Η πρόσφατη ομιλία του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη 80ή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τον Σεπτέμβριο 2025, αποτελεί τομή για τη σύγχρονη αμερικανική εξωτερική πολιτική και δίνει ξεκάθαρο στίγμα ως προς τη θέση των ΗΠΑ απέναντι στους διεθνείς θεσμούς και το παγκόσμιο σύστημα. Με ιδιαίτερα αιχμηρή και επιθετική ρητορική, ο Τραμπ επέλεξε να ασκήσει δημόσια κριτική στον ΟΗΕ, θεωρώντας τον αναποτελεσματικό στην αντιμετώπιση διεθνών συγκρούσεων και σπατάλη πόρων χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Στόχευσε, κυρίως, σε φλέγοντα ζητήματα όπως η μετανάστευση – που χαρακτήρισε ως απειλή για τα εθνικά σύνορα – και η κλιματική αλλαγή, την οποία χαρακτήρισε ανοιχτά ως «τη μεγαλύτερη απάτη», απορρίπτοντας κάθε έννοια συλλογικής δράσης για το περιβάλλον. Παράλληλα, άφησε περιθώριο συνεργασίας μόνο προς κράτη που υιοθετούν το δόγμα της εθνικής κυριαρχίας και αυστηρών συνόρων.
Η σημειολογία της παρέμβασής του στην 80ή Γενική Συνέλευση υπογραμμίζει τη ριζική στροφή των ΗΠΑ προς μια εθνοκεντρική και συγκρουσιακή διεθνή στρατηγική, ενισχύοντας το ερώτημα για το μέλλον των πολυμερών θεσμών σε ένα περιβάλλον όλο και μεγαλύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Τίθενται καίρια ερωτήματα ως προς τη σταθερότητα και τη νομιμοποίηση της διεθνούς τάξης, τη στιγμή που οι ΗΠΑ απομακρύνονται από την ιστορική παράδοση της συλλογικής ασφάλειας και του θεσμικού διαλόγου. Δεν πρόκειται απλώς για αμφισβήτηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά για μια συνολική επανατοποθέτηση του ρόλου της ισχύος στη διεθνή διακυβέρνηση.
Η ανάλυση του Hans Morgenthau, του θεμελιωτή της σχολής της realpolitik, γίνεται εξαιρετικά επίκαιρη καθώς υποστήριξε ότι τα κράτη δρουν βάσει των εθνικών συμφερόντων και της κατανομής ισχύος στο διεθνές σύστημα, αντιμετωπίζοντας συχνά τους διεθνείς θεσμούς ως δευτερεύοντες σε σχέση με την κυρίαρχη κρατική βούληση. Η παθολογία που ενυπάρχει στις μονομερείς στρατηγικές και την υπερβολική προσκόλληση στη λογική της ισχύος από τους οπαδούς της realpolitik μέσα στο κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα συχνά οδηγούνται σε δομικά αδιέξοδα, αφού ο διαρκής ανταγωνισμός χωρίς προϋποθέσεις ισορροπίας και ορθολογισμού τροφοδοτεί με τη σειρά του κρίσεις, συγκρούσεις και, εν τέλει, υπαρξιακές απειλές όπως η πιθανότητα πυρηνικού ολοκαυτώματος[1]. Η εμμονή στη μονομερή πολιτική και στην ωμή ισχύ, χωρίς θεσμική θεμελίωση και εξισορρόπηση συμφερόντων, επιτείνει τις αδυναμίες του συστήματος και περιορίζει τη δυνατότητα για σταθερή και ειρηνική διευθέτηση στη διεθνή τάξη.
Το Δόγμα America First
Εν προκειμένω, ο Τραμπ , ως οπαδός της realpolitik προτάσσει το Δίκαιο του Ισχυρού έναντι του Διεθνούς Δικαίου και ανασύρει τη συζήτηση για το κατά πόσο οι οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ μπορούν να επιβιώσουν ή να ενδυναμωθούν σε μια εποχή που η πραγματιστική πολιτική επισκιάζει τις ηθικές και συλλογικές επιταγές.
Η λογική του America First καλλιεργεί έναν σκληρό, ρεαλιστικού τύπου πολιτικό ορθολογισμό, στον οποίο οι διεθνείς θεσμοί εκλαμβάνονται ως επίδικοι μηχανισμοί που περιορίζουν την ελευθερία δράσης της υπερδύναμης. Οι περικοπές στις αμερικανικές χρηματοδοτήσεις προς τον ΟΗΕ (υπολογιζόμενες σε άνω των 2 δισ. δολαρίων το 2025), η αποχώρηση από βασικούς οργανισμού, όπως ο WHO και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και η συστηματική αναθεώρηση της συμμετοχής των ΗΠΑ σε διεθνείς συνθήκες καταδεικνύουν μια στρατηγική απροκάλυπτης αποστασιοποίησης από το μεταπολεμικό πολυμερές σύστημα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα αποκάλυψε την αποστροφή της διοίκησης Τραμπ προς τις διεθνείς συλλογικές διαδικασίες, αφήνοντας κενό ηγεσίας που προσπάθησαν να καλύψουν ανταγωνιστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα, τόσο στο πεδίο της διπλωματίας όσο και στην υιοθέτηση πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης
Η προσέγγιση Τραμπ υπήρξε ιδιαίτερα εμφανής στη Μέση Ανατολή, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες ευθυγραμμίστηκαν με τις θέσεις του Ισραήλ, ιδιαίτερα στα ζητήματα της Ιερουσαλήμ και του Παλαιστινιακού. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας το 2017 και το λεγόμενο «Σχέδιο Ειρήνης» του 2020, [2]που καταρτίστηκε χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση ή τη συγκατάθεση των Παλαιστινίων[3], αποδυνάμωσαν τον ρόλο του ΟΗΕ στο Παλαιστινιακό ζήτημα και ακύρωσαν το θεσμικό του αποτύπωμα ως φορέα διαμεσολάβησης, ενισχύοντας μια λογική μονομερούς επιβολής, ενώ στη Τραμπ 2.0 εποχή τάχθηκαν ανοιχτά υπερ του Ισραήλ ακόμα και στην ανθρωπιοστική κρίση που δημιουργήθηκε από το Νετανιάχου προχωρώντας μάλιστα στο τερματισμό της χρηματοδότησης προς τον ΟΗΕ και ειδικά προς την UNRWA για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, γεγονός που συνέβαλε στην περαιτέρω περιθωριοποίηση της παλαιστινιακής πλευράς στο διεθνές πεδίο.
Επομένως, η μη ψήφιση του νέου σχεδίου που κατατέθηκε από τη Γαλλία και τη Σαουδική Αραβία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία, η «Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για την Ειρηνική Διευθέτηση του Παλαιστινιακού Ζητήματος και την Εφαρμογή της Λύσης των Δύο Κρατών» [4], ήταν αναμενόμενο να μη ψηφιστεί από τις ΗΠΑ.
Εν κατακλείδι,
Η πολιτική διακήρυξη περί «κυρίαρχης Αμερικής» λειτουργεί ως νέα ιδεολογική αφήγηση, η οποία υπερασπίζεται την ανενδοίαστη προώθηση των εθνικών συμφερόντων, ακόμη και εις βάρος παραδοσιακών συμμάχων ή δεσμεύσεων. Οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ επιλέγουν συνειδητά να οικοδομούν ευκαιριακές συμμαχίες και να αποστασιοποιούνται από σχήματα συνεργασίας που δεν συνάδουν με την άμεση τους ατζέντα. Η λογική αυτή έχει εντείνει το διατλαντικό ρήγμα, ενισχύοντας τάσεις εμπορικής αντιπαράθεσης με την ΕΕ και υπονομεύοντας κοινές πρωτοβουλίες στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας.
Η δεύτερη θητεία Τραμπ συνιστά σημείο καμπής στη μεταπολεμική αμερικανική στρατηγική απέναντι στη διεθνή τάξη. Ενισχύει τη μονομέρεια, επιβεβαιώνει την κυριαρχία της ρεαλιστικής σχολής ως πυξίδας πολιτικής και αποδυναμώνει καίρια τον φιλελεύθερο πυλώνα της πολυμέρειας. Παράλληλα, όμως, αναδεικνύει και τη δυναμική των αφηγήσεων, επιβεβαιώνοντας την κονστρουκτιβιστική θέση ότι οι ταυτότητες και τα νοήματα έχουν εξίσου θεμελιώδη ρόλο στη διεθνή πολιτική.
Το αποτέλεσμα είναι ένα διεθνές περιβάλλον αυξανόμενης θεσμικής αβεβαιότητας και στρατηγικού κατακερματισμού. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν υπερδύναμη, η αξιοπιστία τους ως θεματοφύλακας της διεθνούς τάξης βρίσκεται σε διαρκή αποδόμηση, αφήνοντας χώρο στην Ευρώπη, την Κίνα και περιφερειακές δυνάμεις να αναζητήσουν εναλλακτικές μορφές θεσμικής και γεωπολιτικής ηγεσίας.
Το ερώτημα που μένει ανοικτό – και το οποίο τίθεται επιτακτικά μετά την ομιλία Τραμπ – είναι αν το διεθνές σύστημα μπορεί να ισορροπήσει μεταξύ της ωμής ισχύος και των απαιτήσεων συλλογικής νομιμοποίησης και συνύπαρξης, καθώς και αν οι ΗΠΑ θα παραμείνουν ρυθμιστής ή θα διολισθήσουν σε μια απομονωτική πορεία που επιταχύνει τις παθογένειες της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής.
Εξάλλου, το ρητορικό ερώτημα που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στη δική του ομιλία παραμένει κεντρικό: «Ποιον κόσμο θέλουμε να οικοδομήσουμε μαζί;»
[1] Παναγιώτης Ήφαιστος, «Το εθνοκρατοκεντρικό σύστημα τον 21ο αιώνα. Παθογένειες, αδιέξοδα, αίτια, πολιτικός στοχασμός. Μεταμοντέρνος εθνομηδενισμός versus Έθνος και Πολιτισμός», Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2023
[2] «Σχέδιο Ειρήνης» του 2020 (ή «Deal of the Century»), ου παρουσιάστηκε από τον Τραμπ τον Ιανουάριο του 2020 χωρίς τη συμμετοχή ή τη συναίνεση των Παλαιστινίων, σχεδιάστηκε από την ομάδα των Τζάρεντ Κούσνερ, Τζέισον Γκρίνμπλατ και Ντέιβιντ Φρίντμαν, και είχε στόχο να διευθετήσει με συνοπτικές μονομερείς διαδικασίες τη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, εμπεδώνοντας την αναγνώριση ισραηλινής κυριαρχίας σε αμφισβητούμενα εδάφη και προκρίνοντας ένα αποδυναμωμένο, αποστρατιωτικοποιημένο Παλαιστινιακό κράτος—υπό ουσιαστικό ισραηλινό έλεγχο στον εναέριο χώρο, τα σύνορα και στα κρίσιμα σημεία της Ιερουσαλήμ
[3] Το λεγόμενο «Σχέδιο Ειρήνης» ή «Deal of the Century», που παρουσιάστηκε από τον Τραμπ τον Ιανουάριο του 2020, διαμορφώθηκε από την ομάδα των Τζάρεντ Κούσνερ, Τζέισον Γκρίνμπλατ και Ντέιβιντ Φρίντμαν, και αποσκοπούσε σε συνολική διευθέτηση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης. Το σχέδιο περιελάμβανε την ίδρυση ενός εξαιρετικά αποδυναμωμένου παλαιστινιακού κράτους, υπό αυστηρό ισραηλινό έλεγχο στον εναέριο χώρο, τα σύνορα και τις επικοινωνίες, χωρίς καμία κυριαρχία στην Παλιά Πόλη ή στο Όρος του Ναού. Οι Παλαιστίνιοι και η ηγεσία τους δεν συμμετείχαν στη διαπραγμάτευση του σχεδίου και το απέρριψαν ως μονομερώς φιλοϊσραηλινό, ενώ η αποδοχή του από αραβικές χώρες ήταν μάλλον χλιαρή, παρά ενεργητικά υποστηρικτική. Ουσιαστικά, το σχέδιο νομιμοποιούσε την προσάρτηση εδαφών της Δυτικής Όχθης και προέβλεπε ένα πλαίσιο που δύσκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε βιώσιμη λύση δύο κρατών.
[4] “New York Declarationon the Peaceful Settlement of the Question of Palestine and the Implementation of the Two-StateSolution”