* Γιάννης Γούναρης, διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, LL.M London School of Economics, επιστημονικού συνεργάτη ΕΝΑ – Κείμενο πολιτικής στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

Η Ευρώπη βιώνει σήμερα μια παρατεταμένη παρακμή γεωπολιτική, οικονομική, κοινωνική και θεσμική, ενώ οι υφιστάμενοι μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι πολιτικές της ηγεσίες αποδεικνύονται ανεπαρκείς και συχνότατα μέρος του ίδιου του προβλήματος, από το οποίο επιδιώκουν να δραπετεύσουν με μία τυχοδιωκτική και λίαν επικίνδυνη μορφή μεταμοντέρνου μιλιταρισμού.

Advertisement
Advertisement

Ενώ η συλλογική γεωπολιτική ισχύς της ηπείρου συρρικνώνεται, η οικονομική της ευρωστία αμφισβητείται και η κοινωνική της συνοχή διαβρώνεται, ο δημόσιος πολιτικός και ακαδημαϊκός διάλογος παραμένει εγκλωβισμένος σε ένα ψευδοδίλημμα που επαναλαμβάνεται εδώ και δεκαετίες: από τη μία η «φιλοευρωπαϊκή» παράταξη επιμένει στο δόγμα της «ολοένα και στενότερης ένωσης», θεωρώντας την πορεία προς μια υπερεθνική ομοσπονδία μονόδρομο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει την περαιτέρω αφαίρεση εξουσιών από τα κράτη, χωρίς αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση· από την άλλη, ο ευρωσκεπτικισμός ονειρεύεται την επιστροφή σε μια φαντασιακή πλήρη εθνική κυριαρχία, πλήρως ανεδαφική σε έναν κόσμο όπου ακόμα και τα «μεγάλα» ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι παρά μεσαίες δυνάμεις σε φθίνουσα πορεία.

Είναι απαραίτητο να απορριφθούν και οι δύο αυτές αυταπάτες που ανάγονται στις συνθήκες που επικρατούσαν αρκετές δεκαετίες στο παρελθόν και να προταθεί μια τρίτη οδός: μία ριζική αλλά ρεαλιστική επανεφεύρεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω του πρακτικού φεντεραλισμού. Στην καρδιά αυτής της πρότασης βρίσκεται η μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από εμβρυακό υπερκράτος –ή από γραφειοκρατικό Γαργαντούα που ρουφά αρμοδιότητες και εξουσίες χωρίς να παράγει ουσιαστική ισχύ– σε μια ευέλικτη, οριζόντια, αρθρωτή πλατφόρμα συνεργασίας, μια ηπειρωτική «υπερεφαρμογή» την οποία τα κυρίαρχα κράτη ενεργοποιούν κατά βούληση, επιλέγοντας ποια προγράμματα-αρθρώματα θα «κατεβάσουν» και ποια θα αφήσουν ανενεργά. Η ενοποίηση δεν είναι άνωθεν επιβαλλόμενη, αλλά προκύπτει οργανικά ως η κοινή συνισταμένη των διαφόρων συνεργασιών.

Η αρχιτεκτονική θυμίζει ένα πλέγμα. Κάθε άρθρωμα (module) –είτε αφορά, ενδεικτικά, την άμυνα (όπως η ήδη υπάρχουσα PESCO, στην πραγματικότητα μία εργαλειοθήκη συμβατή με το ΝΑΤΟ), την ανάπτυξη νέας γενιάς πυρηνικών αντιδραστήρων, ένα ευρωπαϊκό σύστημα δορυφορικής συνδεσιμότητας, clusters Τεχνητής Νοημοσύνης, την ενεργειακή διασύνδεση, τη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων, είτε ένα εναλλακτικό πιστωτικό σύστημα, παράλληλο αλλά διαλειτουργική με την Ευρωζώνη– ενεργεί ως αυτοτελές «app»: έχει δική του διακυβέρνηση (αποτελούμενη μόνο από τα συμμετέχοντα κράτη), δικό του προϋπολογισμό (από εθνικές εισφορές, κοινά ομόλογα ή τον προϋπολογισμό της Ένωσης), σαφείς στόχους και χρονικό ορίζοντα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παύει να είναι κάθετος και ομοιόμορφος ρυθμιστής των πάντων (κάτι που αποτελεί ανάθεμα για την υπερσυγκεντρωτική σε βαθμό εμμονικό σημερινή της πρόεδρο) και μετατρέπεται σε ένα είδους τεχνικό συντονιστή, μία μηχανή παραγωγής ιδεών και έργων, που αναλαμβάνει δράση στο πλαίσιο της εντολής που της δίνει το Συμβούλιο και οι συμμετέχουσες σε μία δράση χώρες. Το βέτο διατηρείται ως ύστατη εγγύηση κυριαρχίας, αλλά ισχύει μόνο εντός του εκάστοτε αρθρώματος· όποιος δεν συμμετέχει, απλώς δεν ψηφίζει, δεν δεσμεύεται, δεν επηρεάζεται, αλλά ούτε και επωφελείται.

Η πρόταση δεν περιορίζεται στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά ενσωματώνει οργανικά το ευρύτερο ευρωπαϊκό οικοσύστημα, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη, διαπερατή γεωμετρία: στο κέντρο η δικτυοκεντρική πλατφόρμα της ΕΕ με τα αρθρώματά της, γύρω της το Συμβούλιο της Ευρώπης ως αδιαπραγμάτευτο αξιακό θεμέλιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  δημοκρατίας και κράτους δικαίου, ως ελάχιστη προϋπόθεση συμμετοχής σε κάθε άρθρωμα, ακολουθεί ο ΕΟΧ και η ΕΖΕΣ ως οικονομικά plug-ins για χώρες όπως η Νορβηγία και η Ελβετία, και τέλος η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα ως εξωτερικός δακτύλιος μεταβλητής γεωμετρίας, ένα διπλωματικό forum όπου το Ηνωμένο Βασίλειο ή υποψήφιες χώρες μπορούν να συνδέονται επιλεκτικά χωρίς πλήρη ένταξη.

Εξάλλου, απορρίπτεται μία νέα αναθεώρηση των Συνθηκών ως άγονη, χρονοβόρα και εν δυνάμει αντιπαραγωγική διαδικασία που ιστορικά έχει εδραιώσει τη «δικτατορία του ελάχιστου κοινού παρονομαστή». Εξίσου απορριπτέα είναι η ιδέα κατάργησης του εθνικού βέτο –ιδιαίτερα σε τομείς του σκληρού πυρήνα κυριαρχίας, όπως η εξωτερική πολιτική και η άμυνα, διότι κάτι τέτοιο θα απονομιμοποιούσε περαιτέρω την Ένωση, ιδίως στα μάτια μικρότερων κρατών, και θα πυροδοτούσε φυγόκεντρες τάσεις. Αντίθετα, προκρίνεται η δημιουργική αξιοποίηση των ήδη υπαρχόντων εργαλείων: ενισχυμένες συνεργασίες, ρήτρες διαφυγής, αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, ώστε η Ένωση να λειτουργεί μόνο εκεί και στο βαθμό που πραγματικά χρειάζεται.

Advertisement

Το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε η διάλυση ούτε το υπερκράτος, αλλά μια Ευρώπη-Nexus: ένα ζωντανό πλέγμα επικαλυπτόμενων, επάλληλων, αυτοτελών προγραμμάτων που παράγουν απτά, μετρήσιμα αποτελέσματα, χωρίς να επιβάλλουν ομοιομορφία, χωρίς να καταργούν την εθνική ταυτότητα και κυριαρχία. Μόνο έτσι μπορεί η ήπειρος να ανακτήσει στρατηγική αυτονομία και γεωπολιτική υπόσταση στον αιώνα των γιγάντων – όχι ως μονολιθικός Λεβιάθαν αλλά ως ευκίνητο δίκτυο συνεργαζόμενων εθνών-κρατών που επιλέγουν ελεύθερα πότε, πώς και με ποιους θα συνεργαστούν, αντί να υπακούουν σε μια τεχνητή, αποκομμένη από την πραγματικότητα «ευρωπαϊκή βούληση» που δεν υφίσταται πουθενά έξω από το οικοσύστημα πέριξ του Quartier Européen στις Βρυξέλλες.

Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση 2.0 δεν είναι η Ευρωπαϊκή Ουτοπία, αλλά η μόνη πραγματιστική διέξοδος από το τέλμα: αρθρωτή, εθελοντική, αποτελεσματική. Εφικτή ήδη σήμερα, χωρίς να χρειαστεί μία νέα Συνθήκη, να απαιτηθεί η αυτοκατάργηση των εθνών-κρατών, ή να συνεχιστεί η φαντασίωση ενός «ευρωπαϊκού δήμου» που ποτέ δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει στο ορατό μέλλον.

Όλο το κείμενο πολιτικής εδώ

Advertisement