Υπάρχει μια στιγμή, κάθε Χριστούγεννα με μαθηματική ακρίβεια, που το τραπέζι στρώνεται όχι για φαγητό αλλά για παράσταση. Όλοι παίρνουμε θέση, σαν θίασος που ξέρει το έργο απ’έξω αλλά κάνει πως το παίζει για πρώτη φορά. Τα καλά μας ρούχα, εκείνα που φοβόμαστε να λερώσουμε γιατί “είναι γιορτή” και από μέσα μας άγχος, μην τυχόν φάμε σαν άνθρωποι. Στο κέντρο η γαλοπούλα φουσκωτή, ροδοκοκκινισμένη, αυτάρεσκη γεμάτη προσδοκίες και οικογενειακά απωθημένα .
Η συζήτηση ξεκινά αθώα. Καιρό έχουμε να βρεθούμε, τι κάνεις, πώς περνάς. Μέχρι που μπαίνουν οι ερωτήσεις. Εκείνες που δεν είναι ερωτήσεις αλλά εξετάσεις. “Πάχυνες λίγο;” “Τι γίνεται με τη δουλειά;” “Ακόμα μόνη;”
AdvertisementAdvertisement
Δεν προλαβαίνεις να καθίσεις και η σάλτσα πέφτει πάνω σου. Όχι λίγο. Αρκετά ώστε να ξέρεις ότι αυτό το πουκάμισο δεν θα ξαναβγεί χωρίς τραύμα. Κάποιος σχολιάζει “αλίμονο, μια φορά να φας σαν άνθρωπος”. Δεν το λέει κακοπροαίρετα. Το λέει σαν διαπίστωση ζωής. Σαν να σου λέει ότι η ανθρώπινη κατανάλωση τροφής είναι κάτι που δεν σου πηγαίνει.
Τα χαμόγελα κυκλοφορούν στο τραπέζι σαν φθηνό κρασί. Πολλά, εύκολα και αφήνουν πονοκέφαλο. Η συζήτηση ξεκινά αθώα. Καιρό έχουμε να βρεθούμε, τι κάνεις, πώς περνάς. Μέχρι που μπαίνουν οι ερωτήσεις. Εκείνες που δεν είναι ερωτήσεις αλλά εξετάσεις. “Πάχυνες λίγο;” “Τι γίνεται με τη δουλειά;” “Ακόμα μόνη;” Και πριν προλάβεις να απαντήσεις, κάποιος από την άλλη άκρη του τραπεζιού θυμάται το οικόπεδο στη Γαύδο. Αν το είχαμε πουλήσει τότε, τώρα… τώρα θα ήμασταν αλλιώς. Το αλλιώς δεν διευκρινίζεται ποτέ. Είναι απλώς καλύτερο. Πάντα.
Η ξαδέλφη γεμίζει το ποτήρι της για τρίτη φορά. Όχι επειδή της αρέσει τόσο το κρασί, αλλά γιατί το αλκοόλ έχει μια αξιοπρεπή ικανότητα να κρύβει όσα δεν αντέχονται. Πίνει για να μην απαντήσει. Πίνει για να μη θυμηθεί. Πίνει για να αντέξει την ερώτηση που έρχεται. Από δίπλα ακούγεται “φτάνει τόσο, οδηγείς”. Λέγεται με φωνή αυστηρή. Γεμάτη φροντίδα και έλεγχο μαζί. Εκείνη χαμογελά. Ξέρει ότι δεν οδηγεί πουθενά. Ούτε σήμερα, ούτε γενικά.
Και μετά αρχίζει το μέτρημα. Ποιος έκανε περισσότερα. Ποιος θυσιάστηκε. Ποιος ήταν πιο άτυχος. Ποιος φρόντισε τη μητέρα περισσότερο. H φροντίδα παρουσιάζεται σαν μετάλλιο αντοχής και όχι σαν πράξη αγάπης. Και η μητέρα, απούσα από τη συζήτηση, γίνεται επιχείρημα.
Κάποιος σηκώνεται ξαφνικά να φέρει ψωμί. Δεν χρειαζόταν ψωμί. Χρειαζόταν διάλειμμα. Άλλος γελά δυνατά, λίγο παραπάνω απ’όσο σηκώνει η στιγμή. Το γέλιο είναι άμυνα. Όπως και το να σχολιάζεις τον καιρό, την κίνηση στους δρόμους, τη μέρα που έχει μόνο 24 ώρες, τη γαλοπούλα που “βγήκε λίγο στεγνή”. Τίποτα δεν είναι στεγνό εδώ. Όλα στάζουν.
Και μετά αρχίζει το μέτρημα. Ποιος έκανε περισσότερα. Ποιος θυσιάστηκε. Ποιος ήταν πιο άτυχος. Ποιος φρόντισε τη μητέρα περισσότερο. Λέγεται με ύφος λογιστή ψυχών, με αποδείξεις που δεν ζήτησε κανείς. “Εγώ ήμουν στο προσκεφάλι της κάθε μέρα”. “Εγώ έτρεχα από το χάραμα να τη δω”. “Εγώ άφησα δύο μικρά παιδιά και άντρα για να είμαι μαζί της”. “Εγώ άφησα τη ζωή μου πίσω”. Κανείς δε λέει ότι κουράστηκε. Κανείς δε λέει ότι φοβήθηκε. Η φροντίδα παρουσιάζεται σαν μετάλλιο αντοχής και όχι σαν πράξη αγάπης. Και η μητέρα, απούσα από τη συζήτηση, γίνεται επιχείρημα.
Κάπου ανάμεσα στα πιάτα, επανέρχεται το θέμα του οικοπέδου. Όχι όπως ήταν, αλλά όπως θα μπορούσε να ήταν. Εκείνο το θρυλικό κομμάτι γης που, σύμφωνα με την οικογενειακή μυθολογία, αν είχε πουληθεί εγκαίρως θα μας είχε λύσει όλα τα προβλήματα. Κανείς δε λέει πια ότι ήταν ένα ξεροχώραφο με πέτρες, φίδια και ένα δρόμο που δεν στρωνόταν ούτε με θαύμα. Στη μνήμη όλων έχει μετατραπεί σε επενδυτικό διαμάντι που χάθηκε από κακή κρίση και πείσμα. Γιατί στα οικογενειακά τραπέζια δεν συζητάμε τα γεγονότα. Συζητάμε τις φαντασιώσεις τους.
Η νέα γενιά κάθεται λίγο πιο πέρα. Με τα κινητά στο χέρι, να τραβάει story, να κοιτάζει tik tok ή να απαντά σε μηνύματα. Μας κοιτάνε σαν παράξενο έθιμο. “Εμείς ευτυχώς δεν είμαστε έτσι”, λένε μεταξύ τους. Και έχουν δίκιο. Δεν είναι. Δεν έχουν την υπομονή για τόσα μισόλογα. Δεν αντέχουν να λένε σ’αγαπώ με υποσημειώσεις.
Όταν η γαλοπούλα έχει πια διαμελιστεί, συμβολικά και κυριολεκτικά, πέφτει μια σιωπή. Κάποιος λέει “άντε στην υγειά μας”. Κι όλοι συμφωνούμε με ανακούφιση. Είναι το μόνο ασφαλές θέμα. Υγεία. Ούτε αποφάσεις, ούτε λάθη, ούτε παρελθόν.
Advertisement
Κάπου εκεί γίνεται σχεδόν το μοιραίο. Ένα βλέμμα κρατά λίγο παραπάνω. Ένα “δεν είπα αυτό” σημαίνει ξεκάθαρα “αυτό ακριβώς είπα”. Κάποιος καθαρίζει το λαιμό του, έτοιμος να ξεστομίσει την αλήθεια και τελικά ζητάει αλάτι. Δεν είναι η ώρα. Ποτέ δεν είναι.
Όταν η γαλοπούλα έχει πια διαμελιστεί, συμβολικά και κυριολεκτικά, πέφτει μια σιωπή. Κάποιος λέει “άντε στην υγειά μας”. Κι όλοι συμφωνούμε με ανακούφιση. Είναι το μόνο ασφαλές θέμα. Υγεία. Ούτε αποφάσεις, ούτε λάθη, ούτε παρελθόν.
Κι όμως, πιστεύω πως αν αντί για μαχαίρια βγάζαμε μια μικρή αλήθεια, τα οικογενειακά τραπέζια θα ήταν αλλιώς. Όχι πιο ήσυχα. Πιο τίμια. Αλλά οι γιορτές βιάζονται. Τα απωθημένα όχι. Αυτά κάθονται υπομονετικά. Και περιμένουν τα επόμενα Χριστούγεννα.
Χρόνια μας πολλά!
Καλή μας όρεξη!
Και πρόσεχε. Η σάλτσα λεκιάζει, αλλά οι λέξεις περισσότερο.