Ο πατέρας μου με έμαθε να διαβάζω πριν καν πάω σχολείο. «Τα γράμματα, παιδί μου» μου λεγε «είναι το εισιτήριο για τα πιο μεγάλα σου ταξίδια». Κι εγώ, ανοιγόκλεινα τα μυστικά των λέξεων, ψάχνοντας να βρω το μαγικό χαρτάκι που θα με έβαζε στο μεγάλο καράβι της γνώσης και θα με ταξίδευε στους τρικυμισμένους ωκεανούς του βίου.
Μόλις κατάφερα να διαβάζω καθαρά, μου έδινε την πολύτιμη για κείνον εφημερίδα. Στην αρχή, μόνο τίτλους και μετά, τα πρωτοσέλιδα. Συλλάβιζα και μπέρδευα τις λέξεις που δεν καταλάβαινα. Με ενθάρρυνε να συνεχίσω, με ένα βλέμμα ή ένα χάδι στα ατίθασα μαλλιά. Και με υπομονή, μου εξηγούσε όσο πιο περιγραφικά μπορούσε το παιδικό μου μυαλό να κατανοήσει, τα δυσνόητα νοήματα: Τι σημαίνει Κυβέρνηση και τι μεταπολίτευση, γιατί τα λιανοτράγουδα είναι της πικρής κι όχι της μικρής πατρίδας, τι είναι «απεργία» και ποια η διαφορά της από την απεργία πείνας, αφού έτσι κι αλλιώς και τις δύο τις κάνουν άνθρωποι πεινασμένοι για ψωμί όσο και για ισοτιμία και δημοκρατία…
Μου έδειχνε με απέχθεια παλιές φωτογραφίες με το δικέφαλο αρπακτικό πουλί και έναν μπλαβί στρατιώτη να στέκεται ακίνητος εμπρός του και μου εξηγούσε γιατί η «δικτατορία» έκανε τον βουλευτή της ΕΔΑ που έμενε στο στενό παρακάτω από το σπίτι μας να περπατάει κουτσαίνοντας. «…Πέρασε πολλά στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ» έλεγε ο πατέρας μου και αδυνατούσα να καταλάβω γιατί το να σε κρατούν φυλακισμένο, σε καθιστά δια βίου ανάπηρο. Ρωτούσα, αλλά αντί απαντήσεων, έβλεπα τα μάτια του να υγραίνονται…
Όταν άρχισα να καταλαβαίνω πιο πολλά, παρέδωσε στα μικρά μου χέρια τα παλιά του βιβλία που είχε σώσει κρύβοντάς τα στον τοίχο πίσω από τον περιστερώνα στην ταράτσα του μικρού μας σπιτιού, λέγοντάς μου «…πιο πολλά κι από όσα θα διαβάσεις, θα τα καταλάβεις μεγαλώνοντας!»
Δούλευε πολύ, όπως κι η μάνα μου. Τόσα στόματα, δεν χορταίνουν εύκολα. Δυό παιδιά κι άλλα δυό, ορφανά, που έπρεπε κι αυτά να μεγαλώσουν. Από τη νύχτα ως την άλλη νύχτα, κάθε δουλειά που μπορούσε να του εξασφαλίσει τίμια το παραπάνω που είχε απόλυτα ανάγκη η οικογένεια. Κι αυτός, ο τρυφερός και μειλήχιος άνθρωπος, που δεν έβριζε, δεν φώναζε και δεν τσακωνόταν ποτέ, σε αντίθεση με άλλους «πατεράδες» της εποχής του, όταν επρόκειτο για συνδικαλιστικούς αγώνες, γινόταν «παλικαράς».
Μπροστάρης και… «υποκινητής» των αντιδράσεων, από τους πρώτους στις απεργίες, ανάμεσα στους μπροστάρηδες και στις διεκδικήσεις. Η αστυνομία συχνά-πυκνά, μας χτυπούσε την πόρτα και τον τράβαγαν στο «Τμήμα» πότε με τον ένα προσχηματικό λόγο και πότε με τον άλλον. Αμυδρά θυμάμαι και τη μέρα που έφυγε η μάνα μου αλλοπαρμένη, αφήνοντας μας ολομόναχα μικρά παιδιά στο σπίτι, γιατί την ειδοποίησαν πως τον είχαν μεταφέρει στο Νοσοκομείο, μετά από μέρες απεργίας πείνας…
Πρώτες μέρες της Δημοκρατίας. Άνθρωποι σαν κι αυτόν, την είχαν φέρει, κουβαλώντας την στις πλάτες τους. Οι δικοί τους αγώνες, την έντυσαν με της ελληνικής σημαίας τα χρώματα. Κι ήταν όλοι εκείνοι, οι μικροί και αφανείς, που πίστεψαν πως ο φασισμός, αυτός ο φασισμός που το αλγεινό του πρόσωπο το είχαν ζήσει και στα μικράτα τους, στον πόλεμο, δεν θα περνούσε πια.
Στο σπίτι μας, μπαινόβγαιναν άνθρωποι που αργότερα τους είδα σε υψηλούς κυβερνητικούς θώκους. Είχαν όμως πλέον ξεχάσει το… ζιβάγκο και είχαν ενδυθεί το ξύλινο κοστούμι της εξουσίας. Κι άλλοι, που άλλαξαν χρώμα, κόμμα και συνείδηση. Τα αντάλλαξαν με θεσούλες και θεσάρες.
Ο φτωχός μου πατέρας, παρέμεινε ιδεαλιστής σε πείσμα των καιρών. Δεν ζήτησε και δεν έλαβε τίποτα «χαριστικά». Δεν εξαγόρασε τους αγώνες του, με καμία καλοβολεμένη «δουλίτσα» για τα παιδιά του.
Δυστυχώς για κείνον, κατάλαβε νωρίς πως ο εκφασισμός της κάθε μέρας μπορούσε να έχει πολλές εκφάνσεις. Ήταν οι παλιοί «σύντροφοι» που η Κίρκη της εξουσίας είχε μετατρέψει σε… «χοίρους». Ήταν κι οι «αντίπαλοι» που έγιναν «όλοι δικοί μας είμαστε». Ήταν κι εκείνοι που πάτησαν πάνω στις διεκδικήσεις των απλών ανθρώπων και τα κεκτημένα με αγώνες δικαιώματα και τα συνέθλιψαν. Ήταν κι η πορεία μιας χώρας που ακολουθώντας τις εκάστοτε κομματικές γραμμές, έχασε την επαφή της με τη λαϊκή βάση. Αυτή που αγωνίζεται πάντα κι αυτή που υφίσταται πρώτη, την αδικία.
Στην κρίση, ο πατέρας αγωνιστής, γονάτισε. Η σύνταξη δεν έφτανε να καλύψει καν τις βασικές ανάγκες για δύο γερόντια. Στα μνημόνια, σταμάτησε να μιλάει. Δεν έβρισκε πια χαρά στις πολυποίκιλες συζητήσεις και αναλύσεις που κάναμε για τα κοινωνικοπολιτικά συμβάντα της χώρας. Ντρεπόταν. Θεωρούσε τον εαυτό του και τη γενιά του, υπεύθυνους για τούτη την εθνική κατάντια.
Για χρόνια απέφευγε να κοιτάζει στα μάτια το εγγόνι του. Κι όταν άκουγε τα προβλήματά μας, τις εργασιακές καθημερινές συμπιέσεις, έλεγε με τη σοφία της εμπειρίας των ανθρώπων της ανάγκης: «Κάθε γενιά, παιδιά μου, έχει το δικό της «πόλεμο». Μόνο που εμείς, τον εχθρό ΤΟΝ ΒΛΕΠΑΜΕ…»
Λίγο προτού αποχαιρετήσει τον κόσμο, ξαπλωμένος στο στενό κρεββάτι δημόσιου νοσοκομείου μετά από μια επώδυνη περιπέτεια υγείας, άκουγε στο ραδιοφωνάκι τις ειδήσεις. Γύριζε και γύριζε το δείκτη για να ακούσει πάλι και πάλι την κραυγή δικαίωσης της Μάγδας Φύσσα, μετά το δικαστήριο που καταδίκασε τους δολοφόνους του Παύλου. Ήταν μόλις ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ πριν…
Με δάκρυα στα μάτια, με είχε κοιτάξει τότε: «Ο Παύλος τα κατάφερε» είπε. Κι έλαμπε το γερασμένο κι εξασθενημένο του πρόσωπο. «Ποτέ πια…!» είπε, σα να ευχόταν και σα να προσδοκούσε. Και σώπασε.