Στο πρώτο φως της ημέρας που αντιφεγγίζει πάνω στον Ιερό Βράχο, τα μάρμαρα του Παρθενώνα μοιάζουν να αντανακλούν την αδρή μνήμη ενός πολιτισμού που ταξίδεψε επώδυνα μέσα στους αιώνες.

«Αγαπώ το αττικό φως. Σύμβολο της ψυχής, της νιότης, φως νεαρό και ατρόμητο…» έγραφε ο Κωνσταντίνος Παρθένης.

Advertisement
Advertisement

Αυτό το υπέροχο φως που έχτισε της πατρίδας μας τον πολιτισμό δεν αποκαλύπτει τις λεπτές πτυχές τέχνης που φέρουν τα γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Βρεττανικό Μουσείο, αποσπασμένα βίαια από το σώμα του μνημείου. Μια πράξη του Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα η οποία τότε παρουσιάστηκε διεθνώς ως «διάσωση», αλλά σήμερα αποτελεί μια στρέβλωση στην ενότητα του κορυφαίου μνημείου της κλασικής Ελλάδας.

Η συζήτηση για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα δεν είναι απλώς μια διακρατική παρτίδα διπλωματικής υπομονής. Είναι ένα ιστορικό αίτημα συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. Ένα ιστορικό οφειλόμενο. Κι αν αυτό το αίτημα έχει αποκτήσει παγκόσμια απήχηση σήμερα, είναι γιατί σε μεγάλο βαθμό κάποτε το διεκδίκησε σθεναρά μια γυναίκα με φωνή, πάθος και πολιτισμικό όραμα: Η Μελίνα Μερκούρη.

Ως Υπουργός Πολιτισμού τη δεκαετία του ’80, η Μερκούρη δεν περιορίστηκε σε τυπικές δηλώσεις ή στις συνήθεις ρεβεράντζες της διακριτικής διπλωματίας. Ανέβηκε στα βρετανικά βήματα, μίλησε σε διεθνή συνέδρια, συγκίνησε με κάθε της λέξη. «Τα μάρμαρα είναι η ψυχή μας», έλεγε, και η φράση εκείνη, ειπωμένη με το χαρακτηριστικό βιμπράτο της φωνής της, αντήχησε σε όλο τον κόσμο. Η Μελίνα δεν διεκδίκησε μόνο γλυπτά. Διεκδίκησε την ηθική υπόσταση ενός λαού που ζητούσε πίσω τα κομμάτια της ιστορίας του. Το προσωπικό της κύρος, η διεθνής της ακτινοβολία, το ταλέντο της να μετατρέπει την πολιτική πράξη σε πολιτισμικό κάλεσμα, έβαλαν εκ νέου τα γλυπτά του Παρθενώνα στο παγκόσμιο προσκήνιο.

Αλλά η Μελίνα δεν ήταν μόνη. Στο πλευρό της στάθηκαν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και προσωπικότητες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έβαλαν τη σφραγίδα τους σε έναν αγώνα που ξεπερνά τις γενιές και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Ο Μάνος Χατζιδάκις, με τη βαθιά του αντίληψη για την ελληνική ταυτότητα, μιλούσε συχνά για την πολιτισμική ανάγκη της επανένωσης. Ο Γιώργος Σεφέρης, ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και ’60, είχε αναφερθεί στην ηθική διάσταση του ζητήματος, βλέποντας τα μάρμαρα όχι ως μουσειακά αντικείμενα αλλά ως κομμάτια τέχνης και μνήμης. Στις πιο πρόσφατες δεκαετίες, καλλιτέχνες όπως η Νάνα Μούσχουρη, με διεθνή ακτινοβολία και επιρροή, συνέχισαν να προβάλλουν το ελληνικό αίτημα στα μεγάλα ευρωπαϊκά φόρα. Ακαδημαϊκοί, αρχαιολόγοι, φιλόσοφοι, αλλά και Έλληνες της διασποράς, κράτησαν ζωντανή τη φλόγα μιας διεκδίκησης που δεν έσβησε ποτέ.

Σήμερα, το αίτημα έχει ωριμάσει. Το Μουσείο της Ακρόπολης, ένα σύγχρονο επίτευγμα αρχιτεκτονικής και μουσειολογικής αρτιότητας, αποτελεί τον πιο αποστομωτικό αντίλογο σε κάθε επιχείρημα περί «έλλειψης κατάλληλου χώρου». Στους διαφανείς του τοίχους αντανακλάται ο Παρθενώνας, ως μια σιωπηλή πρόσκληση επιστροφής και επανασύνδεσης μιας άρρηκτης πολιτισμικής ενότητας. Εκεί, οι κενές θέσεις των εκμαγείων δεν λειτουργούν ως υποκατάστατα, αλλά ως πληγές. Ως υπενθύμιση μιας ολέθριας απουσίας.

Η διεθνής κοινότητα δείχνει πλέον μια ξεκάθαρη μετατόπιση, σε ένα  μακρύ ταξίδι από τη λεηλασία στη δικαίωση: Πανεπιστήμια, Μουσεία, Μέσα Ενημέρωσης, ακόμη και προσωπικότητες της βρετανικής πολιτικής ζωής αναγνωρίζουν ότι η επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα δεν είναι πράξη απώλειας για το Βρετανικό Μουσείο, αλλά δικαιοσύνης για την παγκόσμια πολιτιστική ιστορία. Η συζήτηση για την αποαποικιοποίηση των μουσειακών χώρων, που έχει φουντώσει σε ολόκληρη την Ευρώπη, δίνει στο ελληνικό αίτημα έναν νέο ηθικό και πολιτικό ορίζοντα.

Advertisement

Όταν – γιατί είναι πλέον θέμα χρόνου – τα γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν, δεν θα δικαιωθεί μόνον η Ελλάδα. Θα δικαιωθεί μια ιδέα: ότι ο πολιτισμός δεν είναι ιδιοκτησία, δεν είναι έκθεμα, αλλά πατρογονική κληρονομιά.

Ίσως τότε, στους πρόποδες του Παρθενώνα, η αέρινη μορφή της Μελίνας, με το χαμόγελο εκείνο που διαπερνά την ύλη μα και τις δεκαετίες, θα ψιθυρίσει:

«Στο είχα πει. Θα γυρίσουν»!

Advertisement