Ζούμε μια παράδοξη στιγμή της ιστορίας. Όπου τα Χριστούγεννα εξακολουθούν να λάμπουν στις πόλεις, να στολίζουν δρόμους και να αρωματίζουν σπίτια με κανέλα και φτηνό συναισθηματισμό, αλλά η καρδιά της γιορτής μοιάζει σαν να έχει εξαφανιστεί από το συλλογικό βλέμμα. Ο εορτασμός κρατιέται ζωντανή σαν συνήθεια, σαν μια κοινωνική υποχρέωση που απλώς επαναλαμβάνεται, ενώ το βαθύτερο περιεχόμενό της σωπαίνει. Δεν αναφέρομαι για τα φωτάκια που τρεμοπαίζουν, ούτε για τις υπερφορτωμένες βιτρίνες που κάθε χρόνο προσπαθούν να πείσουν ότι θα αγοράσουμε την ευτυχία σε δόσεις. Αυτά είναι αναμενόμενα συμπτώματα. Το ουσιαστικότερο πρόβλημα είναι η απροθυμία ενός ολόκληρου πολιτισμού να παραδεχτεί από πού προέρχεται και σε τι πιστεύει.

Στο θεολογικό της βάθος, αυτή η γιορτή δεν είναι ένα ημερολόγιο που γυρίζει σελίδα. Δεν είναι απλώς μια θρησκευτική τελετή που τιμά ένα γεγονός του παρελθόντος. Είναι η στιγμή όπου ο Θεός αλλάζει την ανθρώπινη ιστορία, όχι με τρόμο και ισχύ, αλλά με τρόπο που κανείς δεν θα περίμενε. Καθαρά απλό και ανθρώπινο. Με την γέννηση ενός μωρού με σώμα μικρό, εύθραυστο που χωρά στα χέρια μιας γυναίκας. Ένα γεγονός που όλους δείχνει κάτι φυσιολογικό. Αλλά για την Εκκλησία, είναι το σημείο όπου ο κόσμος δεν παραμένει όπως ήταν. Είναι η αναγγελία ότι η ύπαρξη μπορεί να γίνει σχέση, ότι η ανάγκη μπορεί να γίνει προσδοκία, ότι η ζωή δεν είναι απλώς βιολογία αλλά ελευθερία. Και μέσα από αυτή την προσέλευση του Θεού στη χωμάτινη μας φύση, ο άνθρωπος βρίσκει λόγο να υπάρξει.

Advertisement
Advertisement

Κι όμως, αυτή τη υπέροχη υπόσχεση που πραγματοποιήθηκε εμείς την παραμορφώνουμε, την απογυμνώνουμε, τη συρρικνώνουμε. Σε ορισμένες γωνιές της γης, η γιορτή καταδιώκεται. Οποιαδήποτε μνεία στη Γέννηση θεωρείται απειλή και τιμωρείται σαν αδίκημα. Εκεί, το να ψιθυρίσεις έναν ύμνο ή να στήσεις μια φτωχική φάτνη είναι πράξη θάρρους. Σε άλλες χώρες, που ποτέ δεν είχαν χριστιανική παράδοση, τα Χριστούγεννα αναβιώνουν απογυμνωμένα. Χωρίς Θεό, χωρίς ιστορία, αλλά με φουσκωτούς Σάντα Κλάους και πολυκαταστήματα που τρίβουν τα χέρια από ικανοποίηση. Εκεί το φως είναι διακόσμηση, όχι αποκάλυψη.

Αλλά το βαθύτερο παράλογο δεν είναι οι «άλλοι». Είναι η Δύση η ίδια, η κουρασμένη, που ντρέπεται για τις πνευματικές της ρίζες και προσπαθεί να τις κρύψει κάτω από μια ουδέτερη, αποστειρωμένη κουβέρτα ευγένειας. Είναι οι κοινωνίες που διαμορφώθηκαν μέσα από τον χριστιανισμό και τώρα αποφεύγουν τη λέξη «Χριστούγεννα» σαν να πρόκειται για αδιακρισία. Είναι τα κράτη που στήνουν φάτνες χωρίς Θείο Βρέφος, σαν να απολογούνται προκαταβολικά μην τυχόν και προσβάλουν κάποιον. Βλέπεις πλατείες γεμάτες πολύπλοκες εγκαταστάσεις, αλλά χωρίς το κέντρο που τους δίνει νόημα. Βλέπεις κάρτες που εύχονται «Καλές Γιορτές» αλλά όχι «Καλά Χριστούγεννα», για να μην ενοχλήσουν κανέναν λες και η ιστορία ενός λαού πρέπει να προσαρμοστεί στις ευαισθησίες της εκάστοτε επιτροπής πολιτικής ορθότητας. Παρακολουθείς δημοσιογράφους να μιλούν για τη Βηθλεέμ με τέτοια προσεκτική αποστασιοποίηση, λες και φοβούνται μήπως η πίστη τους ξεφύγει από το στόμα χωρίς άδεια.

Αυτή η αμηχανία δεν είναι σύνεση ούτε ευγένεια. Είναι σύμπτωμα αμνησίας. Είναι ο πολιτισμός που κόβει τον ομφάλιο λώρο που τον γέννησε, γιατί τον ενοχλεί η ιδέα ότι έχει Πατέρα. Και όπως κάθε δέντρο που ξεριζώνεται, έτσι κι αυτός δεν απελευθερώνεται, αλλά μαραζώνει. Χάνει προσανατολισμό. Γίνεται θολός, αντιφατικός, ασταθής.

Γιατί η άρνηση του ονόματος δεν είναι λεπτότητα. Είναι ασέβεια πρώτα προς την ίδια μας τη διαδρομή, που έπλασε μέσα στους αιώνες την έννοια του προσώπου, της ελεύθερης βούλησης, της σχέσης που βασίζεται στην αγάπη και όχι στη βία. Κι έπειτα, είναι αχαριστία προς Εκείνον που δέχτηκε να γίνει όμοιος με εμάς χωρίς να χρειάζεται αποστάσεις, χωρίς να ντρέπεται την ανθρώπινη ευθραυστότητα. Εκείνος προσέλαβε τα πάντα. Εμείς αφαιρούμε τα πάντα ακόμη και το Πρόσωπό Του από τη γιορτή Του.

Και μετά απορούμε γιατί ο κόσμος δείχνει εξαντλημένος. Γιατί οι κοινωνίες μοιάζουν ασταθείς, γιατί η απελπισία απλώνεται σαν ομίχλη. Μα όταν αρνείσαι το φως που σε έφερε στον κόσμο, πώς περιμένεις να προσανατολιστείς μέσα στο σκοτάδι; Όταν δεν τολμάς να προφέρεις το όνομα της ίδιας σου της γιορτής, πώς θα βρεις το θάρρος να αντιμετωπίσεις το ίδιο σου το πρόσωπο;

Τα Χριστούγεννα υπάρχουν διότι έλαβε χώρα η Γέννηση. Αν αφαιρέσεις Αυτόν που γεννήθηκε, αυτό που μένει είναι μια εποχιακή κατασκευή λαμπερή, αλλά κούφια. Μια σκαλωσιά που ακουμπά στην επιφάνεια χωρίς να πιάνει βάθος. Δεν γιορτάζουμε για να ανάψουμε λαμπάκια. Γιορτάζουμε επειδή μέσα σε ένα ταπεινό σπήλαιο άνοιξε η δυνατότητα να ξαναγεννηθεί ο άνθρωπος.

Αν ντρεπόμαστε γι’ αυτό, δεν προδίδουμε απλώς τη γιορτή. Προδίδουμε την ίδια μας την ύπαρξη.