Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστημίου Πειραιώς
Η κοινή παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ στον αρχαιολογικό χώρο της Νίκαιας, στον τόπο όπου διασώζονται τα ερείπια της αρχαίας βασιλικής του Αγίου Νεοφύτου, υπερέβη τα όρια μιας απλής επετειακής τελετής και ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο οι δύο ανώτατοι θρησκευτικοί ηγέτες του χριστιανικού κόσμου επιδιώκουν ν’ αρθρώσουν λόγο σε μια εποχή διεθνούς αστάθειας. Η επιλογή της Νίκαιας, συνδεδεμένης άρρηκτα με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και τη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος, προσέδωσε στο γεγονός θεολογικό βάθος και ιστορική συνέχεια. Η κοινή δέηση των δύο ηγετών ανέδειξε τη σημασία της μνήμης ως εργαλείου επανανοηματοδότησης της ενότητας, σε μια στιγμή όπου οι θεσμικές και διοικητικές διαφορές ανάμεσα στις Εκκλησίες εξακολουθούν να αποτελούν εμπόδιο.
Η επετειακή συγκυρία αξιοποιήθηκε ως αφετηρία για έναν ευρύτερο διαχριστιανικό προβληματισμό, πέρα από τα όρια μιας διμερούς συνάντησης. Η παρουσία εκπροσώπων από την Ορθόδοξη, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική παράδοση ενίσχυσε την αίσθηση ότι η Νίκαια λειτουργεί ως κοινός τόπος αναφοράς σε μια περίοδο όπου η χριστιανική ταυτότητα αναμετράται με ποικίλες μορφές απονομιμοποίησης και εργαλειοποίησης. Στο επίκεντρο βρέθηκε η ανάγκη διατύπωσης μιας ενιαίας ηθικής στάσης απέναντι στη βία, ιδίως στο φόντο των συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Η κοινή δέσμευση για αποτροπή της θρησκευτικής πόλωσης υπογράμμισε ότι η επιδίωξη της ενότητας δεν περιορίζεται σε θεολογικές διαπραγματεύσεις, αλλά εκτείνεται σ’ έναν ευρύτερο δημόσιο χώρο όπου οι Εκκλησίες επιχειρούν να λειτουργήσουν ως σταθεροποιητικός παράγοντας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Νίκαια λειτούργησε όχι μόνο ως τόπος μνήμης αλλά και ως εργαστήριο επεξεργασίας ενός κοινού χριστιανικού λόγου απέναντι στις προκλήσεις της σύγχρονης διεθνούς πραγματικότητας που συνεχώς αναδιαμορφώνεται από μεταβαλλόμενες ισορροπίες.
Η γεωπολιτική διάσταση της συνάντησης υπήρξε εξίσου καθοριστική. Η κοινή αναφορά των δύο ηγετών στους πολέμους που μαίνονται στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης ανέδειξε την επιθυμία τους να ασκήσουν έναν διαφορετικό τύπο διεθνούς επιρροής, ο οποίος δεν στηρίζεται στην ισχύ αλλά στη διατύπωση ενός ηθικού αντιλόγου απέναντι στην κλιμακούμενη βία. Η έμφαση στην ανάγκη για ειρηνευτικές πρωτοβουλίες, ιδίως στο ουκρανικό μέτωπο, συνδέθηκε με τη διαπίστωση ότι τα κρατικά εργαλεία περιορίζονται συχνά από στρατηγικούς υπολογισμούς, αφήνοντας χώρο σε θρησκευτικούς θεσμούς να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός ευρύτερου κλίματος αποκλιμάκωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Νίκαια δεν λειτούργησε μόνο ως χώρος συμβολικής συμφιλίωσης, αλλά και ως υπενθύμιση ότι η διεθνής σκηνή παραμένει πεδίο όπου η ηθική επιρροή εξακολουθεί να έχει βαρύτητα. Παράλληλα, η δημόσια προβολή της κοινής παρουσίας τους ενίσχυσε την εικόνα των Εκκλησιών ως φορέων που διατηρούν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν δημιουργικά σε περιόδους έντονης αποσταθεροποίησης και διεθνούς ρευστότητας.
Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η συνάντηση είχε πρόσθετη βαρύτητα, καθώς ενίσχυσε έμμεσα τη διεθνή του ορατότητα σε μια περίοδο όπου οι εντάσεις με τη Μόσχα παραμένουν οξείες. Η παρουσία του Πάπα στη Νίκαια και στο Φανάρι λειτούργησε ως επιβεβαίωση του θεσμικού ρόλου της Κωνσταντινουπόλεως ως σημείου αναφοράς για τον ορθόδοξο κόσμο, ιδίως στο φως των διαφορών που έχουν προκύψει με το Πατριαρχείο Μόσχας για ζητήματα δικαιοδοσίας. Από την πλευρά του Βατικανού, η Νίκαια αποτέλεσε ευκαιρία ώστε ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ να διαμορφώσει το δικό του οικουμενικό προφίλ, παρουσιάζοντας μια ποιμαντική ταυτότητα που συνδυάζει την αναζήτηση θεολογικής προσέγγισης με την ανάγκη δημόσιας παρέμβασης σ’ έναν κόσμο πολλαπλών κρίσεων. Με αυτόν τον τρόπο, το προσκύνημα λειτούργησε ως σύνθεση θεολογικού στοχασμού και διπλωματικής παρουσίας, ενισχύοντας παράλληλα την αντίληψη ότι η συνεργασία των δύο προεξάρχοντων θρησκευτικών ηγετών του χριστιανικού κόσμου μπορεί να προσφέρει σταθερό σημείο αναφοράς σε μια εποχή αβεβαιότητας που διαπερνά θεσμούς και σύγχρονες κοινωνίες.
Παρά τους ισχυρούς συμβολισμούς και τη θεσμική βαρύτητα της συνάντησης, η Νίκαια δεν αίρει αυτομάτως τα βαθιά θεολογικά και εκκλησιολογικά ζητήματα που εξακολουθούν να χωρίζουν τις δύο Εκκλησίες. Το θέμα του πρωτείου – δηλαδή ποιος κατέχει την ανώτατη θέση στην ηγεσία της Εκκλησίας –, η διδασκαλία του filioque σχετικά με την προέλευση του Αγίου Πνεύματος, καθώς και οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους Ορθόδοξοι και Καθολικοί αντιλαμβάνονται το τι σημαίνει «εκκλησιαστική ενότητα», εξακολουθούν να αποτελούν ζητήματα που συζητούνται επί δεκαετίες.
Πρόκειται για θεμελιώδεις διαφορές, οι οποίες δεν οδηγούν εύκολα σε κοινή θέση και γι’ αυτό απαιτούν συνεχή θεολογικό διάλογο και προσπάθεια κατανόησης από τις δύο πλευρές. Ωστόσο, το κοινό προσκύνημα προσέφερε μια υπενθύμιση ότι η πορεία προς την ενότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τυπικές θεολογικές διατυπώσεις, αλλά και από την ικανότητα των Εκκλησιών να διατηρούν ανοιχτούς δίαυλους επικοινωνίας σε περιόδους διεθνούς ρευστότητας. Έτσι, η Νίκαια δεν λειτούργησε απλώς ως αναδρομή στο παρελθόν, αλλά ως επιτελεστική πράξη που επιχειρεί να μεταφέρει το ιστορικό της φορτίο στην παγκόσμια δημόσια σφαίρα. Σ’ έναν κόσμο όπου η ανάγκη για σταθερότητα είναι πιο επιτακτική από ποτέ, το γεγονός προσέφερε έναν χώρο συλλογικής περισυλλογής, εντός του οποίου αναδείχθηκε η δυνατότητα της θρησκευτικής ηγεσίας να συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου υπεύθυνης παγκόσμιας συνεννόησης και δημιουργικής προοπτικής.
Πρώτη δημοσίευση στο imerazante