωσοκινεζική στρατηγική σύγκλιση.
Στην διπλωματική επιλογή του Τραμπ, το ερώτημα αφορά στο ρόλο της Κίνας καθώς η Κίνα λειτουργεί ως «ρυθμιστής» και συντελεστής αβεβαιότητας στη διαμόρφωση της νέας ισορροπίας.  Το Πεκίνο, σύμφωνα με τη θεωρία της «υπεύθυνης ανόδου» (Zheng 2005), αποφεύγει να εμφανίζεται ως απειλή, αλλά επιδιώκει να διαμορφώνει τους όρους της διεθνούς αλληλεπίδρασης. Μέσα από τη δική της πολυδιάστατη στρατηγική η Κίνα προωθεί ταυτόχρονα τη συνεργασία της  με τη Ρωσία και με άλλες δυνάμεις και τη διείσδυση στις αγορές και συμμαχίες του Παγκόσμιου Νότου μέσω της γνωστής πρωτοβουλίας «Belt and Road».
 
Άλλωστε, η  ρωσοκινεζική Συνθήκη Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας του 2001, ανανεωμένη το 2021, αποτελεί θεμέλιο μακροπρόθεσμης συνεργασίας, τόσο στον ενεργειακό όσο και στον στρατιωτικό τομέα .Οι αγωγοί Power of Siberia, οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον Ειρηνικό και οι συντονισμένες θέσεις στον ΟΗΕ ενισχύουν έναν de facto άξονα Μόσχας–Πεκίνου.  Αυτό το πλαίσιο καθιστά τη Ρωσία λιγότερο εξαρτημένη από την Ουάσινγκτον και της προσφέρει ερείσματα σε έναν ευρύτερο συνασπισμό που οι BRICS επιχειρούν να διαμορφώσουν ως αντίβαρο στη Δύση.
 
Επομένως, η Κίνα  στοχεύει: α) αφενός στην ενίσχυση της συνεργασίας με τη Ρωσία, ώστε να περιοριστεί η αμερικανική επιρροή, και β) αφετέρου στη σταδιακή ενσωμάτωση της Ευρώπης και του Παγκόσμιου Νότου σε δίκτυα οικονομικής εξάρτησης μέσω της Πρωτοβουλίας «Belt and Road». Έτσι, ακόμη και η πιθανή επαναπροσέγγιση Ουάσινγκτον–Μόσχας δεν μπορεί να υπονομεύσει την κεντρική θέση της Κίνας στο νέο διεθνές σύστημα. Ταυτόχρονα, νέοι θεσμοί όπως οι BRICS και ο SCO ανταγωνίζονται τα παραδοσιακά δυτικά σχήματα.

 

V. Κρίσιμα ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις

Ο νέος διεθνής ορίζοντας χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και αβεβαιότητα: οι κεντρικοί «παίκτες» επιχειρούν να αποσπάσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα μέσα από προσωπική διπλωματία κορυφής, αφήνοντας την Ευρώπη —και τους θεσμούς της— στη δύσκολη θέση του διαμεσολαβητή, αλλά όχι του ηγέτη. Η «Αλάσκα 2025» αναδεικνύει μια παγκόσμια σκηνή όπου:

η διμερής προσωπική διπλωματία ενισχύεται εις βάρος των πολυμερών οργανισμών,

η Ευρώπη παραμένει θεατής αντί για διαμορφωτής,

η Κίνα, αν και απούσα, καθίσταται αναπόσπαστος ρυθμιστής της νέας ισορροπίας ισχύος.
 
Σε επίπεδο θεωρίας, η περίπτωση αυτή ενισχύει το ρεαλιστικό υπόδειγμα: οι προσωπικές διπλωματικές συναντήσεις δεν καταρρίπτουν τη λογική της ισορροπίας ισχύος, αλλά την επιβεβαιώνουν:

Θα οδηγήσει η νέα πολυπολική ισορροπία σε ένα σταθερό status quo (Walt, 1987) ή σε επισφαλή αβεβαιότητα λόγω αλληλεξαρτήσεων;
Μπορεί μια μερική αμερικανορωσική συνεννόηση να αποδυναμώσει τον ευρωατλαντικό δεσμό;

Η παρακαμπτήρια των πολυμερών οργανισμών συνιστά νέο πρότυπο διεθνούς διακυβέρνησης ή απλώς κρίση της υφιστάμενης τάξης;

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Howorth, J. (2019). Strategic Autonomy and EU Defence in the 21st Century. Journal of European Integration.
Mearsheimer, J. J. (2001). The Tragedy of Great Power Politics. Norton.
Mearsheimer, J. J. (2019). “Bound to Fail: The Rise and Fall of the Liberal International Order.” International Security, 43(4).
Morgenthau, H. (1948). Politics Among Nations. Knopf.
Waltz, K. (1979). Theory of International Politics. McGraw-Hill.
Zheng, B. (2005). “China’s ‘Peaceful Rise’ to Great-Power Status.” Foreign Affairs, 84(5).