Ώρες πριν από την προγραμματισμένη συνάντηση Τράμπ-Πούτιν στην αμερικανική στρατιωτική βάση Elmendorf – Richardson στο Άνκορατζ της Αλάσκας, που από πολλούς είχε λάβει τον χαρακτήρα μιας ιστορικής και κρίσιμης συνάντησης, ο Αμερικανός Πρόεδρος της έδωσε τον χαρακτηρισμό «High stakes», δηλαδή «Υψηλά διακυβεύματα». Όμως από την συνάντηση αυτή, δεν προέκυψε καμία εκεχειρία ως προς τον πόλεμο που προκάλεσε η Ρωσία κατά της Ουκρανίας, δεν δημιουργήθηκαν σοβαρές εξελίξεις επι του πεδίου.
Και πριν από την συνάντηση του Άνκορατζ, αλλά κυρίως μετά, διαφαίνεται ότι ο Πούτιν δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν σε τερματισμό της πολεμικής σύγκρουσης, αποκλείοντας μεταξύ άλλων και συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός. Άλλωστε είναι η Ρωσία που προσάρτησε βίαια την Κριμαία το 2014, με τους Ευρωπαίους να απορρίπτουν οποιαδήποτε επίσημη αναγνώριση επι της κυριαρχίας της Μόσχας στην Χερσόνησο της Κριμαίας. Ενώ από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να έχουν ουσιαστικότερη ανάμιξη στην Ουκρανία.
Όσα είχαν δει το φως της δημοσιότητας περί «εποικοδομητικών» επαφών και συνομιλιών, δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Οι συζητήσεις των δυο πλευρών δεν προσδιόρισαν το απαραίτητο σημείο για να δοθούν απαντήσεις στα διπλωματικά ερωτήματα μιας συνάντησης που περιείχε ένα υψηλό ρίσκο ως προς το ζητούμενο, αυτό της ειρήνευσης στην Ουκρανία.
Στο χρονικό διάστημα από την επίσημη ανακοίνωση μέχρι την πραγματοποίηση της συνάντησης στην Αλάσκα, υπήρχε ως ενδεχόμενο το διακύβευμα αυτής να χαθεί, από την στιγμή που σε όλο το προηγούμενο μακρύ χρονικό διάστημα, από την μια υπήρχε μια αμετακίνητη Ρωσία και από την άλλη, μετατοπίσεις ως προς τις θέσεις Τράμπ. Εάν θέλουμε να προσδιορίσουμε το αποτέλεσμα των συνομιλιών στην Αλάσκα, το πιο περιγραφικό είναι μια αντίληψη περί διπλωματικής κινητικότητας στο Ουκρανικό ζήτημα. Και ως μια ένδειξη τέτοιας κατεύθυνσης, Τράμπ και Πούτιν δημιούργησαν μια οπτική που διαμορφώνει μια εποικοδομητική αντίληψη, αλλά βέβαια τα κενά είναι υπαρκτά.
Το ζήτημα μιας μελλοντικής ένταξης της Ουκρανίας στην Βορειοατλαντική Συμμαχία είναι κάτι που αποκλείει η Μόσχα, χωρίς να δίνει κάποιο ξεκάθαρο στίγμα τι αποδέχεται ως εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία. Και σε αυτό το σημείο, ο τρόπος που ο Αμερικανός Πρόεδρος καθόρισε την ατζέντα στο Άνκορατζ, στην ουσία λειτουργεί με τρόπο που ενισχύει την ρωσική θέση ότι η πρόκληση του πολέμου οφείλεται στην πλευρά του Κιέβου, ενώ ακολουθεί και επιθετική στάση ως προς την Ευρώπη, τα μέτρα κυρώσεων που έχει επιβάλει στην επιτιθέμενη Ρωσία.
Η Ουάσιγκτον και ο Πρόεδρος Τράμπ έχουν την αντίληψη ότι η επίλυση του Ουκρανικού μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την συνεργασία με την Μόσχα, επιδιώκοντας να οδηγηθεί σε μια γεωπολιτική ταύτιση Αμερικής-Ρωσίας, μέσα από την αξιοποίηση συνεργασίας σε ενεργειακούς πόρους σε περιοχές όπως του Αρκτικού Κύκλου. Θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση αδιαπραγμάτευτους κανόνες, όπως το απαραβίαστο των συνόρων, την διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, κρίσιμων όχι μόνον για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η Ρωσία μπορεί να συμβάλει στην συνεννόηση του παγκόσμιου γίγνεσθαι, εφόσον κινηθεί στην κατεύθυνση της εγκατάλειψης του απόλυτου ηγεμονικού μαξιμαλισμού που την διακατέχει, που σε συνδυασμό με τις επιθετικές της προσεγγίσεις, λειτουργεί απειλητικά για την Ευρώπη, για τον κόσμο.
Απέναντι στις παγκόσμιες προκλήσεις, την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την πολεμική σύγκρουση στην Μέση Ανατολή, συνέπεια των τρομοκρατικών επιθέσεων της Χαμάς, ο συντονισμός και η από κοινού απάντηση της Ευρώπης, οφείλουν να έχουν στοιχεία παρεμβάσεων που θα περνούν από το αίτημα της ενίσχυσης των αρχών και αξιών του Διεθνούς Δικαίου, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον ρωσικό αναθεωρητισμό και τις επιθετικές του βλέψεις.
Προωθώντας τους σχεδιασμούς για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια, με την κατανόηση ότι πλέον η επίτευξη τους δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην Βορειοατλαντική Συμμαχία. Είναι το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, του οποίου τα ευρωπαϊκά και μη κράτη-μέλη του, οφείλουν να αντιληφθούν και να συνεργαστούν στο επίπεδο μιας αναβαθμισμένης, αξιόπιστης και ολοκληρωμένης τακτικής αεράμυνας. Και φυσικά, η Αμερική μπορεί να έχει ρόλο στην ανάσχεση του αναθεωρητισμού, στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, συμβάλλοντας με δικές της εγγυήσεις.