Το ζήτημα των αμερικανικών δασμών και ο κίνδυνος εμπορικών πολέμων κυριαρχεί εδώ και καιρό στην επικαιρότητα, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες της δεύτερης προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, αναδεικνύοντας και άλλες πτυχές του ανταγωνισμού Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας, που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στους συσχετισμούς δυνάμεων τα επόμενα χρόνια.

Ο έλεγχος των λιμανιών σε πλανητική κλίμακα αποτελεί στρατηγικού χαρακτήρα διακύβευμα τόσο για την Ουάσιγκτον όσο και για το Πεκίνο, αφού αποτελεί κομβικό παράγοντα τόσο για το εμπόριο όσο και για την ασφάλεια των δύο υπερδυνάμεων.

Advertisement
Advertisement

Υποδομές, λιμάνια και δίκτυα στον διεθνή γεωπολιτικό ανταγωνισμό

Ο ανταγωνισμός Ουάσιγκτον – Πεκίνου, σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν δίνει έμφαση στην ιδεολογική ή εδαφική επέκταση, αλλά στον στρατηγικό έλεγχο των παγκόσμιων δικτύων. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, από τη στιγμή που, παρά τη μεταβαλλόμενη παγκοσμιοποίηση, η παγκόσμια οικονομία παραμένει διασυνδεδεμένη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τo ζήτημα της επιρροής των υποδομών στις γεωπολιτικές εξελίξεις έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια τη διεθνή βιβλιογραφία. Σε άρθρο τους οι De Goede και Westermeier (2022) εισήγαγαν τον όρο γεωπολιτική των υποδομών (Infrastructural Geopolitics) επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι υποδομές δεν είναι παθητικοί χώροι που χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση της εκάστοτε ήδη υφιστάμενης ηγεμονικής εξουσίας, αλλά μπορούν οι ίδιες να κατευθύνουν, να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να αναδιαμορφώνουν την ισχύ με συγκεκριμένους τρόπους.

Οι Notteboom και Haralambides (2025) κατέδειξαν μία διπλή διάσταση που αφορά τα λιμάνια, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία. Τόνισαν, από τη μία πλευρά, ότι η ιδιοκτησία και οι ξένες επενδύσεις σε λιμενικές περιοχές συνοδεύονται ολοένα και περισσότερο με γεωπολιτικούς όρους, επηρεάζοντας τη δυνατότητα της εκάστοτε λιμενικής αρχής να διευκολύνει συγκεκριμένους επενδυτές ή φορείς εκμετάλλευσης στο λιμάνι.

Από την άλλη πλευρά όμως, όπως προσθέτουν, τα λιμάνια αντιμετωπίζουν σημαντικές ευπάθειες στο σημερινό γεωπολιτικό κλίμα, λόγω του κρίσιμου ρόλου τους στο παγκόσμιο εμπόριο και της ευαλωτότητάς τους σε φυσικές, οικονομικές και ψηφιακές απειλές (κυβερνοαπειλές), καθώς και σε οικονομικές απειλές.

Η κυριαρχία της Κίνας

Στην παρούσα συγκυρία, η θέση ότι η γεωπολιτική τάξη θα διαμορφωθεί από τη χώρα που θα είναι κυρίαρχη στα λιμάνια είναι ρεαλιστική. Η Κίνα φαίνεται να βρίσκεται σε θέση ισχύος. Από το 2013, που εγκαινιάστηκε η πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), η Κίνα έχει επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια για την απόκτηση λιμανιών ή τη δραστηριοποίηση συμφερόντων της σε όλο τον πλανήτη. Η σημασία της στρατηγικής αυτής έχει εκφραστεί ξεκάθαρα από την κινεζική ηγεσία. Όταν επισκέφθηκε το λιμάνι της Τιεσάν στην επαρχία Κουανγκσί της Κίνας τον Απρίλιο του 2017, ο Σι υπογράμμισε τη σημασία των λιμανιών για την οικονομική ανάπτυξη: «Λέμε συχνά ότι, για να γίνουμε πλούσιοι, πρέπει πρώτα να φτιάξουμε δρόμους. Αλλά στις παραθαλάσσιες περιοχές, για να γίνουμε πλούσιοι, πρέπει να φτιάξουμε λιμάνια», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η Kίνα διαθέτει επενδύσεις σε 129 λιμένες στον πλανήτη (115 ενεργές), κυρίως στον Παγκόσμιο Νότο, Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε πέρυσι το αμερικανικό think tank Council of Foreign Relations (CFR). Μερικές από τις σημαντικότερες εξ αυτών, είναι φυσικά αυτή στον Πειραιά, στο Ρότερνταμ και στην Αμβέρσα, σε Ολλανδία και Βέλγιο αντίστοιχα, στην Γκουαντάρ του Πακιστάν, στο Τσάνκαϊ του Περού, στη Ντόρλα του Τζιμπουτί κ.ά.

Η θέση του Πεκίνου είναι ότι η στρατηγική της χώρας σε σχέση με τα λιμάνια συνδέεται με τη διευκόλυνση και ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου και των εφοδιαστικών αλυσίδων και την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης. Αντίθετα, η προσέγγιση των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τα παγκόσμια λιμάνια, σύμφωνα με την κινεζική πλευρά, παραμένει επικεντρωμένη στην απόκτηση κεφαλαίου και στον γεωπολιτικό στόχο της Ουάσιγκτον να ασκήσει πιέσεις στους ανταγωνιστές της, στο πλαίσιο της στρατηγικής της αμερικανικής κυβέρνησης να «πολιτικοποιήσει» ή και να διασπάσει την παγκόσμια εμπορική αλυσίδα.

Advertisement

Οι κινήσεις των ΗΠΑ

Πρόσφατες εξελίξεις προϊδεάζουν για έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό για τον έλεγχο των λιμανιών, αφού και οι δύο πλευρές βλέπουν την αύξηση του μεριδίου τους σε αυτά ως πλεονέκτημα στον εμπορικό τους ανταγωνισμό. 
Δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters αποκάλυψε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στηρίξουν αμερικανικά συμφέροντα, ώστε να ανακτήσουν τον έλεγχο λιμανιών που βρίσκονται υπό αυτόν της Κίνας. Ένα εξ αυτών είναι και το λιμάνι του Πειραιά, στο οποίο η κινεζική COSCO κατέχει το 67% (του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, συγκεκριμένα).

Τόσο αυτή η πληροφορία όσο και σειρά δημοσιευμάτων και αναλύσεων στις ΗΠΑ δείχνουν την έντονη ανησυχία της Ουάσιγκτον για τη θαλάσσια κυριαρχία, την οποία έχει «χτίσει» μεθοδικά το Πεκίνο τα τελευταία χρόνια, αφού ο αναπτυσσόμενος κινεζικός έλεγχος λιμανιών σε παγκόσμιο επίπεδο θεωρείται απειλή για την ασφάλεια, την οικονομική επιρροή και το εμπόριο της Αμερικής.

Στις 9 Απριλίου ο Τραμπ υπέγραψε Προεδρικό Διάταγμα με τίτλο Επαναφέροντας τη Ναυτική Κυριαρχία της Αμερικής (Restoring America’s Maritime Dominance), στο οποίο περιλαμβάνεται η δημιουργία ενός Ναυτιλιακού Σχεδίου Δράσης (Maritime Action Plan – MAP), με ευθείες βολές κατά της Κίνας, κατηγορώντας το Πεκίνο για τις πρακτικές του στη ναυπηγική βιομηχανία και στους τομείς των εφοδιαστικών αλυσίδων και των logistics. Στο πλαίσιο αυτό, ο Λευκός Οίκος παρέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία είναι αναγκαία η αναζωογόνηση της αμερικανικής ναυτικής βιομηχανίας:

Advertisement

Το 0,2% των πλοίων παγκοσμίως κατασκευάζεται στις ΗΠΑ, σε σύγκριση με το 74% που κατασκευάζεται στην Κίνα.

Το 0% των εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων σε όλο τον κόσμο κατασκευάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με το 96% που κατασκευάζεται στην Κίνα.

Το 0% των γερανών από πλοίο σε ακτή στις ΗΠΑ κατασκευάζονται στην εγχώρια αγορά, σε σύγκριση με το 80% που κατασκευάζονται στην Κίνα.
Κινεζικό κρατικό λογισμικό εγκαθίσταται σε λιμενικές εγκαταστάσεις σε ολόκληρες τις ΗΠΑ, με περιορισμένες έως μηδενικές εναλλακτικές λύσεις.

Advertisement

Toν ίδιο μήνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκάλυψαν σχέδια να επιβάλουν, από τα μέσα Οκτωβρίου, λιμενικά τέλη προς τα κινεζικά πλοία (με Κινέζους ιδιοκτήτες και διαχειριστές πλοίων που έχουν κατασκευαστεί στην ασιατική χώρα).

Το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των Ηνωμένων Πολιτειών (US Trade Representative – USTR) ανέφερε για την επιλογή αυτή ότι «η Κίνα έχει σε μεγάλο βαθμό επιτύχει τους στόχους της για κυριαρχία, θέτοντας σε σοβαρά μειονεκτική θέση τις αμερικανικές εταιρείες, τους εργαζομένους και την αμερικανική οικονομία».

To κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών αντέδρασε με επίσημη δήλωση, εκτιμώντας ότι τα λιμενικά τέλη θα αυξήσουν τις τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές και δεν πρόκειται να αναζωογονήσουν την αμερικανική ναυπηγική βιομηχανία.

Advertisement

Ταυτόχρονα, η πώληση δύο λιμανιών στη Διώρυγα του Παναμά[1], από την CK Hutchison του Χονγκ Κονγκ σε γκρουπ Αμερικανών επενδυτών υπό την BlackRock εξόργισε τον Κινέζο Πρόεδρο, ο οποίος επιθυμούσε τα λιμάνια αυτά ως διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στον Τραμπ, ο οποίος από την πλευρά του ήθελε να μην βρίσκονται υπό κινεζικό έλεγχο.

Advertisement

Συνεπώς, οι παραπάνω εξελίξεις δίνουν την πρόγευση μιας «διελκυστίνδας» μεταξύ αμερικανικών και κινεζικών συμφερόντων για τον έλεγχο στρατηγικής σημασίας λιμανιών –αλλά και υποδομών γενικότερα– στον πλανήτη τα επόμενα χρόνια, με τον ρόλο και τις αποφάσεις των τοπικών κυβερνήσεων (είτε ελέγχει το λιμάνι είτε όχι) να είναι εξαιρετικά σημαντικός και να απαιτεί υπευθυνότητα και (πολιτικούς) ελιγμούς, σε ένα ρευστό διεθνές σκηνικό αναδιάταξης συμμαχιών και ευρύτερων ανακατατάξεων.


[1] Η συμφωνία εξαγοράς ύψους 22,8 δισ. δολαρίων αφορά 43 λιμάνια σε 23 χώρες.

* Βαγγέλης Βιτζηλαίος, Συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πειραιώς – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο νέο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί την Πέμπτη στο www.enainstitute.org 

Advertisement