Ο Σαββόπουλος εμφανίστηκε στο ελληνικό μουσικό και πολιτισμικό προσκήνιο  στην περίοδο του ’63-64. Όταν άρχιζε η γοργή μετεξέλιξη του ελληνικού καπιτα­λισμού όπως και η πολιτική κρίση πού τη συνόδεψε (πτώση της Δεξιάς, άνοδος του Κέντρου, παλατιανό πραξικόπημα, «αποστάτες», δικτατορία).

Τα πρώτα του τραγούδια ήταν κιόλας μια τομή. Τόσο από την άποψη των στίχων, όσο και της μουσικής είναι κιόλας σύγχρονα. Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Το Βιετνάμ, Ο ήλιος, Η αμνηστία του ’64, η σωματική ανάγκη. Για την πορεία ειρήνης, αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια, Συννεφούλα, Μια θάλασσα μικρή, Η Ζωζώ κλπ. Όχι μόνο σαν θεματολο­γία, αλλά και για κάτι άλλο πιο ουσια­στικό. Κάτι πού σφραγίζει όλο το έργο του:

Advertisement
Advertisement

Η σχέση υποκειμενικού και αντικειμενικού, ή ανάδυση του υποκειμένου μέσα από το αντικειμενικό και η ταυτόχρονη αντανάκλαση του αντικειμενικού μέ­σα στο μυαλό και τη ζωή των ανθρώπων. Η παλιά φιλοσοφία, η παλιά Αριστερά είχαν μια μηχανιστική λογική διαχωρίζοντας αντικειμενικό και υποκειμενικό μ’ ένα σινικό τείχος. Από τη μια το κίνημα, από την άλλη το άτομο, από τη μια η δημοσία ζωή από την άλλη η ιδιωτική. Από τη μια η πολιτική, από την άλλη η οικογένεια και το επάγγελμα. Το καινούργιο κίνημα θέλει να βάλει και την ατομική ζωή μέσα στην πολιτική, την πολιτική μέσα στην ατομική ζωή, απορρίπτοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Ιστορία (με μεγάλο Ι) και προσωπική ιστορία. Την ιστορία την κάνουν οι άνθρωποι, και η αντικειμενική πραγματικό­τητα αντανακλάται ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΑ στο μυαλό τους. Έτσι ο άνθρωπος ξαναγίνεται υποκείμενο της ιστορί­ας.

Έτσι, για την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», δεν υπάρχει ο τυπικός χωρισμός ανάμεσα στο άτομο, τη συγκέντρω­ση, και τα συναισθήματα πού γεννούνται.

«Η πλατεία ήταν γεμάτη

και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου

κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή

Η πλατεία ήτανε άδεια

Advertisement

και τρελός απ’ τα σημάδια

σα σκυλί

με συνθήματα σχισμένα

Advertisement

σ ‘ έναν ερωτά για σένα

έχω χυθεί

στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω στους διαδρόμους

Advertisement

και τους δρόμους

και ζήτω πληροφορίες

και υλικό

Advertisement

να φωτίσω τις αίτιες

Advertisement

πού μ’ αφήνουνε μισό».

Το προσωπικό και το συλλογικό συμπλέκονται, ο αγώνας και η υπέρβαση του ακρωτηριασμού που προ­καλεί  ένας παγιωμένος εξωτερικός κόσμος γίνονται ένα, μια ενιαία διαδικασία.

Η  μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων

«σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί»

Advertisement

Σε μια χώρα, «μαύρη θάλασσα, κλειστή πίσω από τις συμπληγάδες», σε μια εποχή που ακόμα κυριαρχείται από μια άθλια πραγματικότητα, «παράγκα» ή «δρόμοι, ανθρωπάκια και γραφεία/πολυκατοικίες και κουρσάκια ιδιωτικά», που κυριαρχείται από μια ιδεολογία – «πτώμα που μιλάει μέσα από το δικό σου στόμα», τα πρά­γματα δεν είναι εύκολα για κείνον που θέλει να σπάσει το περίβλημα, που θέλει να ξεφύγει από τους «βάλτους». Αυτουνού «οι πόθοι» ακολουθάνε «υπό­γεια διαδρομή». Είναι μόνος σε μεγάλο βαθμό, είναι υποχρεωμένος να υπομένει τη «μοναξιά του δρομέα με­γάλων αποστάσεων», στην προσμονή και την προσπά­θεια να σπάσουν τα «δεσμά», κάποτε. Ο Σαββόπουλος ξέρει πώς:

«Τα καλύτερα παιδιά

κουράστηκαν

και γύρισαν στο σπίτι

το ξημέρωμα αργεί

και δεν βρίσκεται

παρέα για ξενύχτι».

Και αυτή ή μοναξιά φτάνει στα όρια του τραγικού, και του κλασικού συνάμα, με την «Δημοσθένους Λέξη».

«όταν θα βγω απ’ τη φυλακή

κανείς δεν θα με περιμένει

οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί

κι η πολιτεία μου πιο ξένη

τα καφενεία όλα κλειστά

κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι

Χωρίς βουλή χωρίς θεό».

Μέσα στο κλίμα της δικτατορίας, εκεί που αποκαλύ­φτηκε περισσότερο από ποτέ άλλοτε η ψευτιά και η κενότητα μιας κοινωνίας, σ’ όλες της τις πλευρές, που αυτοί που αντιστέκονταν ήταν λίγοι και μόνοι, ενάντια σ’ έναν κόσμο ολόκληρο, ο Σαββόπουλος, όπως και όλοι μας, στάθηκε «μπρος στα ερείπια της Ολύνθου». Είναι στιγμές που ο:

«δικός σου πόνος

στο κατώφλι μόνος

σα σκυλί».

«κανένα πλάσμα του θεού δε ζει σε τέτοιο βάθος

οπου σ’ αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος».

 Και φτάνει κάποια στιγμή και στην υπέρτατη μόνω­ση του ποιητή.

«δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό».

Πέρασαν για πάντα

οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες

όμορφη στιγμή να το ξαναπώ

όμορφη να σας μιλήσω

βλέπω πυρκαγιές

πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς».

 Πρέπει ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας, ποιους θ’ αφήσεις. Γιατί βλέπεις μπροστά τις πυρκαγιές. Όμως κι εδώ γίνεται η τελευταία διαλεκτική αναστροφή. Ο Σαββόπουλος συνεχίζει

«κι είμαι μαζί σας

όταν ο κόσμος μας θα καίγεται

όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται

εγώ θα είμαι ‘κει να σας θυμίσω

τις μέρες τις παλιές».

Όμως ο Σαββόπουλος έχει συνείδηση ταυτόχρονα και του ρόλου του, του ρόλου του σαν πρωτοπόρου, που παρ’ όλο που οι «φίλοι» του τον καλούν:

«άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε

εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε»

«μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι

στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι

και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη

πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι».

Ο Σαββόπουλος «παίρνει» την ευθύνη. Αρνείται τα ναρκωτικά, είτε είναι το «κόμμα», είτε ο «έρωτας» και το ζευγάρι, είτε η μουμιοποιημένη παράδοση.

Το «κόμμα» και η τομή της μεταπολίτευσης

Η πορεία του Σαββόπουλου είναι δεμένη με την πορεία της Αριστεράς και θα φθάσει στην υπέρβασή της μόνο μετά τη δεκαετία του 1980.

Στον «Πολιτευτάκια», στον «Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια», στη «Ρεζέρβα», η αιχμή της κριτικής του στρέφεται στην ίδια την Αριστερά. Ο Σαββόπουλος γίνε­ται ανοιχτά: «εξτρεμιστής».

«θυμάσαι πού βαλάντωνες εκεί στην εξορία

και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία

τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη

και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη

στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί

θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή

εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει

είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει

κι ό,τι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία

είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία

σ ‘ ό,τι τραγουδούσα έστηνες αυτί

τώρα προβοκάτορα με λες και εμπρηστή

ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου

είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τη φωνή μου

παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα

απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα».

Ο Σαββόπουλος σπάει τους δεσμούς, όσους έχουν απομείνει, με την παλιά Αριστερά, διακρίνει την έκπτωση και όμως ταυτόχρονα καταλαβαίνει γιατί επιβιώνουν, «είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία», και παίρνει τη θέση του «προβοκάτορα και εμπρηστή». Ο Σαββόπουλος συλλαμβάνει τη διπλή φύση όχι μόνο του «πολιτευτάκια» αλλά της πολιτικής γενικότερα. Την υψώνει και την εκμηδε­νίζει ταυτόχρονα η ανάγκη της αλλαγής. Σε ένα τραγούδι της «ρεζέρβας» μιλάει πια για τις εκλογές του ’77, την μυσταγωγία του προοδευτικού»

«Το κουβούκλιο κάνει μπάμ και μέσα απ’ την αιθάλη

ανέβηκε ένας κουρνιαχτός που’ χε διπλό κεφάλι

το ένα ήταν Θεσσαλός, στο σχήμα του Φλωράκη

το παραδίπλα ανδρεϊκός, με γεια και το μπλουζάκι

Τον λόγο τους αντανακλά σαν κάτοπτρο το πλήθος και όπως άλλαζα βρακί

μου βγήκε αυτός ο στίχος

 Μπορεί κανίβαλος ποτέ να εκπροσωπήσει τάχα

 όλους τους φίλους τους παλιούς, που έχει στη στομάχα;»

Ο Σαββόπουλος δεν κρατάει πια καμιά γέφυρα. Είναι κι αυτός ένα από τα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα». Στους «βάλτους των εκλογών» δεν έχει πια καμιά θέση και τα «όνειρα του» τα κρύβει «γιατί μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθούν στην εξουσία»..

 Η «παράδοση»

Ο Σαββόπουλος δεν αντιμετωπίζει την παράδοση σα ναρ­κωτικό, όπως θα κάνουν αρκετοί ομότεχνοί του – αντίθετα ακολουθεί μια γραμμή ρήξης και ταυτόχρονα διατήρησης, εκσυγχρονισμού της παράδοσης. Η θέση του είναι η ρήξη με την παράδοση, ως μούμια -αυτό «το πτώμα που μιλάει μέσα από το δικό μου στόμα»-, και ταυτόχρονα συγχώνευση του πραγματικού διαχρονικού  πολιτισμού μας στο σήμερα. Αυ­τή η θέση του Σαββόπουλου, που εκφράζεται και μέσα από τη μουσική του, τον κάνει ταυτόχρονα ελληνικό και παγκόσμιο, δηλαδή παγκόσμιο γιατί είναι ελληνικός, όπως και το αντίστροφο.

Ο Σαββόπουλος δεν είναι κοσμοπολίτης, πάει να πει δεν κινείται στον αέρα. Κινείται στα Βαλκά­νια, στην Ελλάδα. Όμως είναι παγκόσμιος γιατί μιλάει για τα προβλήματα της κοινωνίας του σήμερα. Έτσι, δεν είναι μίμηση του ξένου, ούτε ταυτόχρονα νεκροφιλία της παράδοσης. Δεν είναι σωβινιστής, και γι’ αυτό βαθιά εθνι­κός. Αρνείται τη σχέση του επαρχιώτη με το ξένο, το οθνείο, που από τη μια το έχει σα θεό του, αλλά ταυτόχρονα κρατάει και τη φουστανέλα του. Το τρα­γούδι του Σαββόπουλου ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις –ή όπως πιστεύω ξεπερνάει το ξένο–, αλλά ταυτόχρονα κατάγεται από εμάς, από αυτό τον τόπο:

 «σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα

βάλε στα ρούχα σου φωτιά     

βάλε στα όργανα φωτιά

να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα

Η τρομερή μας ή λαλιά».

Ο Νιόνιος είναι ένας «προβοκάτορας», ένας «εμπρηστής». Μέσα στο γενικό κλίμα, της απάτης, των κανιβάλων, «υπνοβατώντας σ’ ένα κράτος πού θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά, διαφυγή καμιά» (από την μπαλάντα για τον Κοεμτζή), διαισθάνεται, κατανοεί πως χωρίς τον ρόλο της φαντασίας, χωρίς εξέ­γερση, η πολιτική, που την θεωρεί αναγκαία, είναι «στεί­ρα και βουβή».

Ο Σαββόπουλος είναι ο τραγουδιστής της εξέγερ­σης, και της φαντασίας; Σίγουρα.

«στό ‘ πα και το ’66 ένα βράδυ βροχερό

θα ‘μαι μακριά σου τότε πού θα ψάχνεις για γιατρό

 για γιατρό και δικηγόρο να σου δώσουνε γραμμή

κάτι θα λαλεί στο χώρο τούτη φταίει για το παιδί

στο ‘πα και το ’66 με τραγούδια βραχνιασμένα

είσαι σχήμα του θανάτου δεν μπορείς χωρίς έμενα

δίχως το δικό μου φόρο είσαι στείρα και μουγκή».

Το κίνημα, η πολιτική είναι αδιανόητη, στείρα και βουβή χωρίς τον ρόλο της φαντασίας, της θέλησης για ολοκληρωτική αλλαγή, μια αλλαγή χωρίς κανένα ενδιάμεσο, χωρίς καμιά διαμεσολάβηση. Ο Σαββόπουλος απέναντι σ’ ένα κίνημα που κυριαρχείται από τον ψευτο-ρεαλισμό, φέρ­νει «εκείνο το άλλο», που χωρίς αυτό δεν υπάρχει κίνη­μα. «Γραμμή» δεν αρκούν για να δώσουν γιατροί και δικηγόροι, χρειάζεται και ο δικός σου φόρος.

Όμως ο Σαββόπουλος δεν είναι μόνο η εξέγερση. Ξέρει πως αυτή δεν αρκεί. «Χρειάζονται κι οι γραφειο­κρατίες». Ξέρει όμως πως χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε. Χαρακτηριστικός είναι «ο ποντικός» από τη Ρεζέρ­βα:

 «Τώρα έβγαλες ουρά και προβοσκίδα

κρύφτηκες πίσω από την εφημερίδα

κάνεις πως διαβάζεις και δεν μας χαιρετάς.

Έβγαλες στο δέρμα σου ραβδώσεις

τρέχεις σε ομάδες κι οργανώσεις

κι όλο το ρολογάκι σου κοιτάς.

Κι όμως μέσα στης κόλασης τις λαύρες

μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες

λάμπεις σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό

τούτη τη στιγμή που σπάζεις τον κλοιό.

Άσπρε, γαλάζιε ποντικέ μου χρόνια τώρα σ’ αγαπώ

 Εκείνη τη φτερούγα σου άνοιξέ’ μου και άσε με λίγο να τη δω.

Έλα χωρίς πολιτικούρες με το φτερό σου να πετάει

όχι στων μανιφέστων τίς κλεισούρες

αλλά σε κείνο κει το μπαρ που ξενυχτάει. …

Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη

 τι θα πάει να πει στη δικαιοσύνη

 μα το δικαστήριο υψώνεται από δω

 όχι μονάχα για το στιλπνό σου το φτερό

αλλά και για την προβοσκίδα σου θαρρώ».

Σ’ αυτό του το τραγούδι, που πολλοί το θεώρησαν σφαλερά ως ύβρη κατά της πολιτικής πρακτικής, ο Σαββόπουλος ξεκα­θαρίζει πως αγαπάει τον «ποντικό». Τον ποντικό που σκά­βει. Όμως αυτός ο ποντικός έχει το φτερό του έχει και την προβοσκίδα. Κι ο Σαββόπουλος αγαπάει το φτερό του ποντικού. Ξέρει πως δεν γίνεται χωρίς την προβοσκίδα αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο Σαββόπουλος τον αγαπάει τη στιγμή που σπάζει τον κλοιό, και λάμπει σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό. Και τον καλεί να’ ρθει «έξω από των μανιφέστων τις κλεισούρες», να’ ρθει «σ’ εκείνο το μπαρ που ξενυχτάει». Ξέρει πως έχει αντιρρήσεις ο «ποντι­κός». Και ο Σαββόπουλος δεν του λέει να χωρίσει, αυτός τον αγαπάει τέτοιος που είναι, μ’ όλες τις αντιφάσεις του, και ας ξέρει ότι η δικαιοσύνη δεν θα τον κρίνει μόνο για το φτερό, αλλά και για την προβοσκίδα.

Η «γενιά του 60»

Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε και αναπτύχθηκε καλλι­τεχνικά μαζί με αυτή την περιβόητη «γενιά του 60», που έσπασε  τον ομφάλιο λώρο με την μετεμφυλιακή δομή – τόσο με το καθεστώς του αντικομουνισμού και της αμερικανοκρατίας, όσο και με εκείνο της παλιάς σταλινικής Αριστεράς.

Και βέβαια, αυτή η εμφάνιση μιας τέτοιας γενιάς δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινό­μενο. Το ίδιο συνέβαινε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, και ιδιαίτερα στην Ευρώ­πη και την Αμερική. Μετά την τεράστια προσπάθεια της ανοικοδόμησης, τον ψυχρό πόλεμο, οι «πάγοι» αρχίζουν να λιώνουν και οι νέες γενιές διεκδικούν πια όχι απλά περισσότερη εργασία και αμοιβές, αλλά μια άλλη ποιότητα ζωής.

Το status quo του ιμπεριαλισμού αμφισβητούνταν από τον Τρίτο Κόσμο, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κίνα κλπ. Παλλόμενος και αντιφατικός, ο πραγματικός κόσμος εισέβαλε και πάλι στο παγωμένο, από τη Γιάλτα και τον ψυχρό πόλεμο, σκηνικό. Με τις ανάλογες Ιδεολογικές αναζητήσεις. Η δεκαε­τία του ’60 η δεκαετία της παγκόσμιας αναταρα­χής, της παγκόσμιας αφύπνισης ατόμων, τάξεων και εθνών.

Η αντίστοιχη ελληνική γενιά με το ένα πόδι πάταγε στην Ελλάδα της ψωροκώσταινας, της ανεργίας, της «ήττας», και από την άλλη ψαχούλευε, οσμίζονταν, έψαχνε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κοινωνίας της κα­τανάλωσης, που για την ώρα δεν ήταν παρά ένα όραμα.

Μιας γενιάς που από τη μια αναφερόταν στο αίτημα της δημοκρατίας, του «εκδημοκρατισμού», της εθνικής ολοκλήρωσης με το Κυπριακό, του τέλους του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης και οραματιζόταν την ανάπτυξη πέρα από την καθυστέρηση και την ανερ­γία. Από την άλλη όμως, μέσα από τους αγώνες των οικοδόμων για το 7ωρο, μέσα από τη φοιτητική «αμφι­σβήτηση», που πρωτοεμφανιζόταν σε σύνδεση με την Κίνα, το Βιετνάμ, το Μπέρκλεϋ, τις πρώτες θεωρίες του Καστοριάδη, μέσα από το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», την πρώτη αμφισβή­τηση του εκπαιδευτικού περιεχομένου, άνοιγε ο δρόμος σε μια πορεία που αναφερόταν στο «σύγχρονο», το καινούργιο, που εμφανιζόταν στην ελ­ληνική κοινωνία, στο αστραφτερό διυλιστήριο της Ελευσίνας που φάνταζε στα μάτια μας τότε σαν μια εικόνα από την «Κόκκινη έρημο» του Αντονιόνι.

Μέσα λοιπόν σ’ εκείνο το πολιτικοκοινωνικό καζά­νι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, του 114, του 15%  για την παιδεία, όταν η Ελλάδα είναι πρώτη χώρα στον  κόσμο, το 1964, σε μέρες απεργίας, και το  ’65 αρχίζει ό αγώνας ενάντια στη βασιλεία, διαμορφώνεται μια ολόκληρη γενιά με έμβλημα τα Ιου­λιανά, 70 μέρες διαδηλώσεων καθημερινά, αδιάκοπα. η διαδήλωση είχε γίνει ο κόσμος μας. Το απόγευμα διαδήλωση –κάποτε σύγκρουση– και το βράδυ καλοκαιρινό σινεμά, η «Κραυγή» του Άντονιόνι, οι «Στάχτες και διαμάντια» του Βάιντα, ο Γκοντάρ και τα έργα της ελλη­νικής «αμφισβήτησης», που πρωτοεμφανίζονται με τον Μανθούλη κλπ.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, εμφανίζεται ο Διο­νύσης Σαββόπουλος. Δίπλα στους «Ογκολίθους», τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, φαντάζει πολύ μικρός, πολύ νέος, πολύ περιθωριακός. Για την ώρα μπορεί μόλις να γεμίζει τα θέατρα στις πρώτες εμφανίσεις του στην Αθήνα με τη «Συννεφούλα», το «Βιετνάμ», τη «Διαδήλωση», την «Παράγκα». Όμως ήταν κιόλας μια καταπληκτικά νέα φωνή, που εκφράζει το τότε «περιθω­ριακό» στοιχείο της εποχής, που ήδη δονούσε το πιο προχωρημένο κομμάτι της νεολαίας των «Λαμπράκη­δων», το φοιτητικό.

Η γενιά του «114» φαινόταν πως «φυσιολογικά», μέσα από την εξέλιξή της σε μια  Ελλάδα που άλλαζε ραγδαία, θα μετεξελίσσονταν ομαλά στη γενιά του 1968, πράγμα που όμως δεν μπόρεσε να γίνει. Η ελληνική πραγματικότη­τα ήρθε να προβάλει ένα απαίσιο φάσμα θρεμμένο από το παρελθόν –με όλες τις επιβιώσεις του εμφυλίου πολέ­μου – τη στρατιωτική δικτατορία, που αποτέλεσε την ύστατη απόπειρα να σταματήσει ο «εκσυγχρονισμός». Η έλευση της δικτατορίας συνέτριψε στην ουσία τη γενιά του 114 ως φορέα μιας νέας πολιτικής. Παρ’ όλο που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στη χούντα μέχρι τα 1971-72, η μάχη της σε μια εποχή που η δικτατορία είχε όλα τα ατού μαζί της την εξάντλησε, πέρασε στο περιθώριο και την ιδιώτευση: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα’ ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη».

Και η μεταπολίτευση ήρθε να ολοκληρώσει τη δια­δικασία. Το κραυγαλέο «αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό» κλίμα επέτρεψε τη συνένωση ανάμεσα σε δυο γενιές που αποτέλεσαν τη βάση του νέου πολιτικού-πολιτιστικού κατεστημένου, τόσο της παλιάς γενιάς του εμφύλιου πολέμου όσο και της λεγομένης γενιάς του Πολυτεχνείου. Αν ψάξουμε όλα τα κόμματα, θα βρούμε ένα περίεργο κενό σε ορισμέ­νες ηλικίες – που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν γενιά του 114. Το πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευ­σης θα διαμορφωθεί από τις αμέσως μεγαλύτερες ή νεότερες ηλικίες.

«Όποιος αγαπάει τρώει βρώμικο ψωμί

και οι πόθοι του ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή!»

Η γενιά του 114 ακολουθεί βασικά τον δρόμο της ιδιώτευσης και αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της ανένταχτης αριστεράς. Αυτή την άρ­νηση της ένταξης, την εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Σαββόπουλος, που στις εκλογές του ’77 περιγράφει την «έρημη χώρα» των εκλογών με αριστουργηματικό τρόπο.

Ας κρατήσουν οι χοροί 

Και πολύ σύντομα, ήδη από το 1983, θα κάνει το επόμενο, το αποφασιστικό βήμα. Θα εγκαταλείψει τον αδιέξοδο μεσσιανισμό της Αριστεράς, που στην εξουσία μεταβάλλεται σε τέρας, για να βρει τον δρόμο που θα τον φέρει στον χώρο που πια δεν θα εγκαταλείψει ποτέ, εκείνον του λαϊκού σώματος. Ο Σαββόπουλος θα γίνει πλέον λαϊκός, πανεθνικός, κομμάτι και έκφραση ολόκληρου του έθνους. Οι χοροί θα συνεχίζονται

αλλά θα βρούμε αλλιώτικα

στέκια επαρχιώτικα βρε

ώσπου η σύναξις αυτή

σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί

…..

Kι είτε με τις αρχαιότητες

είτε με ορθοδοξία

των Eλλήνων οι κοινότητες

φτιάχνουν άλλο γαλαξία

Τι να φταίει η Bουλή

τι να φταιν οι εκπρόσωποι

έρημοι και απρόσωποι βρε

αν πονάει η κεφαλή

φταίει η απρόσωπη αγάπη που `χε βρει

Mα η δικιά μας έχει όνομα

έχει σώμα και θρησκεία

και παππού σε μέρη αυτόνομα

μέσα στην τουρκοκρατία

Να μας έχει ο Θεός γερούς

πάντα ν’ ανταμώνουμε

και να ξεφαντώνουμε βρε

με χορούς κυκλωτικούς

κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς

Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα

να πυκνώνει ο δεσμός μας

και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές

με το ροκ του μέλλοντός μας.

Πρόκειται για ένα ολόκληρο πρόγραμμα, της ελληνικής διαχρονίας (είτε με τις αρχαιότητες/είτε με ορθοδοξία) όπου οι παλιές κι αναμμένες τροχιές της παράδοσής μας θα σμίγουν με το ροκ του μέλλοντος μας.  Και το 1989, μετά την ολοκλήρωση της ιστορικής αποτυχίας  της Αριστεράς, μπροστά στην πρόκληση της εξουσίας, όταν θα καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός και η ελληνική πασοκική εκδοχή του θα βυθίζεται στα σκάνδαλα, θα προσυπογράψει την ετυμηγορία που πλέον έχει εκδώσει η ιστορία:

«Έχει αποτύχει, ας το πάρει, σύμπασα η Αριστερά
έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά.
Ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός
κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός.»

Σαν επίλογος

Εμείς, του `60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.

Εμείς, μιας δίψυχης ωδής
παράλογα ανοιχτής,
με συμπεριφορές ανατροπής,
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής,
εμείς οι εκκρεμείς.

Χρονιές, με αίμα και φωτιές
και Χούντας κι Ιουλιανές,
και της μεταπολίτευσης φωνές,
αυτού του συρφετού,
του δημοκρατικού
του νέου εγωισμού, εμείς.

Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.

Με τον Διονύση Σαββόπουλο είμαστε συνομήλικοι, μας χωρίζουν μόλις δύο χρόνια και διανύσαμε εκ παραλλήλου έναν μακρύ και μεγάλο δρόμο. Κάποιες στιγμές οι δρόμοι μας θα αποκλίνουν και εγώ με την ιερή μανία του (κοσμο)διορθωτή, τον υπέβαλα σε κριτική, κάποτε σκληρή, κάποτε βλακωδώς, για τις επιλογές του – μιας κάποιας «ενηλικίωσης», ενός κάποιου «καθιστικού». Ωστόσο, δεν έπαψα ποτέ να τον νιώθω ως ένα alter ego  –δικό μου και των συντρόφων μου–, καθώς, μέσα από διαφορετικά μονοπάτια, ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή: Από τη μεγάλη ουτοπία της Επανάστασης, «μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες», σε μια νέα μεγάλη ή ίσως ακόμα μεγαλύτερη Ουτοπία, εκείνη της αναστημένης Ελλάδας, και προπαντός των ανθρώπων της με χορούς κυκλωτικούς.

Δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω και να νιώθω βαθιά μέσα μου πως εξέφραζε με τη μεγαλοφυΐα του εντελέστερα όλα αυτά που πίστευα και για τα οποία μαχόμουν. Και το πιο σπουδαίο είναι πως έτσι νιώθουν και ένιωθαν όχι μόνο του «60 οι εκδρομείς», αλλά ίσως εκατομμύρια Έλληνες, ζωντανοί και κάποτε νεκροί, νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες. Και αυτό μετριάζει, όσο αυτό είναι δυνατό, τη βαθιά μου θλίψη.

Καλό ταξίδι συνεκδρομέα.

ΥΓ. Γράφοντας δυο λόγια για τον μεγάλο ποιητή και μουσικό Διονύση Σαββόπουλο, επέλεξα το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου να περιλαμβάνει στίχους από τα έργα του. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να κάνω ένα κείμενο αποκλειστικά με δικά του λόγια. Πάντως επιφυλάσσομαι να επανέλθω με κάτι ίσως περισσότερο ολοκληρωμένο. Στο μεταξύ, η καλύτερη τιμή στη μνήμη του θα είναι να ξανακούσουμε τα τραγούδια του.