Προκάλεσε ευρύτατη συζήτηση άρθρο γνωστής συγγραφέως σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας,  που με υπερχειλίζουσα αισιοδοξία έδωσε εύσημα στην ελληνική Δικαιοσύνη, γιατί σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Public Issue απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του 25% των ερωτηθέντων, ποσοστό που το θεωρεί απροσδόκητα υψηλό, γιατί όλοι όσοι έχουν χάσει μια δίκη θα έπρεπε να απαντήσουν αρνητικά. Με πιο πρόσφατη όμως δημοσκόπηση της ALCO το ποσοστό κατήλθε στο 20%, καθοδικά ποσοστά σε σχέση με το 64% της δημοσκόπησης του 2008 του καθηγητή Πανά.

Δεν παράγει όμως παρηγοριά, αλλά αντίθετα προβληματισμό και ανησυχία, το γεγονός ότι και άλλοι θεσμοί στις ίδιες δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν τα ίδια ή και μικρότερα ποσοστά εμπιστοσύνης των ερωτηθέντων πολιτών. Αυτό σημαίνει απογοήτευση των πολιτών προς το πολίτευμα και τους θεσμούς, που όταν εκφραστεί με τη ψήφο μπορεί να προκύψουν προβληματικές καταστάσεις για την ομαλή πολιτική πορεία της χώρας.

Advertisement
Advertisement

Σαφώς υπάρχουν εξαιρετικοί δικαστές που τιμούν το δικαστικό σώμα, αλλά, λόγω του ότι σχεδόν όλοι οι δικαστές έχουν αξιολογηθεί με τις εκθέσεις επιθεώρησης ως άριστοι, οι εξαιρετικοί δικαστές χάνονται μέσα στο πλήθος. Κάποιοι, όμως, διατηρούν μια περιρέουσα ατμόσφαιρα στον κύκλο τους, που τους ξεχωρίζει και τους ανατίθεται ο χειρισμός σοβαρών υποθέσεων. Χάρη λοιπόν σε αυτούς τους εκλεκτούς η Δικαιοσύνη επιτελεί την αποστολή της και σε αυτούς ανήκουν τα εύσημα.

Σε γενικές γραμμές ισχύει για τους δικαστές το λατινικό ρητό «senatores boni viri, senatus mala bestia», όταν ενεργούν σαν δικαστήριο, γιατί μια λανθασμένη απόφαση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.

Σαφώς, σε όλες τις δημοσκοπήσεις το ερώτημα εμπιστοσύνης ήταν γενικό και αφορούσε τους κυριότερους θεσμούς της χώρας, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ειδικά για την έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη, τα αίτια και, το κυριότερο, προτάσεις για τη βελτίωσή της. Δεν νομίζω ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η ηγεσία των δικαστηρίων ή τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, γιατί δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου αντίρρηση ή διαμαρτυρία ή, σε κάθε περίπτωση, προσπάθεια βελτίωσης της εικόνας της Δικαιοσύνης.

Νομίζω όμως ότι μια πιο εξειδικευμένη δημοσκόπηση, με συγκεκριμένα ερωτήματα μόνο σε όσους είχαν ή έχουν εμπλοκή με τη Δικαιοσύνη με οποιαδήποτε ιδιότητα, και χωριστά για κάθε κλάδο της — τακτική, ποινική, διοικητική — θα αποκάλυπτε τι τους προκάλεσε την έλλειψη εμπιστοσύνης.

Η συγγραφέας Α.Κ., με τις τεράστιες ιστορικές της γνώσεις, επισημαίνει ότι δικαιοσύνη αποκτήσαμε όταν το 1911 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέθεσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στον έγκριτο νομικό Νικόλαο Δημητρακόπουλο, ο οποίος, με δύο κρίσιμες παρεμβάσεις στο Σύνταγμα του 1911: α) με την ίδρυση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου καθιέρωσε το αυτοδιοίκητο της Δικαιοσύνης, β) θέσπισε ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη.

Τη διάταξη αυτή τα ποινικά δικαστήρια, με την επίκληση αντισυνταγματικών διατάξεων, συστηματικά παραβιάζουν, γιατί οι αθωωτικές αποφάσεις, ακόμα και αυτές που απαλλάσσουν τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολίας ή για έλλειψη δόλου, δεν καθαρογράφονται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αιτιολογία της απόφασης και επομένως δημόσιος ή υπηρεσιακός έλεγχός της, γεγονός που υποθάλπει την αυθαιρεσία της δικαστικής κρίσης.

Advertisement

Η αρθρογράφος αποκαλεί τη δίκη των «έξι» παρωδία· δεν πρέπει όμως να την χρεώνεται η τακτική δικαιοσύνη, γιατί ήταν απόφαση εκτάκτου στρατοδικείου, που πριν μερικά χρόνια αναθεωρήθηκε από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου, η κόντρα μεταξύ Ε. Βενιζέλου και Α.Π. προκάλεσε την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να δικάζει τις διοικητικής φύσης υποθέσεις, που μέχρι τότε δίκαζε ο Α.Π.

Σαφώς, η Δικαιοσύνη υποφέρει από διάφορες παθογένειες, με κυριότερες τη βραδύτητα της απονομής της και τη μη ορθότητα της δικαστικής κρίσης. Η βραδύτητα είναι ιδιαίτερα εμφανής στην ποινική δίκη, γιατί λόγω των αναβολών δικασίμου έχει σωρευτεί μη διαχειρίσιμος όγκος εκκρεμών υποθέσεων, που εκδικάζονται στα όρια της παραγραφής, κατά επιτυχή δικηγορική πρακτική. Η μόνη λύση είναι η επέκταση του ακροατηρίου των δικαστηρίων επί δίωρο, στην οποία αντιτάσσονται όλες οι εμπλεκόμενες στη Δικαιοσύνη συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Η μη ορθότητα των δικαστικών αποφάσεων, που αποδεικνύεται από την ανατροπή τους με ένδικα μέσα, οφείλεται στην έλλειψη κοινωνικής και νομικής πείρας εκ μέρους των νέων δικαστών, την οποία κάποτε συμπλήρωναν, σαν σχολείο, οι διασκέψεις των πολυμελών δικαστικών σχηματισμών.

Advertisement

Σαφώς, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, που συνιστούν το κράτος δικαίου, πρέπει να προβληματίσει όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τους ίδιους τους θεσμούς, ώστε να προβούν στις ανάλογες κινήσεις -που διαφέρουν κατά θεσμό – για την ανάκτησή της, όχι όμως ψευδεπίγραφα με λόγια, αλλά έμπρακτα, με εξωστρέφεια και χωρίς προφάσεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Ιδιαίτερα πρέπει να αποκατασταθεί το κύρος της Δικαιοσύνης, που είναι ο τελικός κριτής των πάντων, με κοινή προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων στη λειτουργία της.

Λέανδρος Τ. Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.

.

Advertisement