Η επιστροφή του διλήμματος «με τη Δύση ή με τη Ρωσία» στην εν πολλοίς χειραγωγημένη δημόσια συζήτηση συνιστά μία ακόμη πομφόλυγα, μία ακόμη επικοινωνιακή τακτική από εκείνες, που δε θα έπρεπε να πραγματοποιούνται στον ευαίσθητο τομέα της χάραξης της εξωτερικής πολιτικής. Η εκλογή Τραμπ και η προσέγγισή του όσον αφορά το ουκρανικό έχουν οξύνει την αγωνία των υπευθύνων για την απομάκρυνση του «μουτζούρη».
Ουδείς και ουδέποτε αναφέρθηκε σε «υποστήριξη» της Ρωσίας στην περίπτωση της εισβολής της στην Ουκρανία ή σε «συμμαχία» με τη Μόσχα, πέραν ορισμένων γραφικών μειοψηφουσών ομάδων, γεγονός που δε στοιχειοθετεί την ύπαρξη διλημμάτων στο συγκαιρινό δημόσιο διάλογο. Η επίκληση των γνώσεων ακόμη και Καθηγητών Ιστορίας επί των Ορλωφικών (!) καθιστούν τα «διλήμματα» μάλλον επικοινωνιακά αφηγήματα, ψευδεπίγραφα και ύποπτα. Ο στόχος είναι να δικαιολογηθεί η αλλαγή ρότας, ακριβώς επειδή πρέπει να μετριαστούν οι αρνητικές συνέπειες της στάσης του «προβλέψιμου» και «δεδομένου». Με άλλα λόγια, “blame game” χάριν του “damage control” για να το περιγράψουμε με νέα ελληνικά!
Όσοι συγκροτημένα και τεκμηριωμένα άσκησαν κριτική στην ελληνική εξωτερική πολιτική στην περίπτωση της Ουκρανίας, επεσήμαναν τον παράνομο χαρακτήρα της ρωσικής εισβολής, ενώ τόνιζαν ότι η Ελλάδα μπορεί να συνδράμει το Κίεβο σε επίπεδο ανθρωπιστικής ή και διπλωματικής βοήθειας, αλλά όχι μέσω αποστολής στρατιωτικού υλικού και μάλιστα ζωτικής σημασίας για την άμυνα της χώρας. Παράλληλα, η ρωσική εισβολή σε ένα κυρίαρχο κράτος ειδώθηκε ως ευκαιρία ανάδειξης των ελληνικών εθνικών δικαίων, όπως στην περίπτωση του Κυπριακού, αλλά τότε «η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν η πρώτη μετά το 1945»… Μάλιστα, όσοι προέκριναν την αυτοσυγκράτηση και τη διεκδίκηση ενός ρόλου «διπλωματικής γέφυρας» κρίθηκαν ως «φιλορώσοι», «πουτινάκια» και υποστηρικτές του «ξανθού γένους».
Μετά την εκλογή Τραμπ, τα δεδομένα άλλαξαν. Ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. προκρίνει μια διαφορετική προσέγγιση της Ρωσίας, σημειώνοντας λόγω και έργω ότι ο βασικός αντίπαλος της Ουάσιγκτον είναι η Κίνα. Χάριν του ύψιστου στρατηγικού σκοπού της σινικής ανάσχεσης, τα σημεία ανάφλεξης μεταξύ Ρωσίας και «Δύσης» οφείλουν να εκλείψουν και η ειρήνη στην Ουκρανία πρέπει να επέλθει μέσω μιας λύσης, που θα εξασφαλίζει τη στρατηγική αξιοπιστία των Η.Π.Α. (και όχι αναγκαία των εταίρων τους). Όσοι εταίροι επιθυμούν επίσης να διαφυλάξουν τη στρατηγική αξιοπιστία τους, ας προσέλθουν εκλιπαρώντας για… μια χειραψία με τον Τραμπ. Όσοι δεν επιθυμούν, ενδεχομένως να βρεθούν σύντομα «εκτός κάδρου».
Υπ’ αυτή την έννοια, η ελληνική εξωτερική πολιτική καλώς προσπαθεί να προσαρμοστεί, αν όντως το πράττει. Όμως, υπάρχει, πρώτον, η διαδικασία της λογοδοσίας στο εσωτερικό και δεύτερον, η έντιμη αναγνώριση όσων έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την πιθανή μεταστροφή της αμερικανικής στρατηγικής η οποία θα μας άφηνε έκθετους και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της ιστορικής και εν γένει γεωπολιτικής θέσης μας ως ένα ορθόδοξο εθνοκράτος ευρισκόμενο στον πυρήνα – ως παλαιό μέλος – της ατλαντικής συμμαχίας. Παράλληλα, αν πραγματοποιούνται βήματα αποστασιοποίησης από τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα στο ουκρανικό, αυτό οφείλεται να υλοποιηθεί στη βάση ενός ορθολογικού στρατηγικού σχεδιασμού και όχι ασύντακτα και στηριζόμενο σε διαπροσωπικές γνωριμίες και αβρότητες.
Η εξωτερική πολιτική δεν αποτελεί (ή δεν πρέπει να αποτελεί) πεδίο αντιπαράθεσης ως άλλο «ντέρμπι αιωνίων» στο ποδόσφαιρο. Όταν ένας Καθηγητής, ένας απόστρατος Αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων ή ένας αναλυτής καταθέτει μία γνώμη, δεν είναι δυνατόν να υπόκειται σε «δολοφονία χαρακτήρα» και όταν εν τέλει δικαιώνεται, η εν λόγω άποψη αλλοιώνεται βάναυσα ώστε να μη θιγούν «τα ιερά και τα όσια» της κομματοκρατίας. Η Ελλάδα, όπως κάθε ορθολογικός κρατικός δρών, οφείλει να εκτυλίσσει τη στρατηγική συμπεριφορά της με μοναδικό γνώμονα την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της και όχι με επικοινωνιακά τεχνάσματα, εκμεταλλευόμενη το γεωπολιτικό κεκτημένο της ως προνομιακός συνομιλητής των διεθνών πόλων ισχύος και εστιάζοντας στα μακρόπνοες και πάγιες σταθερές, όχι στους από καιρού εις καιρόν μικροκομματικούς διαγκωνισμούς.