Η παιδική κακοποίηση δεν είναι απλώς ένα «κοινωνικό φαινόμενο» με την ουδέτερη, περιγραφική έννοια∙ είναι προϊόν δομών εξουσίας και ανισότητας, οι οποίες το γεννούν, το συγκαλύπτουν και το διαιωνίζουν. Ως εκ τούτου, κάθε δημόσια συζήτηση που φιλοδοξεί να είναι ουσιαστική οφείλει να κοιτάξει πέρα από το μεμονωμένο, συγκλονιστικό περιστατικό και να αποκαλύψει το σύστημα που το θρέφει.

Στην Ελλάδα υπάρχουν ήδη ισχυρές αριθμητικές ενδείξεις για το μέγεθος της παιδικής κακοποίησης: από 1/1/2025 έως 31/10/2025 το Χαμόγελο του Παιδιού έλαβε στην Εθνική Γραμμή SOS 1056 1.215 αναφορές για 2.310 παιδιά, ενώ στην CyberTipline Hellas έλαβε 634 αναφορές (αύξηση 65% σε σχέση με το 2024). Σημαντικό μέρος των αναφορών προέρχεται και από τα ίδια τα παιδιά που ζητούν βοήθεια.

Advertisement
Advertisement

Παράλληλα, η ΠΟΕΔΗΝ καταγγέλλει ότι περίπου 1.300 κακοποιημένα παιδιά χρειάστηκαν εισαγγελική προστασία και παρέμειναν στα νοσοκομεία το ίδιο διάστημα, εκ των οποίων τα 400 στα δύο Νοσοκομεία Παίδων της Αττικής. Αυτό αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ότι, όταν απουσιάζουν οι εξειδικευμένες δομές φιλοξενίας, το νοσοκομείο μετατρέπεται σε ακατάλληλο χώρο «προστασίας».

Μια αναδρομική μελέτη στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» (2017–2019) κατέγραψε 310 εισαγωγές με εισαγγελική εντολή λόγω κακοποίησης ή παραμέλησης. Η παραμέληση αφορούσε το 50,6% των περιπτώσεων, αναδεικνύοντας το μέγεθος του προβλήματος. Τα παιδιά παρέμειναν στο νοσοκομείο κατά μέσο όρο 28,5 ημέρες (με το 38,7% να ξεπερνά τις 29 ημέρες), γεγονός που οφειλόταν στην έλλειψη ενδιάμεσης ασφαλούς φιλοξενίας. Το συνολικό κόστος των νοσηλειών αυτών υπερέβη το μισό εκατομμύριο ευρώ.

Αναμφισβήτητα, τα αριθμητικά στοιχεία αποκαλύπτουν ένα φαινόμενο μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, η εικόνα που σχηματίζουμε παραμένει κατακερματισμένη: τα δεδομένα προέρχονται από πολλές ασύνδετες πηγές, χωρίς κοινά πρωτόκολλα καταγραφής και χωρίς ένα ενιαίο εθνικό μητρώο. Αυτό έχει ως συνέπεια να βλέπουμε τις αναφορές να αυξάνονται, αλλά να αδυνατούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια την πραγματική έκταση και τις μορφές της βίας, γεγονός που, με τη σειρά του, αποδυναμώνει κάθε προσπάθεια πρόληψης και λογοδοσίας.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα, η συζήτηση για την παιδική κακοποίηση εστιάζει κατά κύριο λόγο σε συγκεκριμένες μορφές: στη σωματική (τιμωρητική/πειθαρχική), τη σεξουαλική και τη συναισθηματική κακοποίηση, καθώς και στην παραμέληση. Δεδομένου, ωστόσο, ότι αυτές οι μορφές εκδηλώνονται τις περισσότερες φορές εντός του στενού οικογενειακού ή ευρύτερου συγγενικού περιβάλλοντος, η ευθύνη μετατοπίζεται από το Κράτος και τους θεσμούς στο άτομο και την οικογένεια.

Όμως, αυτή η «οικογενειοποίηση» του προβλήματος δεν είναι απλώς επιστημονικά ελλιπής, αλλά και πολιτικά βολική, καθώς αφήνει στο σκοτάδι τις μορφές βίας που παράγονται ή επιτρέπονται από τους ίδιους τους θεσμούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μένει εκτός κάδρου η θεσμική κακοποίηση, η μορφή κακοποίησης, δηλαδή, που λαμβάνει χώρα σε δομές παιδικής προστασίας, σε ιδρύματα, σε χώρους φιλοξενίας ή ακόμη και μέσα από πρακτικές και παραλείψεις του Κράτους, το οποίο, αντί να προστατεύει, εκθέτει τα παιδιά σε κίνδυνο.

Τα παιδιά που διαβιούν σε ιδρυματική φροντίδα ή σε «ασφαλείς ζώνες» μέσα σε προσφυγικές δομές χωρίς επαρκή εποπτεία, κινδυνεύουν όχι μόνο από μεμονωμένους δράστες, αλλά και από την ίδια τη λογική του ιδρυματισμού: καθημερινές τυποποιημένες πρακτικές που ακυρώνουν την υποκειμενικότητα, συνθήκες που θολώνουν τη λογοδοσία και επιτρέπουν την ατιμωρησία, καθώς και «σιωπηλές» μορφές παραμέλησης που μένουν αόρατες και δεν καταγράφονται ποτέ. Ενώ η ευρωπαϊκή κατεύθυνση είναι σαφής -λιγότερη ιδρυματική φροντίδα και περισσότερη ανάδοχη φροντίδα-, στην Ελλάδα, η διαδικασία της αποϊδρυματοποίησης προχωρά με βήματα χελώνας, χωρίς επαρκή ανάπτυξη του θεσμού της αναδοχής, χωρίς σταθερή υποστήριξη των αναδόχων γονέων και, κυρίως, χωρίς ένα ισχυρό σύστημα εποπτείας και επιθεωρήσεων.

Advertisement

Τα επίσημα στοιχεία του Εθνικού Μητρώου Ανηλίκων (Anynet/ΕΚΚΑ) δείχνουν μείωση του αριθμού των παιδιών που βρίσκονται σε δομές φιλοξενίας: από 1.564 (εξαγωγή 5/4/2021) σε 1.185 (εξαγωγή 2/1/2025). Ωστόσο, αυτή η μείωση δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με «επιτυχία αποϊδρυματοποίησης», καθώς η αναδοχή παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, με σαφώς μικρότερη δεξαμενή υποψήφιων σε σχέση με την υιοθεσία. Επιπλέον, μέρος της αποσυμφόρησης προέρχεται από τη μετακίνηση εφήβων σε διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης — ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά όχι υποκατάστατο οικογενειακής φροντίδας. Τέλος, ανεξάρτητες ευρωπαϊκές και εθνικές χαρτογραφήσεις (βλ. FRA και Συνήγορος του Πολίτη) επιμένουν ότι τα θεσμικά κενά (υποστελέχωση, αδύναμος συντονισμός, έλλειψη ασφαλών ενδιάμεσων λύσεων) συνεχίζουν να ωθούν τα παιδιά σε «προσωρινές» παραμονές σε νοσοκομεία.

Η θεσμική κακοποίηση που εκδηλώνεται εντός ιδρυμάτων και δομών είναι ίσως η πιο ορατή όψη ενός συστήματος που αποτυγχάνει να προστατεύσει τα παιδιά. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη. Υπάρχει μια άλλη, λιγότερο θεαματική αλλά εξίσου διαβρωτική μορφή συστημικής κακοποίησης, η οποία συχνά αποσιωπάται εντέχνως: η φτώχεια. Πρόκειται για μια συνθήκη που δεν αφήνει μώλωπες στο σώμα, αλλά χαράζει βίαια τη ζωή του παιδιού μέσω της στέρησης, της επισφάλειας, της αδυναμίας πρόσβασης σε υγεία, εκπαίδευση, στέγη και στοιχειώδη αξιοπρέπεια, υπονομεύοντας έτσι το μέλλον του.

Τα στοιχεία είναι αμείλικτα: το 2024, το 22,4% των παιδιών ηλικίας 0–17 ετών ζούσε κάτω από το όριο εισοδηματικής φτώχειας. Παράλληλα, το 27,9% των παιδιών βρισκόταν είτε σε φτώχεια είτε σε συνθήκες σοβαρής στέρησης και κοινωνικού αποκλεισμού. Το ποσοστό αυτό παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (24,2%).

Advertisement

Η πιο ακραία εκδήλωση της παιδικής φτώχειας καταγράφεται στην καταναγκαστική επαιτεία: το 2024, ο Εθνικός Μηχανισμός Αναφοράς για την Προστασία Θυμάτων Εμπορίας Ανθρώπων (ΕΜΑ) κατέγραψε δεκάδες ανήλικα θύματα καταναγκαστικής επαιτείας, εκ των οποίων πολλά ήταν παιδιά ελληνικής εθνικότητας, δείχνοντας ότι η επαιτεία παραμένει μία από τις κυρίαρχες μορφές παιδικής εκμετάλλευσης στη χώρα.

Ένα άλλο κρίσιμο πεδίο αφορά τη θεσμική διερεύνηση της κακοποίησης με γνώμονα την αποφυγή του επανατραυματισμού του παιδιού. Η «φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη» αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας, και για τον λόγο αυτό το Σπίτι του Παιδιού είναι κομβικής σημασίας: πρόκειται για έναν εξειδικευμένο χώρο όπου η κατάθεση λαμβάνεται μία μόνο φορά, με βάση αυστηρά επιστημονικά πρωτόκολλα και τη συνδρομή διεπιστημονικής ομάδας, ώστε να αποτρέπεται η δευτερογενής θυματοποίηση. Παρότι η Εθνική Στρατηγική για την Πρόληψη της Βίας και την Αντιμετώπιση της Παραβατικότητας των Ανηλίκων 2025–2030 προβλέπει την ενίσχυση, την επέκταση και την εκπαίδευση του προσωπικού, η εφαρμογή υστερεί. Οι δομές που είχαν προβλεφθεί από το 2017 παρουσίασαν σοβαρές καθυστερήσεις, γεγονός που έχει επισημάνει και ο Συνήγορος του Πολίτη. Μάλιστα, ακόμη και σήμερα, η Εθνική Στρατηγική αναγνωρίζει ότι από τις πέντε προβλεπόμενες δομές, πλήρως λειτουργικές είναι μόνο τρεις (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη), αφήνοντας γεωγραφικά κενά στην πρόσβαση των παιδιών σε ενιαία προστασία, την οποία διεθνώς αποκαλούμε «one-stop» υπηρεσία.

Η δικαιοσύνη, ωστόσο, αποτελεί μόνο έναν κρίκο στην αλυσίδα. Η αποτελεσματική παιδική προστασία απαιτεί ένα ενιαίο, υποχρεωτικό σύστημα καταγραφής και διαχείρισης περιστατικών — δηλαδή, ένα εθνικό μητρώο, κοινά πρωτόκολλα για σχολεία, νοσοκομεία, δομές φιλοξενίας και κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και ξεκάθαρες διαδικασίες υποχρεωτικής αναφοράς. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η ανεξάρτητη εποπτεία: τακτικές επιθεωρήσεις σε ιδρύματα και δομές, μηχανισμοί καταγγελίας που να είναι προσβάσιμοι στα ίδια τα παιδιά και επιβολή κυρώσεων όταν οι αρμόδιοι φορείς αποτυγχάνουν να προστατεύσουν.

Advertisement

Για να μην μένουν, ωστόσο, όλα αυτά διασκορπισμένα σε υπηρεσίες χωρίς ενιαίο κέντρο βάρους και λογοδοσίας —ή να φορτώνονται σε έναν φορέα ο οποίος έχει ήδη αποδείξει ότι δεν μπορεί να τα εγγυηθεί, όπως το ΕΚΚΑ— απαιτείται ένα ακόμη βήμα: η άμεση σύσταση ενός Εθνικού Φορέα Παιδικής Προστασίας. Όπως έχω επισημάνει και στο παρελθόν (https://www.huffingtonpost.gr/politiki/i-ellada-ta-pedia-tis-ke-o-kindinos-ethnikou-travmatismou/), απαιτείται ένας αυτοτελής εθνικός φορέας αποκλειστικά για την παιδική προστασία, κατά το πρότυπο αντίστοιχων οργανισμών στο εξωτερικό (όπως η Tusla στην Ιρλανδία και η Oranga Tamariki στη Νέα Ζηλανδία). Αυτός ο φορέας θα αναλάβει κεντρικά το εθνικό μητρώο, τον συντονισμό των κοινών πρωτοκόλλων, την εκπαίδευση των επαγγελματιών, την ανεξάρτητη εποπτεία των δομών και την αξιολόγηση των πολιτικών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν θεσμό που θα εγγυάται ότι η προστασία του παιδιού δεν είναι απλώς ένα άθροισμα καλών προθέσεων, αλλά ένα ενιαίο, δεσμευτικό και διαρκώς ελεγχόμενο σύστημα.

Η παιδική κακοποίηση δεν καταπολεμάται με ευχές και κενές διακηρύξεις. Αντιθέτως, απαιτεί την εξασφάλιση πόρων, μηχανισμούς ελέγχου και πραγματικής λογοδοσίας, καθώς και επιχειρησιακή ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα. Κυρίως, όμως, η παιδική κακοποίηση απαιτεί μία αλλαγή οπτικής: τα παιδιά δεν είναι απλώς η «ελπίδα για το αύριο». Είναι πολίτες του σήμερα — φορείς δικαιωμάτων που οφείλουμε να ακούμε και να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων, πριν η βία γίνει η βιογραφία τους.

Advertisement