Γράφει ο Καθηγητής Δημήτριος Σκιαδάς, Έδρα Jean Monnet, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy/Πανεπιστήμιο Tufts
*
Όταν η είδηση για τη σύλληψη της Φεντερίκα Μογκερίνι εμφανίστηκε σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν μπόρεσα να αποφύγω μια αίσθηση «déjà vu». Κάτι μου θύμισε όλο αυτό. Σχεδόν ακριβώς πριν από τρία χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2022, η βελγική αστυνομία, ενεργώντας στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με καταγγελίες ότι αξιωματούχοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, λομπίστες και οι οικογένειές τους είχαν επηρεαστεί από τις κυβερνήσεις του Κατάρ, του Μαρόκου και τη Μαυριτανίας, και είχαν εμπλακεί σε διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος και οργανωμένο έγκλημα για να βελτιώσουν την εικόνα αυτών των χωρών στην ΕΕ, πραγματοποίησε επιδρομές σε διάφορες διευθύνσεις στις Βρυξέλλες, οι οποίες περιλάμβαναν έρευνες σε γραφεία και κατοικίες υπόπτων και οδήγησαν στη σύλληψη υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ευρωβουλευτών και άλλων συνεργατών τους. Το περιστατικό αυτό έγινε γνωστό ως υπόθεση Qatargate, η νομική έκβαση της οποίας εκκρεμεί ακόμη.
Τώρα, η βελγική αστυνομία ενήργησε στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με υποψίες για ένα έργο της Διπλωματικής Ακαδημίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης στο Κολλέγιο της Ευρώπης στο Βέλγιο, για την περίοδο 2021-2022, μετά από διαγωνιστική διαδικασία με υποβολή προσφορών, για τα κριτήρια επιλογής της οποίας υπάρχουν υποψίες ότι ήταν εκ των προτέρων γνωστά στο Κολλέγιο της Ευρώπης. Εκτός από την Μογκερίνι (πρώην Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Ευρωπαϊκή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και νυν Πρύτανης του Κολλεγίου της Ευρώπης), συνελήφθησαν και δύο υψηλόβαθμοι άλλοι αξιωματούχοι της ΕΕ.
Πρόκειται για το πιο πρόσφατο περιστατικό που αφορά αξιωματούχους της ΕΕ σε υποθέσεις φερόμενης απάτης και διαφθοράς. Υπάρχει επίσης μια σειρά παρόμοιων υποθέσεων που αφορούν εθνικούς αξιωματούχους που διαχειρίζονται πόρους της ΕΕ σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης. Έτσι, ανακύπτει αμέσως το ερώτημα: Τι επιτέλους συμβαίνει με την ΕΕ; Γιατί υπάρχουν όλες αυτές οι υποθέσεις φερόμενης (και σε ορισμένες περιπτώσεις αποδεδειγμένης και επαληθευμένης) απάτης και διαφθοράς; Και αυτό ακολουθείται από ένα άλλο ερώτημα: Μπορεί να γίνει κάτι για να σταματήσει αυτό;
Λοιπόν, η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα απαιτεί την εξέταση διαφόρων πτυχών της δομής και της λειτουργίας της ΕΕ. Η ΕΕ είναι μια sui generis οντότητα. Δεν είναι ούτε απλός διεθνής οργανισμός, ούτε πλήρως κυρίαρχο κράτος. Αυτή η ιδιαιτερότητα εκφράζεται από ένα περίπλοκο θεσμικό οικοσύστημα με διάφορους παράγοντες, καθένας με συγκεκριμένους τομείς αρμοδιότητας και εξουσίας, και ταυτόχρονα τις εθνικές αρχές των κρατών μελών, που εκπροσωπούν τους ιδρυτές της ΕΕ (κράτη), οι οποίες διεκδικούν το δικό τους πεδίο δράσης.
Ένας από τους οριζόντιους συνδετικούς κρίκους αυτού του συστήματος είναι η χρηματοοικονομική του λειτουργία, το κύριο εργαλείο της οποίας, ο προϋπολογισμός της ΕΕ, αποτελεί το «διαμάντι του στέμματος» της εξουσίας, οπότε όλοι θέλουν να συμμετέχουν στην προετοιμασία, τη σύνταξη, την έγκριση και την εφαρμογή του και να επωφεληθούν από αυτόν, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά.
Τα ποσά που διανέμονται μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ, τουλάχιστον για την τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2021-2027, κυμαίνονται μεταξύ 150 και 155 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως (σε επίπεδο πληρωμών) και καλύπτουν διάφορους τομείς δημόσιας πολιτικής, όπως η γεωργική πολιτική, η οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή ( ), η πολιτική άμυνας και ασφάλειας, το διοικητικό κόστος της ΕΕ κ.λπ. Επομένως, η προσπάθεια εκμετάλλευσης των εν λόγω ποσών μπορεί να είναι πολύ δελεαστική, ιδίως εάν υπάρχει η γενική αντίληψη ότι η ΕΕ καταβάλλει χρήματα χωρίς να είναι σε θέση να αποτρέψει αποτελεσματικά την κατάχρησή τους.
Αυτή η αντίληψη συνοδεύει τον προϋπολογισμό της ΕΕ εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμη και πριν από την επίσημη ίδρυση της ΕΕ, από την εποχή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σε μια υπόθεση απάτης και διαφθοράς του 1987 σχετικά με την καταβολή γεωργικών εισφορών στο πλαίσιο του συστήματος ιδίων πόρων, δήλωσε (με σημαντικό βαθμό απόγνωσης) ότι, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία της εποχής, δεν ήταν υποχρεωμένο να εκφράσει την άποψή του (πόσο μάλλον να εκδώσει απόφαση) σχετικά με την παραποίηση των σχετικών εγγράφων ή την πιθανή ενοχή των εμπλεκομένων.
Μόνο μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 κατέστη δυνατή για πρώτη φορά η θέσπιση νομικών μέσων κατά της απάτης και της διαφθοράς. Ωστόσο, τα εργαλεία αυτά ήταν πολύ αδύναμα, καθώς είτε προέβλεπαν διοικητικές κυρώσεις (οι οποίες δεν είχαν σημαντικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα) είτε, όταν αφορούσαν ποινικές διαδικασίες, παρεμποδίζονταν από τις τακτικές καθυστέρησης των κρατών μελών (είναι ενδεικτικό ότι η Σύμβαση για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ υπογράφηκε το 1995, αλλά τέθηκε σε ισχύ μόλις το 2002…).
Τα γεγονότα του 1999, τα οποία οδήγησαν στην παραίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εν μέσω καταγγελιών για απάτη, διαφθορά και κακοδιαχείριση, κατέδειξαν την ανάγκη για πλήρη αναθεώρηση του μηχανισμού καταπολέμησης της απάτης της ΕΕ. Δημιουργήθηκε η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης της ΕΕ, με αυξημένες εξουσίες έρευνας, αλλά και πάλι η ποινική αντιμετώπιση των πράξεων απάτης και διαφθοράς παρέμεινε στα χέρια των κρατών μελών, τα οποία δεν έδωσαν προτεραιότητα στην υιοθέτηση σχετικών μέτρων σε επίπεδο ΕΕ.
Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2009. Έκτοτε, έχει ακολουθηθεί ένας αργός αλλά σταθερά αυξανόμενος ρυθμός δράσης, ο οποίος οδήγησε στην υιοθέτηση διαφόρων εργαλείων, όπως η Οδηγία του 2017 για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων μέσω του ποινικού δικαίου, ο Κανονισμός του 2020 για τη γενική αιρεσιμότητα, ο οποίος επιτρέπει την επιβολή δημοσιονομικών μέτρων στα κράτη μέλη που παραβιάζουν τις αρχές του κράτους δικαίου, μεταξύ άλλων, μέσω πράξεων διαφθοράς και απάτης, ή τον Kανονισμό του 2017, ο οποίος θέσπισε την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με την εξουσία να διεξάγει ποινικές έρευνες και να ασκεί δίωξη για διασυνοριακές υποθέσεις που αφορούν απάτη, διαφθορά και άλλα εγκλήματα.
Παρά τη σημασία αυτών των εξελίξεων, οι περιπτώσεις απάτης και διαφθοράς που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ (και συνήθως επηρεάζουν και τα συμφέροντα των κρατών μελών της) εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα με ανησυχητικό ρυθμό. Έχει καταστεί προφανές ότι το πρόβλημα δεν θα λυθεί μόνο με μια κανονιστική προσέγγιση μέσω της θέσπισης κανόνων και μηχανισμών. Αυτοί μπορεί να είναι χρήσιμοι, αλλά δεν αρκούν. Υπάρχουν βαθύτερες ρίζες αυτής της ανησυχητικής κατάστασης που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Και για να γίνει αυτό, η ΕΕ πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της. Είναι απαραίτητο να αλλάξει η αντίληψη σχετικά με τα χρήματα της ΕΕ ότι είναι πόροι που δίνονται ελεύθερα για να δαπανηθούν ακόμη πιο ελεύθερα. Αυτή η νοοτροπία, που χρησιμοποιείται από ορισμένους ευρωπαϊκούς και εθνικούς παράγοντες αρχικά ως μέσο για την αύξηση της δημοτικότητας της ΕΕ και, εν συνεχεία, ως μέσο δικής τους προβολής και ευημερίας, έχει δημιουργήσει μια κατάσταση συμπεριφοράς του τύπου «όλα επιτρέπονται». Ειδικά όταν ο υπεύθυνος βρίσκεται σε θέση επίσημης εξουσίας ή ουσιαστικής επιρροής. Η αλλαγή αυτή δεν θα είναι εύκολη. Θα χρειαστεί μεγάλη πολιτική βούληση, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, για να απομακρυνθούμε από αυτόν τον τρόπο σκέψης και να υιοθετήσουμε μια κουλτούρα ακεραιότητας που θα ωθήσει όλους τους παράγοντες να σέβονται τα «χρήματα των άλλων» και να μην καταχρώνται της εξουσίας τους επί αυτών των πόρων. Μια τέτοια κουλτούρα μπορεί να οδηγήσει σε μια έννοια χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία συνεπάγεται τη συμμόρφωση με τους κανόνες και την αποδοτική και αποτελεσματική χρήση των πόρων της ΕΕ.
Υπάρχουν δηλώσεις για τέτοιες πολιτικές φιλοδοξίες από την ηγεσία της ΕΕ (βλ. για παράδειγμα την ομιλία της Ursulla von der Layen για την κατάσταση της Ένωσης/State of the Union, το 2022). Ωστόσο, είναι καιρός όλοι οι φορείς της ΕΕ να κάνουν πράξη τα λόγια τους. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα σχέδιο Oδηγίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς μέσω του ποινικού δικαίου, το οποίο υποβλήθηκε τον Μάιο του 2023 και μόνο στις αρχές Δεκεμβρίου 2025 οι διαπραγματευτές του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία σχετικά με το περιεχόμενό του. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι ακόμη βέβαιο, καθώς η προσωρινή αυτή συμφωνία πρέπει τώρα να εγκριθεί επίσημα από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Και αυτό μπορεί να διαρκέσει αρκετό χρόνο, σε βάρος της ήδη πληγωμένης αξιοπιστίας της Ένωσης…
Επομένως, η ΕΕ δεν καλείται να επιλέξει μεταξύ θάρρους ή αλήθειας. Πρέπει να επιλέξει και τα δύο. Διαφορετικά, μετά από όλες αυτές τις χαμένες ευκαιρίες για δράση, φοβάμαι ότι η Ένωση όχι μόνο δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει αξιόπιστες δικαιολογίες, αλλά θα χάσει ακόμη και το τεκμήριο της αμφιβολίας στα μάτια των πολιτών της. Και αυτό δεν θα είναι καθόλου καλός οιωνός για το μέλλον της…