Τρόμαξα και έμεινα άναυδος τις προάλλες όταν ένας φίλος μου αδελφικός, τον οποίο αγαπώ, σέβομαι και εκτιμώ ως έντιμο άντρα, μου δήλωσε ότι δεν τον ενοχλούν όλα αυτά τα σκάνδαλα που απασχολούν την επικαιρότητα, όπως η καπατσοσύνη ημών των γηγενών έναντι των κουτόφραγκων Ευρωπαίων, που μας προσφέρουν τη δυνατότητα να κλέβουμε από τον συλλογικό κορβανά σαν να είναι κάποιος ιδιωτικός μπεζαχτάς. Λιβάδια, αμνοερίφια και λαγοί με πετραχήλια συναποτελούν έναν αχταρμά εφαρμοσμένης πολιτικής πρακτικής, σηματοδότη νοημάτων και αξιών για όλους τους ψηφοφόρους, εκλογείς και δήθεν πολίτες. «Από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους αυτά δεν γίνονται;». Θα συμφωνούσα χωρίς να επεξεργαστώ τη θέση αυτή, αν δεν σκεφτόμουν αμέσως ότι κάποτε ως άνθρωποι σφαζόμασταν για ένα θήραμα, μια σπηλιά, ένα λάθος γρύλισμα! Δεν έπρεπε, άραγε, να προοδεύσουμε από αυτή τη βάρβαρη κατάσταση;
Δεν έπρεπε η κοινωνική συγκρότηση να καλλιεργεί την ασφάλεια και τα αισθήματα ισονομίας και δικαιοσύνης; Για τούτα τα θεμελιώδη προτάγματα του πολιτισμού δεν πασχίζουμε οι δάσκαλοι στα σχολεία και ο κάθε υπουργός, που κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που εργάζεται κάτω από κάποιον άλλο, δηλαδή έναν θεράποντα υπό το έργο του λαού του; Ο συχωρεμένος Θεόδωρος Πάγκαλος (1938–2023), υπήρξε βουλευτής, υπουργός, ιδρυτικό και ηγετικό στέλεχος του Πα.Σο.Κ. και ασφαλώς ενσάρκωνε τον αξιακό κώδικα του οιονεί κεντροαριστερού κινήματος, όπου κατέληξε από το Βαρβάκειο, τη Νομική, τη Σορβόννη και την ΕΔΑ. Αυτός ο ευφυέστατος πολιτικός μάς σφήνωσε κατά νου τη συνενοχή στην εθνική ρεμούλα που εντάθηκε από τη δεκαετία του ’80 με τα ευρωπαϊκά πακέτα Ντελόρ, και μας έλουσε παλλαϊκά δηλώνοντας κυνικά «μαζί τα φάγαμε».
Το ζήτημα που αναδύεται σαρκαστικό αφορά στην αρχολίπαρη ευρωλιγούρα των όποιων κυβερνητικών στελεχών που, αφ’ ης στιγμής τσίμπησαν ένα αρχίδιον, θέλησαν να στήσουν αρπακτικό μηχανισμό. Ο μηχανισμός – στα σοσιαλιστικά λέγεται απαράτ, για να μην ξεχνιόμαστε – ορίζεται ως ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων ή κλίκας, και διαθέσιμων μέσων, που λειτουργεί όπως μια συσκευή για την παραγωγή ορισμένου σκοπού και έργου. Έχουμε, λοιπόν, αποδεχτεί στην πολιτική κουλτούρα και πραγματικότητά μας αυτά τα παρακυβερνητικά απαράτ ως λαθραία καταστήματα που στήνονται χωρίς να μας ενοχλούν στ’ αλήθεια, διότι επί δεκαετίες βαθμηδόν εξοικειωθήκαμε τόσο πολύ με τη διαφθορά, την ανικανότητα και την παντοειδή έκπτωση στη συμπεριφορά των συμπολιτών, των γειτόνων και των παιδιών μας, ώστε ο φόνος ανθρώπων και αδέσποτων ζώων, ο πόλεμος, οι αρρώστιες, η λιμοκτονία των άλλων και οι κάθε λογής μεγαλοστομίες τού κάθε πολιτικού φανφαρόνου να μη μας απασχολούν τόσο πολύ, επειδή η καθημερινή επιβίωσή μας έχει πραγματικά επιδεινωθεί σε βαθμό εξαθλίωσης.
Οι υποτιθέμενοι ηνίοχοι ηγέτες δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν το πόστο τους, επειδή δεν διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία πρόσληψης και κατανόησης των αναγκών του λαού που τους ψήφισε, ορίζοντάς τους διαχειριστές της τύχης του. Ωστόσο, όταν ο ηγέτης ενός οργανισμού ομολογεί τόσα αλλεπάλληλα λάθη εφαρμογής των πολιτικών που χαράσσει ως μάνατζερ, τρομάρα του, οφείλει υπό κανονικές συνθήκες να παραιτηθεί· όμως τώρα έχουμε το παράδοξο της ανυπαρξίας αντιπάλου δέους: δεν φαίνεται κάποιος ικανός να ανασυγκροτήσει το τίποτα και το ευτελές που έχει διαμορφωθεί ως παρούσα κοινοβουλευτική πραγματικότητα.
Τα ζητήματα που πρέπει να τεθούν επιτακτικά προς επίλυση αφορούν την ακρίβεια στα καθημερινώς αναγκαία και στην τιμολόγηση της ενέργειας, τη δημογραφική συρρίκνωση, το ασύλληπτου κυνισμού σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, τη δικαίωση των θυμάτων στα Τέμπη, τη διασφάλιση της επικράτειας από τους προ πολλού μελετημένους τουρκολιβυκούς σχεδιασμούς ή το ανεξέλεγκτο μπουκάρισμα αρρένων μάχιμων «μεταναστών» από άλλες ηπείρους, η οποία μεταφράζεται σε συστηματική υβριδική εισβολή στην ΕΕ διακυβεύοντας πρωτίστως την εθνική σοβαρότητά μας, την κοινωνική ισορροπία και ευνομία μας και την ψίχα του πολιτισμού μας.
Η συλλογική συνενοχή μας ονομάστηκε πελατειακότητα, το μαζί τα φάγαμε αποτέλεσε την εθνική συμφιλίωση με την πολιτική αλητεία και αήθεια και η εθνική οσφυοκαμψία μάς αφήνει αδιάφορους, λόγω του ηθικοπλαστικού μιθριδατισμού στη ρεμούλα. Όταν όμως μας πάρουν τα ελάχιστα εθνικά υπάρχοντα, μαζί θα …κλαίμε. Αλλά με την οπισθοχώρηση και του παραμικρού πατριωτικού αισθήματος, ούτε αυτό το θεωρώ βέβαιο. Η αδιαφορία φτάνει στο μεδούλι μας.
Ο Κώστας Θεολόγου είναι Διευθυντής του Τομέα
Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ
*
Ο Κώστας Θεολόγου είναι Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ