Στην Ελλάδα του 2025, το υψηλό κόστος ανατροφής ενός παιδιού λειτουργεί σαν αόρατος αντισυλληπτικός μηχανισμός. Δεν προκαλεί έκπληξη που οι γεννήσεις βουλιάζουν σε ιστορικά χαμηλά. Πώς να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί με τόσο υψηλά κόστη σε όλα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών 2024, ένα παιδί μέχρι τα 16 του μεταφράζεται σε ετήσιο λογαριασμό 11.942 ευρώ για μια τυπική μέση οικογένεια. Και μέχρι να ενηλικιωθεί; Το ποσό ξεπερνά τις 200.000 ευρώ για πάνες, γάλα, σχολεία φροντιστήρια και ατελείωτες “ανάγκες” που απαιτούνται.
Ας μην κοροϊδευόμαστε: η ΕΛΣΤΑΤ δεν δημοσιεύει απλώς αριθμούς, αλλά μια καταδίκη της ελληνικής πραγματικότητας. Ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά ξοδεύει μηνιαίως κατά μέσο όρο 1.546,34 ευρώ. Προσθέστε όμως ένα παιδί έως 16 ετών, και ο λογαριασμός εκτοξεύεται στα 2.541,56 ευρώ το μήνα. Αυτό σημαίνει πρόσθετα 995,22 ευρώ μηνιαίως, ή 11.942,64 ευρώ ετησίως. Πού πηγαίνουν αυτά τα λεφτά; Σε έναν ατελείωτο κύκλο κατανάλωσης που θυμίζει μαύρη τρύπα: τα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά αποτελούν το 17,3% του προϋπολογισμού, η στέγαση το 35 %, οι μεταφορές το 13,5%.
Δεν τελειώνει εδώ! Εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία καταβροχθίζουν το 11,1%, η υγεία (που υποτίθεται ότι είναι δημόσια, αλλά στην πράξη ιδιωτική πολυτέλεια) το 7,4%, ενώ η ένδυση και υπόδηση “τρώνε” 5,6%. Η εκπαίδευση, αυτό το “δωρεάν” αγαθό που τελικά κοστίζει ακριβά με φροντιστήρια και ιδιαίτερα, παίρνει 6,1%, και η αναψυχή 6,3% ,γιατί, φυσικά, ένα παιδί πρέπει να “ψυχαγωγηθεί” σε έναν κόσμο όπου ακόμα και ένα σινεμά κοστίζει όσο ένα γεύμα. Οι επικοινωνίες (κινητά, ίντερνετ) αρπάζουν 4,2%, τα διαρκή αγαθά 4,6%, τα οινοπνευματώδη και τσιγάρα 3,7%, και οι ασφαλίσεις με οικονομικές υπηρεσίες 2,4%.
Αυτή η “ανατομία” αποκαλύπτει το προφανές. Η πίεση δεν έρχεται μόνο από το σούπερ μάρκετ, αλλά από παντού, από τις μεταφορές που σε κάνουν να νιώθεις φτωχός κάθε φορά που γεμίζεις βενζίνη, τη στέγαση που σε στραγγίζει με ενοίκια φωτιά, και τις “υπηρεσίες” που υποτίθεται ότι κάνουν τη ζωή καλύτερη, αλλά στην πραγματικότητα την κάνουν αφόρητη.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, η ΕΛΣΤΑΤ ξεσκεπάζει και τις κρυφές ανισότητες που κάνουν το παιχνίδι ακόμα πιο άδικο. Νοικοκυριά 35-44 ετών, η ηλικία όπου οι γονείς “πληρώνουν” τα πάντα, από πάνες μέχρι σχολικά, ξοδεύουν 133,6% πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Οι εγκλωβισμένοι σε ακριβές πόλεις σαν την Αθήνα, βλέπουν τα έξοδα να εκτοξεύονται, ενώ οι αγροτικοί “γλιτώνουν” σχετικά, αλλά ποιος θέλει να μεγαλώσει παιδί σε απομακρυσμένα χωριά χωρίς υποδομές; Αυτές οι διαφορές δεν είναι τυχαίες: εξαρτώνται από τον τόπο, τις ανάγκες και τις “επιλογές” που η οικονομία μας επιβάλλει, μετατρέποντας την ανατροφή σε προνόμιο των λίγων και πλούσιων.
Στο τέλος της ημέρας, αυτά τα νούμερα δεν είναι απλώς στατιστικά είναι μια κατηγορία κατά ενός συστήματος που σκοτώνει το μέλλον της χώρας. Με τέτοια κόστη, ποιος θα τολμήσει δεύτερο παιδί; Η Ελλάδα γερνάει, οι γεννήσεις πέφτουν, και η Κυβέρνηση μιλάει για “δημογραφικό πρόβλημα” χωρίς να αγγίζει την ουσία, το οικονομικό μαχαίρι στο λαιμό των νέων. Ώρα να ξυπνήσουμε, πριν η χώρα γίνει μουσείο ηλικιωμένων.